Οι Έλληνες αγαπούν το χρώμα του χρήματος. Όχι μόνο έχουν την πρωτιά μεταξύ των χωρών που πραγματοποιούν το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών τους με μετρητά, αλλά επιπλέον καλύπτουν με μετρητά το μεγαλύτερο ποσοστό των τακτικών μηνιαίων δαπανών, όπως η πληρωμή του ηλεκτρικού ρεύματος, του τηλεφώνου, του ενοικίου ή ακόμη και των υποχρεώσεων προς το κράτος, δηλαδή των φόρων.

Η αιτία δεν είναι μια έμφυτη αποστροφή προς τα ηλεκτρονικά μέσα. Είναι γιατί σε συντριπτικά υψηλό ποσοστό σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, δηλώνουν ότι πληρώνονται με μετρητά. Αυτό προκύπτει από πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τίτλο «Η χρήση των μετρητών από τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη», με βάση τα ευρήματα της οποίας το 57% των Ελλήνων απαντά ότι αμείβεται με μετρητά. Πρόκειται για το μεγαλύτερο, με διαφορά, ποσοστό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς στην επόμενη θέση, με ποσοστά περίπου 28%, ακολουθούν η Σλοβακία και η Κύπρος, ενώ η πλειοψηφία των πολιτών στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης απαντά σε ποσοστά μόλις από 5% έως και 20% ότι παίρνουν τον μισθό «στο χέρι».

Πίσω από το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι αμείβονται με μετρητά, διακρίνεται το υψηλό ποσοστό μικρών ή οικογενειακών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, που δουλεύει με μετρητά. Κυρίως όμως διαπιστώνεται η εκτεταμένη φοροδιαφυγή που υπάρχει στη χώρα μας και η οποία επικεντρώνεται σε μια σειρά κατηγοριών, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις από τις ίδιες τις τράπεζες, την εικόνα αυτή διαφοροποιεί σημαντικά η υποχρεωτική καταβολή της μισθοδοσίας μέσω τράπεζας που επιβλήθηκε με νόμο από τις αρχές του 2017 (σ.σ. η έρευνα της ΕΚΤ αναφέρεται σε στοιχεία του 2016).

Τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι η χρήση των μετρητών δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, καθώς το 79% των συναλλαγών στην Ευρωζώνη –με μεγάλες διαφορές είναι αλήθεια μεταξύ των κρατών-μελών– γίνεται με μετρητά. Σε αντίθεση όμως με τα ευρωπαϊκά ήθη, οι Ελληνες πραγματοποιούν με μετρητά μια σειρά συναλλαγές που έχουν τακτικό χαρακτήρα κάθε μήνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ποσοστό 40% οι Ελληνες πληρώνουν τον φόρο τους με μετρητά έναντι 9% στην Ευρωζώνη, σε ποσοστό 50% τα ασφάλιστρα έναντι 10% στην Ευρωζώνη, σε ποσοστό 70% τα φάρμακα έναντι 31% στην Ευρωζώνη, τους λογαριασμούς ρεύματος και τηλεφώνου σε ποσοστό 60% έναντι 16% στην Ευρωζώνη και το ενοίκιο του σπιτιού τους σε ποσοστό 30% έναντι 6% στην Ευρωζώνη.

Η σχέση των Ελλήνων με τα μετρητά δεν εξαντλείται στην προτίμηση που έχουν στο φυσικό χρήμα για την πληρωμή προϊόντων ή υπηρεσιών. Επεκτείνεται και στο ύψος των μετρητών που κουβαλούν κατά μέσον όρο στην τσέπη τους, καθώς και στην τάση τους να διαθέτουν μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι Ελληνες απαντούν ότι έχουν πάνω τους περίπου 80 ευρώ, όταν ο μέσος Ισπανός απαντά ότι το αντίστοιχο ποσό είναι περί τα 50 ευρώ, ο Πορτογάλος τα 29 ευρώ και ο Ιταλός 69 ευρώ. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, αν και το ποσοστό των Ελλήνων που παραδέχονται ότι έχουν χρήματα εκτός τραπεζικού συστήματος διαμορφώνεται στο 22% δεν είναι από τα υψηλότερα, εμπεριέχει ένα υψηλό ποσοστό πολιτών που απαντά ότι το ποσό που έχει άμεσα διαθέσιμο στο σπίτι είναι άνω των 1.000 ευρώ. Το σχετικό ποσοστό φθάνει το 18% και είναι το τρίτο μεγαλύτερο μετά τη Σλοβενία με ποσοστό 23% και τη Λετονία με 20%.

