Το τελευταίο διάστημα διαδραματίζονται μερικά ιδιαίτερα σημαντικά συμβάντα σε επίπεδο ευρωζώνης, τα οποία είναι πρωτόγνωρα, αλλά η εξέλιξη τους θα καθορίσει δραματικά το μέλλον και αξίζουν τη προσοχή μας. Παραδόξως δεν τους δόθηκε ως τώρα η δέουσα προσοχή, δεν προβλήθηκαν από τα ελληνικά ΜΜΕ, δεν αξιολογήθηκαν και δεν έγιναν ιδιαίτερα αντιληπτά από την ελληνική κοινωνία.

Σε αντίθεση με το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν, όταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επέβαλε τελικά τη θέληση της, η Γερμανία, η χώρα που ηγείται της ΕΕ των 28 και της ζώνης των 17 του κοινού νομίσματος, δέχτηκε σε πολύ μικρό διάστημα, για πρώτη φορά, αλλεπάλληλα «πλήγματα» από πρωτοβουλίες των «ανεξάρτητων» ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Τόσο από την ΕΚΤ, όσο και από την Κομισιόν. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την απαρχή μιας έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και της ευρωζώνης με τη Γερμανία και μία τάση αμφισβήτησης των Γερμανικών επιλογών και της απόλυτης κυριαρχίας του Βερολίνου στην ευρωπαϊκή σκηνή.

1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγνόησε τις έντονες διαφωνίες της Γερμανίας και προχώρησε σε περαιτέρω μείωση του επιτοκίου του ευρώ κατά ένα τέταρτο της μονάδας στο 0.25%. Η μείωση του επιτοκίου ικανοποίησε τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και τις Βρυξέλλες. Η απόφαση αιτιολογήθηκε ως ενισχυτική της προσπάθειας ανάκαμψης των οικονομιών της ζώνης από την ύφεση ή τη στασιμότητα. Εκτιμήθηκε ότι θα έχει θετικές επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων και πως θα πιέσει το ανατιμημένο ευρώ, διευκολύνοντας τις εξαγωγές.

Η Γερμανία έδωσε μεγάλη μάχη να μη πέσει το ευρικό επιτόκιο κάτω από το 0.50%. Και είναι λογικό να επιθυμεί τη διατήρηση της προηγούμενης ισορροπίας, αφού η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της είναι δεδομένη και οι εξαγωγές της αυξάνουν, το ίδιο και τα εμπορικά της πλεονάσματα.

Οι αντιδράσεις της Bundesbank ήσαν οξύτατες. Οι κύριοι Βάϊντμαν και Νόβοτνυ καταψήφισαν την επιλογή Ντράγκι συνεπικουρούμενοι από τους κεντρικούς τραπεζίτες άλλων τεσσάρων χωρών. Η πλειοψηφία όμως των μελών της ΕΚΤ ταυτίστηκε με το πρόεδρο της.

Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου IFO κος Ζίν πρότεινε για τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης μια πιο συγκρατημένη πολιτική επιτοκίων από την ΕΚΤ, μικρή ώθηση του πληθωρισμού στο Βορρά και όχι τεχνητή ανακοπή του αποπληθωρισμού στο Νότο. Πρότεινε δηλαδή για το Νότο ακριβώς αυτό (αποπληθωρισμό) που προσπαθεί να αποσοβήσει με την απόφαση του ο κος Ντράγκι, ο οποίος τρέμει πιθανή επανάληψη της Ιαπωνικής περίπτωσης του εικοσαετούς αποπληθωριστικού κύκλου.

Τους κινδύνους που εγκυμονεί μεσομακροπρόθεσμα η χαλαρή νομισματική πολιτική επισήμανε και ο πρόεδρος της Bundesbank κος Βάϊντμαν.

«Η Ιταλοκρατούμενη ΕΚΤ καταστρέφει τις γερμανικές αποταμιεύσεις» ήταν η πλέον διαδεδομένη αντίδραση στη Γερμανία.

2.  Η ΕΚΤ επιφύλασσε όμως και δεύτερο πλήγμα για τη Γερμανία. Πρόκειται για τη διαφοροποίηση της από αυτήν επί του σημαντικότατου θέματος της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, για το οποίο η συζήτηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και θα πρέπει να έχει καταλήξει ως το τέλος του έτους.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θα ελέγχονται από την ίδια, μέσω του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας και των εθνικών εποπτικών αρχών. Θεωρεί δε ότι η απόφαση για να τεθεί μια τράπεζα σε καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνεται σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι από τις εθνικές αρχές.

