Σύμφωνα με ένα πρόσφατο διάταγμα του προέδρου Ομπάμα όλοι όσοι συναλλάσσονται ανά τον κόσμο με ιρανικές επιχειρήσεις θα υφίστανται εφεξής οικονομικές κυρώσεις: Για παράδειγμα όσοι προμηθευτές παρέχουν ανταλλακτικά στην ιρανική αυτοκινητοβιομηχανία, όσες τράπεζες αγοράζουν ιρανικό συνάλλαγμα ή χορηγούν πίστωση σε εξαγωγείς προς την ιρανική αγορά θα αποκλείονται από την αμερικανική αγορά.

Αυτό το διάταγμα επεκτείνει την αμερικανική νομοθεσία του 2010, που επέβαλε εμπάργκο σε όλες τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι πως όλες οι ευρωπαϊκές εταιρείες που επιθυμούν να διεξαγάγουν με έναν διεθνή εμπορικό εταίρο μία νόμιμη συναλλαγή, που δεν έχει απαγορευτεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, πρέπει πρώτα να ζητούν έγκριση από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, εφόσον δεν θέλουν να πληγεί -μερικές φορές ανεπανόρθωτα- ο κύκλος εργασιών τους.

Αυτή η αμερικανική μονομέρεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία μεταμφιεσμένη μορφή οικονομικής αποικιοκρατίας. Οι πολιτικοί των ΗΠΑ εκμεταλλεύονται κυνικά τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στο παγκόσμιο εμπόριο, προκειμένου να απομακρύνουν εμμέσως ευρωπαϊκές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις από περιφερειακές αγορές, όπως η Κούβα ή το Ιράν. Έτσι προετοιμάζουν το πεδίο για μία οικονομική κατάκτηση, όταν θα επέλθει εξομάλυνση των σχέσεων, όπως υπάρχει ελπίδα να συμβεί τώρα με τη νέα, μετριοπαθέστερη ιρανική πολιτική ηγεσία.

Για να το κάνουν αυτό, οι Αμερικανοί εκμεταλλεύονται την ασύμμετρη δομή και τα ρυθμιστικά κενά του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Ως γνωστόν το δολάριο έχει καθιερωθεί από τις συμφωνίες του Bretton Woods μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αποκλειστικό νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές.

Αυτό όμως που δεν είναι γενικά γνωστό είναι πως, επειδή οι πληρωμές γίνονται στη Νέα Υόρκη, ο εισαγγελέας του Μανχάταν μπορεί να ενεργοποιήσει την αμερικανική νομοθεσία κατά της διαφθοράς ασκώντας δίωξη στις ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν συναλλαγεί με «ανεπιθύμητους» πελάτες.

Φυσικά αυτό συμβαίνει, διότι οι μετοχές των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη Wall Street, κάτι που παρέχει εμμέσως -έστω κι αν η συναλλαγή δεν αφορά καθόλου τις ΗΠΑ- αρμοδιότητα για άσκηση δίωξης στον αμερικανικό ρυθμιστή της κεφαλαιαγοράς SEC (Securities and Exchange Commission).

Ακόμη χειρότερα, επειδή το ίδιο το Ίντερνετ είναι στα χέρια μιας διεθνούς αρχής με έδρα τις ΗΠΑ, όλες οι ανταλλαγές e-mails μεταξύ συναλλασσόμενων σε όλο τον κόσμο μπορούν να γίνουν αντικείμενο δικαστικής έρευνας στην Αμερική, έστω κι αν δεν αφορούν ούτε στο παραμικρό επιχειρήσεις αμερικανικών συμφερόντων.

Από τη στιγμή λοιπόν που το διεθνές νόμισμα, το μεγαλύτερο χρηματιστήριο του κόσμου και το ίδιο το μέσον ηλεκτρονικών επικοινωνιών ρυθμίζονται από την αμερικανική νομοθεσία, οι αμερικανικές αρχές μπορούν να επικαλούνται το αμερικανικό δίκαιο, για να πιέζουν ανταγωνιστές απειλώντας τους με κυρώσεις.

Φυσικά το αντίστροφο δεν ισχύει: Όταν ευρωπαίοι επενδυτές δοκίμασαν να κινηθούν δικαστικά εναντίον του SEC για τη βαριά αμέλειά του στην επιτήρηση των δραστηριοτήτων του Bernard Madoff, εμπνευστή της μεγαλύτερης «πυραμίδας» της σύγχρονης εποχής, προκειμένου να αποζημιωθούν για τα δισεκατομμύρια που είχαν χάσει, διαπίστωσαν με οδύνη ότι αυτό ήταν νομικά αδύνατον.

Και η Ε.Ε. μέσα σε όλα αυτά; Έχει αρχίσει επισήμως από το περασμένο καλοκαίρι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για τη σύναψη μιας συμφωνίας οικονομικής συνεργασίας, αλλά τηρεί σιγήν ιχθύος απέναντι σε αυτήν την ανισορροπία, η οποία σαφώς καλλιεργεί αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των επιχειρήσεών της. Είναι φανερό ότι το σημερινό πολιτικό προσωπικό στην ηγεσία της Ένωσης δεν έχει τις επιφυλάξεις απέναντι στην ωμή οικονομική ηγεμονία της υπερδύναμης που είχε για παράδειγμα ένας Ντε Γκολ στη δεκαετία του 1960.

Facebook Comments