Έφτασε το «πλήρωμα του χρόνου» για την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από ένα κόμμα της αριστεράς; Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) είναι το μακροβιότερο πολιτικό κόμμα της χώρας. Ιδρυθέν αρχικά το 1918 ως Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, είναι από τα λίγα αμιγώς κομμουνιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης που κατάφεραν να επιβιώσουν μετά την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 χωρίς να ακολουθήσουν την τάση του Ευρωκομμουνισμού που επέλεξαν άλλα αδελφά κόμματα.

Από το 1951 το ΚΚΕ, μαζί με άλλες αριστερές δυνάμεις, εκπροσωπείται «νόμιμα» στην πολιτική σκηνή από το κόμμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), εφόσον είχε κηρυχθεί παράνομο από το Δεκέμβριο του 1947 με τον Αναγκαστικό Νόμο 509. Ο «παράνομος» μηχανισμός του ΚΚΕ εξακολουθεί να λειτουργεί παράλληλα.

Εν μέσω συνεχών ζυμώσεων, διαφωνιών και προγραφών κατά την δεκαετία του ΄60, αλλά και υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων που προκάλεσαν ιδεολογική κρίση στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με αποκορύφωμα την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία, το 1968 δημιουργείται το ΚΚΕ (Γραφείο) Εσωτερικού, γνωστό μετά το 1974 ως ΚΚΕ Εσωτερικού.

Το ΚΚΕ Εσωτερικού ενσαρκώνει ιδεολογικά την ελληνική εκδοχή του Ευρωκομμουνισμού, την ανανεωτική τάση της Αριστεράς, ως όχημα εφαρμογής του σοσιαλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», έχοντας αποκηρύξει την ένοπλη επανάσταση ως τρόπο επιβολής του σοσιαλισμού.

Το 1974 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή νομιμοποιεί το ΚΚΕ, μετά από 27 χρόνια από την κήρυξή του ως παράνομου και στις πρώτες εκλογές μετά την δικτατορία, τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, συμμετέχουν συνεργαζόμενες οι αριστερές δυνάμεις της ΕΔΑ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού ως Ενωμένη Αριστερά, η οποία έλαβε ποσοστό 9,5% .

Ήδη όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 έχει ιδρύσει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο έλαβε ποσοστό 13,5% στις εκλογές του Νοεμβρίου, αυτοπροσδιοριζόμενο ως «σοσιαλιστικό» κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ «πάτησε» στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της αριστεράς, με την οποία συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια άτυπα, τουλάχιστον μέχρι το 1985, όταν πλέον κατεγράφη και επισήμως από το ΚΚΕ ως «συστημική» δύναμη.

Το ΠΑΣΟΚ τα πρώτα χρόνια από την ίδρυσή του χρησιμοποίησε ευρέως ως ιδεολογικό όχημα την αριστερά, καθώς παρουσιάστηκε αρχικά ως μια πιο «κεντρώα», προσαρμοσμένη στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα δημοκρατική-προοδευτική παράταξη με σοσιαλιστικές βάσεις,  που θα μπορούσε να υλοποιήσει, εν μέρει τουλάχιστον, το κομμουνιστικό όραμα, με φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, χωρίς την ένοπλη, επαναστατική ανατροπή της εξουσίας που πρέσβευε ο κομμουνισμός. Πολλά μέλη του ΠΑΣΟΚ προέρχονταν από τον χώρο της αριστεράς, ήταν μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και είχαν «καταγράψει» αντιδικτατορική δράση. Βεβαίως το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωνε και μέλη χαρακτηρισμένα ως «αντικομμουνιστές», όπως ήταν ο Μένιος Κουτσόγιωργας. Αντίστοιχα, η αριστερά ωφελήθηκε, μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον, από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, ενισχύοντας και τη δική της πολιτική δύναμη, εφόσον απέκτησε ευρύτερη πρόσβαση στους «νόμιμους» διαύλους επικοινωνίας και στους μηχανισμούς εξουσίας.

Το 1989 συγκροτείται, ως εκλογική συμμαχία, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, ο οποίος ενσωμάτωσε το ΚΚΕ, την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) (Λεωνίδας Κύρκος,  Φώτης Κουβέλης, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Δημήτρης Παπαδημούλης), το εναπομείναν από τη διάσπαση ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά (ΚΚΕ Εσ-ΑΑ) και άλλες μικρότερες αριστερές οργανώσεις, με Πρόεδρο τον Χαρίλαο Φλωράκη (ΚΚΕ) και Γραμματέα τον Λεωνίδα Κύρκο (ΕΑΡ). Η ελληνική αριστερά συμμετέχει για πρώτη φορά δια του Συνασπισμού σε κυβερνητικό σχήμα, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, στην κυβέρνηση Τζαννετάκη τον Ιούλιο και στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα τον Νοέμβριο του 1989.

Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου λαμβάνει μέρος σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και καταλαμβάνει αρκετά ικανοποιητική δύναμη, για τα δεδομένα της αριστεράς, μέχρι το 1991, όταν το ΚΚΕ, κατά το 13ο Συνέδριό του, αποφασίζει να αποχωρήσει από το σχήμα, έχοντας σημειώσει απώλειες, όπως η διάσπαση της ΚΝΕ, η αποχώρηση 39 μελών της Κεντρικής Επιτροπής και 5 βουλευτών, μεταξύ των οποίων η Μαρία Δαμανάκη (τότε Πρόεδρος του Συνασπισμού) και ο Γρηγόρης Φαράκος.  Τα υπόλοιπα κόμματα του Συνασπισμού και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που παραμένουν σε αυτόν αποφασίζουν να μετατρέψουν τη συμμαχία σε ενιαίο κόμμα με το όνομα πλέον Συνασπισμός (ΣΥΝ). Το 1992 πραγματοποιείται το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΝ, που εκλέγει πρώτη Πρόεδρο τη Μαρία Δαμανάκη.

Αν και ο ΣΥΝ ξεκινά με υψηλές προσδοκίες,  οι υφιστάμενες ιδεολογικές συγκρούσεις δημιουργούν σοβαρά ρήγματα στο εσωτερικό του. Στις βουλευτικές εκλογές του 1993 ο ΣΥΝ αποτυγχάνει για 2.000 ψήφους να περάσει το όριο του 3% και να εισέλθει στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Αυτό οδηγεί το κόμμα σε κρίση και το τιμόνι του ΣΥΝ αναλαμβάνει πλέον ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Το 1994 ο ΣΥΝ λαμβάνει στις ευρωεκλογές ποσοστό 6,3% και εισέρχεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1996, μπαίνει και στη Βουλή με ποσοστό 5,1%.

Το 2001 δημιουργείται ο Χώρος Διαλόγου για την Ενότητα και Κοινή Δράση της Αριστεράς. Σε αυτόν συμμετέχουν αριστεροί πολιτικοί φορείς διαφορετικών ιστορικών και ιδεολογικών καταβολών. Αν και ο Χώρος Διαλόγου δεν αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική οργάνωση, αλλά ως μία προσπάθεια μόνιμης όσμωσης των κομμάτων και οργανώσεων που τον συναπαρτίζουν, από τους κόλπους του προκύπτουν ορισμένες σημαντικές υποψηφιότητες για τις δημοτικές- νομαρχιακές εκλογές του 2002, όπως αυτή του Μανώλη Γλέζου στην Υπερνομαρχία Αθηνών – Πειραιώς.

Στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του 2004, οι περισσότεροι από τους πολιτικούς φορείς του Χώρου Διαλόγου (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, ΚΕΔΑ, ΔΕΑ, ΚΟΕ, Ενεργοί Πολίτες και ανένταχτες προσωπικότητες) αναζητούν τις δυνατότητες συμμετοχής σε κοινό ψηφοδέλτιο, μία κίνηση που αυτοαποκαλείται Πρωτοβουλία για τη Συσπείρωση. Αποτέλεσμα αυτής είναι η συγκρότηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) τον Ιανουάριο του 2004, στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι παραπάνω, εκτός της ΚΟΕ, η οποία όμως δηλώνει ότι τον υποστηρίζει. Στις εκλογές του 2004 ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει ποσοστό 3,3% και εκλέγει έξι βουλευτές, όλους προερχόμενους από το ΣΥΝ. Τρεις μήνες αργότερα (Ιούνιος 2004), ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει αυτόνομα στις Ευρωεκλογές. Το Δεκέμβριο του 2004 διεξάγεται το 4ο συνέδριο του ΣΥΝ, όπου νέος πρόεδρος του κόμματος αναδεικνύεται ο Αλέκος Αλαβάνος.

Στις εκλογές του 2009 επικεφαλής του ψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ τίθεται ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του ΣΥΝ από τον Φεβρουάριο του 2008, όπου εξελέγη με ποσοστό 70% έχοντας αντίπαλο τον Φώτη Κουβέλη που έλαβε 28%. Στις εκλογές του 2009 ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ποσοστό μόλις 4,6%.