Το Βερολίνο από τη πλευρά του επιθυμεί οι αποφάσεις για την εξυγίανση μιας τράπεζας να λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, επειδή επιδιώκει να κρατήσει εκτός ευρωπαϊκού ελέγχου και δικαιοδοσίας τις μικρές τράπεζες των ομόσπονδων κρατιδίων (landesbank), αλλά και γιατί φοβάται ότι, σε περίπτωση νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ίσως κληθεί να χρηματοδοτήσει τη διάσωση μη Γερμανικών τραπεζών.  

Η διαφωνία δεν είναι «τεχνικής» φύσης, αλλά ουσιαστική.

Ο επίτροπος Μπαρνιέ τόνισε ότι δεν ήσαν οι πολυεθνικές συστημικές τράπεζες που δημιούργησαν το πρόβλημα στο ευρώ, αλλά οι μικρές και μη εποπτευόμενες εγχώριες.

Πολλοί «γνωρίζοντες» ισχυρίζονται ότι οι περιφερειακές γερμανικές τράπεζες των ομόσπονδων κρατιδίων έχουν λάβει τις μεγαλύτερες κρατικές ενισχύσεις στην Ευρώπη. Και μάλιστα συμπληρώνουν ότι σε αυτές κρύβεται μεγάλο μέρος του Γερμανικού χρέους.

«Η συνεργασία μεταξύ των εθνικών συστημάτων εκκαθάρισης δεν έχει αποδειχθεί ικανή να προσφέρει εγκαίρως αποτελεσματικές λύσεις, ειδικά στα διασυνοριακές περιπτώσεις» ανταπάντησε ο κος Ντράγκι στην επιμονή του κου Σόϊμπλε για θεσμοθέτηση εθνικών δικτύων αρχών εκκαθάρισης.

«Η Γαλλία εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν πρέπει να αποκλειστεί η άμεση ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ως ύστατη λύση. Δεν θα βάλουμε μόνοι μας το μαχαίρι στο λαιμό μας» ξεκαθάρισε ο κος Μοσκοβισί  υιοθετώντας τη θέση της ΕΚΤ.

Η συνέχιση τη διαπραγμάτευσης θα είναι ιδιαιτέρως σκληρή και αμφίρροπη. Πάντως τα δύο υποψήφια για συγκυβέρνηση κόμματα, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους στη κοινή Γερμανική γραμμή.

Η τελική απόφαση επί του θέματος, ποια άποψη δηλαδή θα επικρατήσει, θα σηματοδοτήσει και μια απάντηση στο ερώτημα που ετέθη στο τίτλο του παρόντος.

3. Το τρίτο πλήγμα, αυτό που πραγματικά εξόργισε κυβέρνηση, επιχειρηματίες και ελίτ και τελικά τους συνένωσε απέναντι στο κοινό «εχθρό», το δέχτηκε η Γερμανία τη περασμένη εβδομάδα από τις Βρυξέλλες. Η Κομισιόν δια του επιτρόπου Ρέν ενεργοποίησε τη διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά της Γερμανίας, ξεκινώντας διερεύνηση προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το Βερολίνο με την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει παραβιάζει τις Συνθήκες και δημιουργεί προβλήματα στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.

Να σημειωθεί εδώ ότι εκτός από τα ανώτατα όρια επιτρεπόμενου ετήσιου ελλείμματος (3%) και χρέους (60%), οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες καθορίζουν και ανώτατα όρια πλεονάσματος (6%), ύψους θετικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κλπ. Η Γερμανία από το 2007 και εντεύθεν παρουσιάζει σταθερά ετήσια πλεονάσματα άνω του 6% του ΑΕΠ. Το Σεπτέμβριο μάλιστα κατέγραψε πλεόνασμα άνω του 8%, υπερσκελίζοντας ακόμη και την αντίστοιχη επίδοση της Κίνας.

Τα τελευταία χρόνια πολλές κυβερνήσεις της ευρωζώνης ζητούσαν από τη κα Μέρκελ να τροποποιήσει το μείγμα της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, το οποίο είναι επικεντρωμένο στις μαζικές εξαγωγές προς την υπόλοιπη ΕΕ, χωρίς παράλληλα να δημιουργεί στο εσωτερικό της χώρας εκείνες τις προϋποθέσεις, που θα έκαναν ευκολότερες τις εισαγωγές των προϊόντων των άλλων χωρών σε αυτήν.

