Η ελληνική περίπτωση αποτελεί ιδιομορφία σε σχέση με τις αναπτυγμένες χώρες της δύσης. Η εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού  εμπεριέχει σαφή διαφοροποιητικά στοιχεία σε σχέση με την υπάρχουσα τυπολογία της διαδικασίας ανάπτυξης των αναπτυγμένων χωρών της δύσης, κατά βάση του αγγλοσαξονικού  χώρου αλλά και αυτού της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης[1].

Η  επιβολή των συγκεκριμένων κριτηρίων κυριάρχησε  στις περισσότερες των αναλύσεων και συνεχίζει να κυριαρχεί ακόμα και σήμερα, με αποτέλεσμα όλες οι συγκρίσεις να ακολουθούν τη συγκεκριμένη τυπολογία, η οποία ορίζεται «ως ορθή», και συνεπώς ότι αποκλίνει από αυτήν   αποτελεί ασθένεια η οποία χρειάζεται  να εξαλειφθεί.

Έχω  την γνώμη ότι στην  ελληνική περίπτωση χρειάζεται να σταθούμε με πολύ μεγάλη προσοχή. Πρέπει προσεχτικά να διαχωρίσουμε τις βασικές ιδιομορφίες και ιδιοτυπίες που ενυπάρχουν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό  από τη στιγμή δημιουργίας του ελληνικού κράτους και οι οποίες εξακολουθούν να ανιχνεύονται ακόμα και σήμερα σε πλείστες όσες λειτουργίες του. Αυτές τις ιδιομορφίες θα πρέπει να αποφύγουμε να τις χαρακτηρίσουμε ως ασθένειες σε σχέση με την τυπολογία των χαρακτηριστικών των ανεπτυγμένων χωρών. 

Δεν μπορεί να αναφέρεται  ως ασθένεια ένα χαρακτηριστικό που εξακολουθεί να ανιχνεύεται 180 χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και δεν μπορώ να δεχθώ ως κριτήριο αλήθειας μια δεοντολογική κατασκευή η οποία αναπαράγει κατά καιρούς το ίδιο αίτημα – στόχο που ποτέ δεν επιτυγχάνεται αντιθέτως πάντοτε διαψεύδεται με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει μια αέναη προσπάθεια  ένα συνεχές κυνηγητό όπως του σκύλου στην ουρά του.

Γράφω, ανιχνεύονται, διότι στην πορεία του ιστορικού χρόνου τα πάντα εξελίσσονται μεταλλασσόμενα και ως εκ τούτου απαιτείται μεγάλη προσοχή ως προς ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτή την κατηγορία. Θα πρέπει να σημειώσω με έμφαση ότι δεν ομιλώ για χαρακτηριστικά που εμπίπτουν στην σφαίρα του μεταφυσικού ούτε χαρακτηριστικά που ξεφεύγουν από τον χώρο αυτού που in senso lato ονομάζουμε επιστημονικό , κοινωνικό, πολιτισμικό και συλλογικό φαντασιακό.     

Υποστηρίζω την άποψη ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ιδιομορφίες ή ιδιοτυπίες στον τρόπο ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Σε σχέση με την διαδικασία ανάπτυξης των δυτικών κοινωνικών σχηματισμών οι ιδιομορφίες αυτές δεν αποτελούν ασθένειες οι οποίες χρήζουν απαραιτήτως θεραπείας. Αποτελούν χαρακτηριστικά ιδιότυπα του ελληνικού χώρου τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά στη μελέτη για την εξέλιξη ή τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Μετατρέπονται σε ασθένειες και μάλιστα σοβαρές όταν οι κοινωνικές διεργασίες και οι πολιτικές αποφάσεις των κυρίαρχων ελίτ τις υπερβαίνουν κατά τρόπο βίαιο και βουλησιαρχικό στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν κατά καιρούς είτε «εκσυγχρονιστικά προτάγματα»[2] μεγάλου βεληνεκούς  είτε να εξυπηρετήσουν με αμετροέπεια  πελατειακά συμφέροντα. Οι ιδιομορφίες και ιδιοτυπίες του ελληνικού σχηματισμού παράγουν κρίσεις και σωρεύουν προβλήματα διότι απλούστατα κανείς μέχρι τώρα δεν έχει προβεί σε συστηματική μελέτη του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν . Κανείς δεν έχει μελετήσει τον  «βέλτιστο» τρόπο λειτουργίας τους  ως ιδιομορφίες . 