Ακολουθεί το μνημόνιο που συνάπτει η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υπό τον Γιώργο Παπανδρέου και η κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης, που επιφέρουν θεαματική άνοδο των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τηρεί σταθερά αντιμνημονιακή στάση. Εν τω μεταξύ, στις 27 Ιουνίου 2010, τέσσερις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της λεγόμενης «ανανεωτικής πτέρυγας» του Συνασπισμού, με προεξάρχοντα τον Φώτη Κουβέλη, ιδρύουν τη Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ). Στο πρώτο συνέδριο του κόμματος εκλέγεται πρόεδρος ο Φώτης Κουβέλης. Τον Ιανουάριο του 2012 στη ΔΗΜΑΡ προσχωρεί ο βουλευτής Βασίλης Οικονόμου και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου άλλοι πέντε ανεξάρτητοι βουλευτές. Συγκεντρώνοντας τον απαιτούμενο αριθμό των 10 βουλευτών η ΔΗΜΑΡ συστήνει Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Στις βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ φθάνει στο 16,8% και λίγο αργότερα, στις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, απογειώνεται στο 26,9%, ποσοστά ρεκόρ για κόμμα της αριστεράς, που φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 η ΔΗΜΑΡ λαμβάνει ποσοστό 6,1% και δίνει τη στήριξή της στο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας, μια που το πρώτο κόμμα (η ΝΔ) δεν επιτυγχάνει αυτοδυναμία. Στις διαβουλεύσεις που ακολουθούν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να συμμετάσχει στο διακομματικό κυβερνητικό σχήμα και στην τετρακομματική οικουμενική κυβέρνηση (με ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) που προτείνει η ΔΗΜΑΡ. Στις εκλογές του Ιουνίου 2012 η ΔΗΜΑΡ διατήρησε τα ποσοστά της λαμβάνοντας 6,2% και σχηματίζει μαζί με την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ συγκυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Αντώνη Σαμαρά, με μεγάλο απόντα και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΗΜΑΡ μετέχει στην τρικομματική Κυβέρνηση Σαμαρά έως τις 22 Ιουνίου 2013 που αποχωρεί από αυτήν.

Το ΠΑΣΟΚ, που στις εκλογές του 2009 είχε λάβει ποσοστό 44%, μετά από τρία χρόνια οικονομικής κρίσης και μνημονίων, το πρώτο υπογραφέν από τον Γιώργο Παπανδρέου επί κυβερνήσεώς του, πληρώνει το πολιτικό τίμημα και λαμβάνει στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 μόλις 13%, τερματίζοντας τρίτο, πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 πέφτει ακόμα χαμηλότερα, στο 12%. Ανάλογη είναι και η πτώση του ΚΚΕ που στις εκλογές του Μαΐου 2012 έλαβε 8,5%, ενώ τον Ιούνιο 2012 έφτασε στο χαμηλότερο ιστορικά ποσοστό του, 4,5%. Είναι λογικό λοιπόν να μιλάμε για «μετακίνηση» μεγάλου μέρους της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται πλέον να συσπειρώνει κεντρώες δυνάμεις, αλλά και πρώην αναποφάσιστους. Από κοινωνιολογική και δημογραφική άποψη, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστικό κόμμα, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς, όπως ήταν η ΕΔΑ του 1958, έχοντας ισχυρή επιρροή στα μεγάλα αστικά κέντρα, στους μισθωτούς (τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα) και στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία. Η εκλογική χωρική και κοινωνική κλιμάκωση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται εντονότερη από την αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80, καθώς η εκλογική του δύναμη αυξάνεται με θεαματικά ταχύτερο ρυθμό, προφανώς λόγω της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης.

Και τώρα… αρχίζουν τα δύσκολα. Από τον Ιούνιο του 2012, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυση της ελληνικής αριστεράς, ένα αριστερό κόμμα φλερτάρει με την εξουσία και, για πρώτη φορά στην ιστορία, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να είναι το πλειοψηφούν κόμμα στις επόμενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εν αντιθέσει με τον Συνασπισμό και τη ΔΗΜΑΡ που μετείχαν σε κυβερνήσεις συνεργασίας το 1989 και το 2012 αντίστοιχα, αρνήθηκε να συγκυβερνήσει, σε μια συγκυρία εξαιρετικά κρίσιμη. Κατηγορήθηκε γι αυτό από πολλούς, αλλά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μάλλον δικαιώθηκε για την επιλογή αυτή, αφού δεν χρεώθηκε με την αποτυχημένη, σε εγκληματικό βαθμό, πολιτική της τρικομματικής, νυν δικομματικής, κυβέρνησης Σαμαρά. Η ΔΗΜΑΡ φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παγίδα στην οποία έπεσε μόνη της και απεσύρθη από την κυβέρνηση μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τον Ιούνιο του 2013, αλλά ήταν πια πολύ αργά για τα ποσοστά της, που όπως φαίνεται απεικονίζουν την πολιτική της φθορά και ίσως προοιωνίζουν και την οριστική της διάλυση.

Αν βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, δεν θα μπορέσει παρά να αποδεχθεί την κυβερνητική εντολή και να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας μαζί με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις. Η ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας σε μια τέτοια αρνητική οικονομική και πολιτική συγκυρία ενέχει τον κίνδυνο της «απομυθοποίησης» της επαναστατικής αριστεράς, εφόσον αυτή χρειαστεί να συμβιβαστεί με δεδομένα που δεν μπορεί να αλλάξει, παρά τις προεκλογικές της δηλώσεις και προθέσεις.

Έφτασε λοιπόν η ιστορική στιγμή για την ελληνική αριστερά να αναλάβει την ηγεσία της χώρας; Και αν είναι έτσι, θα είναι αυτή η αριστερά σε θέση να αντιμετωπίσει την χειρότερη ίσως οικονομική και πολιτική κρίση του αιώνα; Διαθέτει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και την διοικητική εμπειρία; Η απάντηση βρίσκεται μόνον επί του πρακτέου. Αρχή άνδρα – και κόμμα – δείκνυσι.

Facebook Comments