 Η συνεχιζόμενη από το 1999 πολιτική της «Ατζέντας Σρέντερ 2010», δηλαδή των χαμηλών μισθών και συντάξεων, κρατά χαμηλά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και συνακόλουθα περιορίζει τη ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας, με αποτέλεσμα η Γερμανική αγορά να παραμένει ουσιαστικά κλειστή στα λιγότερο ανταγωνιστικά σε επίπεδο τιμών ευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες.

Για πρώτη φορά η Γερμανική οικονομική πολιτική αμφισβητείται επισήμως από το θεματοφύλακα των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, τη Κομισιόν. Το γεγονός έχει εκνευρίσει αφόρητα του Γερμανούς, οι οποίο μέχρι τώρα καλούσαν τους υπόλοιπους ευρωπαίους, ενίοτε και με απειλητικό τρόπο, να τηρούν τις υποχρεώσεις τους.

Και, όπως χαριτολόγησε κορυφαίος αξιωματούχος της Κομισιόν, το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η διαδικασία των μακροοικονομικών ανισορροπιών είναι γερμανική επινόηση και επιβλήθηκε-περιλήφθηκε στο πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης κατόπιν γερμανικών πιέσεων.

4. Το τέταρτο πλήγμα ακόμη δεν έχει καταφερθεί, φαίνεται όμως να είναι επι θύραις.

Δράστης θα είναι και πάλι η ΕΚΤ. Ο κος Ντράγκι δέχεται έντονες πιέσεις τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από τον ΟΟΣΑ, να εναντιωθεί στις Γερμανικές υποδείξεις και επιθυμίες και να ακολουθήσει τη πληθωριστική πολιτική της FED και της BoJ.

Στη Φρανκφούρτη είναι κοινό μυστικό ότι η κατάσταση στην Ευρωζώνη τείνει να καταστεί ανεξέλεγκτη, κυρίως λόγω των διαφορετικών δομών της κάθε οικονομίας, με ορισμένες χώρες-μέλη να περνούν σε αποπληθωρισμό, ένα φαινόμενο που τσάκισε την Ιαπωνία τις δεκαετίες του ’90 και του ’00.

Ο ΟΟΣΑ κάλεσε την ΕΚΤ να προβεί το συντομότερο στην υιοθέτηση ενός προγράμματος άμεσης ποσοτικής χαλάρωσης και παρέμβασης στις αγορές. Θεωρεί ότι η Ευρωζώνη αποτελεί μία από τις κύριες πηγές ανησυχίας για τη παγκόσμια οικονομία αυτή τη στιγμή. Προβλέπει αυξημένο κίνδυνο αποπληθωρισμού και προτείνει μηδενικά επιτόκια για τα ευρώ.

Οι Γερμανοί ιθύνοντες ήδη αντέδρασαν έντονα στις προτάσεις του διεθνούς Οργανισμού, αλλά όλα συνηγορούν πως σύντομα θα πιούν και αυτό το πικρό ποτήρι.

Η Γαλλική τράπεζα BNP Paribas αναφέρει σε έκθεση της ότι πολύ σύντομα ο κος Ντράγκι θα αναγκαστεί να προβεί σε άμεσες πληθωριστικές πολιτικές, ακολουθώντας τις κεντρικές τράπεζες ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Βρετανίας. Μάλιστα προεξοφλεί ότι η ΕΚΤ θα ξεκινήσει πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού αξίας 50 δίς ευρώ κάθε μήνα.

Το επόμενο διάστημα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την Ευρωζώνη. Από τη στόχευση των αποφάσεων που θα ληφθούν θα επηρεαστεί καθοριστικά το μέλλον της και θα σκιαγραφηθεί το τοπίο των επόμενων δεκαετιών.

Σύντομα επίσης θα γνωρίζουμε εάν τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν πράγματι τεθεί σε διαδικασία αυτονόμησης και χειραφέτησης από το καταθλιπτικό βάρος που μεταφέρει στους ώμους τους η ισχύς των ισχυρών μελών. Στη τρέχουσα συγκυρία της Γερμανίας.  

Facebook Comments