Διαπιστώνεται από πολλές πλευρές  ότι η Ελλάδα έχει ιδιομορφίες, ιδιοτυπίες, όμως οι περισσότεροι μελετητές τις χαρακτηρίζουν ασθένειες. Εμείς ρωτάμε αν με κατηγορηματικό τρόπο διαπιστώνεται ότι είναι ασθένειες γιατί τις ανιχνεύουμε μέχρι και σήμερα και γιατί δεν έχουν διορθωθεί μέχρι σήμερα;

Όλες οι απαντήσεις που έχουν δοθεί καταλήγουν αναγωγικά  να εντοπίζουν τα αίτια στον  τρόπο γέννησης και  δημιουργίας του ελληνικού κράτους . Όλοι αποδέχονται τη θέση , ότι  ουσιαστικά  το μικρό ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1830 εκ του μηδενός, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα αστικά κράτη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης τα οποία    αποτέλεσαν   συνέχεια των απολυταρχικών  κρατών. Όμως είναι λίγοι όσοι αντιλαμβάνονται τι πραγματικά σημαίνει αυτό. Ακόμη λιγότεροι όσοι το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη ως πραγματικότητα η οποία εγγενώς καθορίζει  τις συνθήκες γέννησης του και τα πρώτα χρόνια ανάπτυξής του.

Συμβαίνει στην Ελλάδα το εξής παράδοξο: όλες οι  θεωρητικές αναλύσεις  εκκινούσες από ένα δέον το οποίο αντανακλά τη δυτική (in senso lato) πραγματικότητα, υποδεικνύουν προτάσεις και λύσεις των οποίων η εφαρμογή με τη μεσολάβηση της πολιτικής εξουσίας δεν έχει φέρει τα «επιθυμητά» αποτελέσματα. Πάντοτε η ελληνική πραγματικότητα διαφέρει από την αντίστοιχη «ιδανική». Αυτό συμβαίνει για ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Συγχρόνως διαπιστώνουμε ότι σε ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης του ελληνικού κράτους οι κοινωνικές και πολιτικές αρχηγεσίες της χώρας διεκπεραίωσαν σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις οι οποίες μετέβαλαν εκ θεμελίων την πολιτική, κοινωνική και οικονομική διάρθρωση της χώρας. Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις οφείλονται σε ένα σύνθετο και πολύπλοκο μείγμα κοινωνικών και πολιτικών αιτιών και καθόλου σε ένα είδος αόριστου ιστορικού ντετερμινισμού.

Με την παραπάνω διαπίστωση ερμηνεύουμε τη σημαντικότατη εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας η οποία ακόμη και σήμερα ,μετά την πτώχευση, εξακολουθεί να βρίσκεται στις 30 πιο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Μην ξεχνούμε ότι πίσω από την Ελλάδα υπάρχουν 180 περίπου κράτη. Η άγνοια της ιστορίας τροφοδοτεί τον επαρχιώτικο θαυμασμό για «το καλύτερο του άλλου» με αποτέλεσμα την κυριαρχία της απληστίας. Άλλο πράγμα από τη δημιουργική φιλοδοξία και τον δημιουργικό εγωισμό.    Συγχρόνως καταδεικνύεται ότι μεθοδολογικές  κατηγορίες και ρήσεις , όπως κλεπτοκρατικό σύστημα,  ανορθόδοξος τρόπος ανάπτυξης, μικροαστική επέλαση, η Ελλάδα δεν παράγει τίποτε  κτλ,   είναι κενές περιεχομένου και δεν εξηγούν απολύτως τίποτε από την ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Επίσης η περίφημη διαμάχη περί δύσεως ή ανατολής η οποία κατά καιρούς ανασύρεται από τη ναφθαλίνη  ως νέα μεγάλη ανακάλυψη , πόρρω απέχει από οποιαδήποτε αξιόπιστη  περιγραφή της ελληνικής πραγματικότητας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 180 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους.

