Την Τρίτη είχα την ευκαιρία, στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συμμετάσχω στην ακρόαση των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων που επιμελείται η τρόικα στις προβληματικές χώρες-μέλη της ευρωζώνης.

Ήταν εκεί πρόσωπα, στην επιρροή των οποίων στα ελληνικά πράγματα τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν αποδώσει μυθικές διαστάσεις  και  συγκεκριμένα ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Κομισιόν Σερβάς Ντερούζ και το μέλος της ΕΚΤ στην τρόικα για την Ελλάδα Κλάους Μαζούχ,

Πρέπει να σας πω ότι πραγματικά δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση τους σε μια τέτοια ακρόαση. Το σύνολο σχεδόν των μελών της Επιτροπής που έλαβαν το λόγο ανεξαρτήτως πολιτικής ή εθνικής προελεύσεως (με την εξαίρεση ίσως κάποιων γερμανών συναδέλφων), ήταν εξαιρετικά επικριτικό και ενίοτε καυστικό. Τόσο που φίλος και συνάδελφος από τη Σουηδία να μου εκμυστηρευτεί ότι αισθάνθηκε άσχημα για την έκταση του σχετικού σφυροκοπήματος.

Το πρόβλημα των εκπροσώπων της τρόικας δεν αφορούσε τόσο την γνωστή κριτική από την οπτική γωνία των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων (από την Ελλάδα και στις άλλες χώρες του νότου), όσο κυρίως στις σκληρές επιθέσεις από άλλες χώρες που αφορούσαν την ποιότητα των προβλέψεων της τρόικας (ειδικά για την Ελλάδα) και την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων επί της ουσίας.

Η δική μου παρέμβαση ερώτηση στη συζήτηση αυτή ήταν πολύ απλή. Τους ρώτησα γιατί υποχώρησαν στην παρελκυστική τακτική του ελληνικού πολιτικού συστήματος και άφησαν να πληγεί ο ιδιωτικός τομέας δυσανάλογα σε σχέση με το δημόσιο στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός προγράμματος για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του οποίου είχαν άμεση ευθύνη.

Κάτι που έγινε μέσω της υπερφορολόγησης, της συνέχισης της απαράδεκτης πρακτικής των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων προνομιούχων ομάδων και της διοχέτευσης όλης της διαθέσιμης ρευστότητας στο δημόσιο τομέα (μέσω εντόκων γραμματίων), που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου αριθμού παραγωγικών και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και την προέλευση των ανέργων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Ουσιαστική απάντηση δεν πήρα, όπως δεν έχω πάρει όλο αυτό τον καιρό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις πολλές ερωτήσεις που έχω κάνει για το θέμα αυτό. Εξαίρεση ίσως η αναφορά στις ευθύνες των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων, κάτι που αποτελεί για τη χώρα μας γνωστή πρακτική της Επιτροπής. Μόνη αλλαγή το ποια είναι κάθε φορά η προηγούμενη κυβέρνηση. Επί Αλογοσκούφη ήταν η κυβέρνηση Σημίτη, επί Παπανδρέου η κυβέρνηση Καραμανλή, επί Σαμαρά η κυβέρνηση Παπανδρέου και υποθέτω, όταν θα έρθει η ώρα της επόμενης κυβέρνησης, η κυβέρνηση Σαμαρά θα πάρει και αυτή τη θέση της στο σχετικό «πάνθεο».

Το ουσιαστικό ερώτημα που άφησαν αναπάντητο οι δύο ευρωπαίοι γραφειοκράτες είναι συνδεδεμένο με το αρχαιότερο αμάρτημα της κάθε γραφειοκρατίας.

Γιατί κάθε φορά η «αφελής ευρωπαϊκή γραφειοκρατία» αφήνει τον ελληνικό όφι να την εξαπατήσει; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί η γραφειοκρατία, ακόμα και η πιο εξελιγμένη, όπως είναι ασφαλώς η ευρωπαϊκή, ακολουθεί πάντα τα (αδιόρατα ενίοτε) νεύματα των πολιτικά ισχυρών.

Από τον Αλμούνια και τον Μπαρόζο, που τροφοδοτούσαν την μυθολογία της ισχυρής ελληνικής οικονομίας στη δεκαετία του 2000, για να εφαρμόζουν απερίσπαστοι από «άχρηστες λεπτομέρειες» τις αμέριμνες οικονομικές πολιτικές της προ κρίσης ΕΕ, μέχρι το πρόσφατο ελληνικό success story που είχε ανάγκη η κ. Μέρκελ προεκλογικά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι πολιτικές ανάγκες των κυβερνήσεων (στην περίπτωσή μας δανειστών και δανειζομένων), υπερισχύουν της αλήθειας και της ορθολογικής χάραξης της πολιτικής. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, ισχύει –σε λιγότερο ακραία συνήθως μορφή- και στην Ευρώπη.

Όσοι συνεπώς θεωρούν ότι μπορούν να εναποθέσουν τις ευθύνες τους για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στον εξ Ευρώπης «από μηχανής θεό», ας το λάβουν αυτό σοβαρά υπόψη. Έξοδος από την καταστροφική παγίδα στην οποία έχουμε πιαστεί, απλώς και μόνο επειδή μπήκαμε στον αυτόματο πιλότο της Ευρώπης δεν είναι εφικτή.

Μόνο αν εμείς οι ίδιοι πάρουμε την απόφαση να σχεδιάσουμε και να προωθήσουμε μια πολιτική λιγότερων φόρων, μικρότερου κράτους και βαθύτερων μεταρρυθμίσεων θα έχουμε την βεβαιότητα ότι θα βγούμε από το αδιέξοδο αυτό. Έπρεπε να το είχαμε κάνει εξαρχής. Αλλά επειδή ποτέ δεν είναι αργά, ας το κάνουμε έστω και τώρα.

 

Facebook Comments