Το χιλιοειπωμένο δηλώνει με έπαρση την «πρωτοτυπία του». Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία ανήκει στην Ν. Ευρώπη χωρίς το θρήσκευμά της να είναι ο καθολικισμός, ανήκει στα Βαλκάνια χωρίς οι κάτοικοί της να είναι Σλάβοι, ανήκει στην Α. Μεσόγειο χωρίς οι κάτοικοί της να είναι μουσουλμάνοι. Έχει δημοκρατικό πολίτευμα (μάλιστα με καθολική ψήφο στους άρρενες κατοίκους ) πολύ πριν διαμορφωθούν παρόμοια καθεστώτα σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι μια χώρα ανοικτή στην οικονομία λόγω του εφοπλιστικού της κεφαλαίου από τα μέσα του 19ου αιώνα.  Πολλά θα μπορούσαν ακόμη να ειπωθούν[3].  Θα τελειώσω υποστηρίζοντας ότι:

 Η συστηματική μελέτη των  ιστορικών  εξελίξεων  που  επέδρασαν καταλυτικά   στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, της ελληνικής κοινωνίας και  οικονομίας αποτελούν  το  βασικό πλαίσιο από το οποίο θα αναδυθεί η γνώση.  Αυτό απαιτεί μιαν εκτεταμένη γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μιαν κοινωνιολογική παιδεία ικανή να αξιολογήσει ιστορικό υλικό. Η γνώση της ιστορίας ως κοινωνικής ιστορίας τέμνεται πάλι με τη γνώση της ιστορίας των ιδεών, που με τη σειρά της δεν γίνεται κατανοητή χωρίς την παρακολούθηση της ιστορίας ορισμένων κεντρικών θεωρητικών προβλημάτων, οπότε μπαίνουμε στα πεδία της φιλοσοφίας  και των συναφών ιεραρχήσεων .  

 

 


[1] Δυστυχώς η αντίληψη ότι οι αναπτυγμένες χώρες δείχνουν το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι μη αναπτυγμένες χώρες είναι  πάγια και βαθειά ριζωμένη στο μυαλό και στο ψυχισμό των ανθρώπων της δύσης και όχι μόνο. Στην εμπέδωση   αυτό έχει προφανώς συμβάλλει η ακράδαντη πίστη στην συνεχή πρόοδο, γέννημα μιας πολύ συγκεκριμένης αντίληψης που ενυπήρχε ως ρεύμα στο Διαφωτισμό , περί Φιλοσοφίας της Ιστορίας,   συνδέθηκε στενά με τον Condorcet και σήμερα στην Ελλάδα  υπηρετείται από κύκλους «εκσυγχρονιστών»  που μάχονται ακόμα  για την ολοκλήρωση … της αστικής επανάστασης.

[2] Οι τρείς σημαντικότερες πτωχεύσεις του ελληνικού κράτους συνέβησαν σε περιόδους μεγαλεπήβολων σχεδίων εκσυγχρονισμού του (σημαντικά έργα υποδομών και άλλα συναφή)   με δάνεια χρήματα: το 1893 ήταν ο Χ. Τρικούπης, το 1932 ο Ε. Βενιζέλος και το 2010  ο Γ.Α. Παπανδρέου αλλά ουσιαστικά ο Κ .Σημίτης και ο Κ. Καραμανλής. 

[3] Μια συστηματική παρουσίαση των απόψεών μου υπάρχει στο : Κ. Μελάς, Μικρά Μαθήματα γι την Ελληνική Οικονομία, Εκδόσεις Πατάκη ,Μάρτιος 2013.

 

Facebook Comments