Θέλουν περισσότερα κίνητρα για τη χρήση «πλαστικού χρήματος»

Η κυριαρχία των μετρητών στις συνήθειες των Ελλήνων δεν είναι αποτέλεσμα προκατάληψης προς τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών. Είναι συνέπεια της απουσίας κινήτρων για τη χρήση π.χ. του «πλαστικού χρήματος» ή αντίστοιχα της απουσίας σαφούς κατεύθυνσης από την πλευρά της πολιτείας, μια πρακτική που άλλαξε τον τελευταίο χρόνο, μετά τη διασύνδεση του αφορολογήτου με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών.

Η έρευνα της ΕΚΤ πιστοποιεί ότι σε ποσοστό 34% οι Ελληνες απαντούν ότι η απόφαση για το είδος της πληρωμής που θα κάνουν συνδέεται με τα κίνητρα που συνοδεύουν τη χρήση είτε των μετρητών είτε της κάρτας. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται στην Ευρωζώνη, η σημασία των κινήτρων έχει μικρότερη σημασία στις συνήθειες των πολιτών, που σε πολλές χώρες έχουν εδραιωμένη άποψη για τα οφέλη (ταχύτητα, ασφάλεια κ.ά.) του «πλαστικού χρήματος» ή εν γένει των ηλεκτρονικών πληρωμών.

Η εξοικείωση των Ελλήνων με το «πλαστικό χρήμα», που συντελείται με ραγδαίο ρυθμό μετά την επιβολή των capital controls, έχει ανατρέψει παγιωμένες καταστάσεις του παρελθόντος και πλέον οι Ελληνες σε σημαντικό ποσοστό, και συγκεκριμένα 39%, απαντούν ότι θα προτιμούσαν την πληρωμή με κάρτα. Αν και το ποσοστό αυτών που θα επέλεγαν τα μετρητά είναι υψηλότερο και διαμορφώνεται στο 43%, η έρευνα της ΕΚΤ επιβεβαιώνει ότι η κυριαρχία των μετρητών αρχίζει να αμφισβητείται σταθερά όλο και περισσότερο.

Η τάση αυτή φαίνεται ξεκάθαρα στην εντυπωσιακή αύξηση στη χρήση του «πλαστικού χρήματος», που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 40% το 2017, συνεχίζοντας το ανοδικό σερί των δύο τελευταίων ετών, μετά την επιβολή των capital controls. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, η καταναλωτική δαπάνη με κάρτες θα αγγίξει στα τέλη του 2017 τα 23 δισ. ευρώ από 15,5 δισ. ευρώ το 2016. Να σημειωθεί ότι τα νούμερα αυτά αφορούν τη δαπάνη που γίνεται από κάρτες που εκδίδονται μόνον από τις ελληνικές τράπεζες, χωρίς δηλαδή σε αυτές να περιλαμβάνεται η δαπάνη μέσω καρτών που γίνεται από τα εκατομμύρια των τουριστών που επισκέφθηκαν φέτος την Ελλάδα, ο συνυπολογισμός των οποίων ανεβάζει τον τζίρο στα 27 δισ. ευρώ.

Ο ρυθμός αύξησης της αξίας των συναλλαγών που γίνεται με κάρτες, παρά το γεγονός ότι επιβραδύνθηκε σε σχέση με το 2016, χρονιά κατά την οποία είχαμε υπερδιπλασιασμό του ρυθμού αύξησης, δείχνει την ξεκάθαρη εξοικείωση των πολιτών με τη χρήση του «πλαστικού χρήματος» και τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής μέσα από κίνητρα. Σημειώνεται επίσης ότι η ανοδική αυτή τάση καταγράφεται παρόλο που μεγάλο μέρος των πολιτών έχει ήδη καλύψει την υποχρέωση για την πραγματοποίηση του ύψους των συναλλαγών που εξασφαλίζει το αφορολόγητο, στο οποίο εντάχθηκαν άλλωστε όχι μόνον οι συναλλαγές σε σούπερ μάρκετ, αλλά και οι πληρωμές λογαριασμών κοινής ωφελείας, κατεβάζοντας τον πήχυ για το αναγκαίο ύψος των εμπορικών συναλλαγών που «χτίζει» το αφορολόγητο.

Στα 30 δισ. θα φθάσει ο τζίρος των καρτών το 2021, εκτιμούν οι τράπεζες

Τα στοιχεία των τραπεζών για την εξέλιξη του τζίρου που πραγματοποιείται μέσω «πλαστικού χρήματος» τα τρία τελευταία χρόνια, μετά την επιβολή των capital controls, δείχνουν ανατροπή όλων των προγνωστικών. Σύμφωνα με τις τράπεζες, πρόκειται για το απόλυτο success story, καθώς η αξία των συναλλαγών με κάρτες στη χώρα μας, ως ποσοστό της συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης, τριπλασιάστηκε τα τρία τελευταία χρόνια και από το 6% που ήταν πριν από την επιβολή των capital controls, εκτιμάται ότι φέτος θα φτάσει περίπου στο 18%.

Μετά την επέκταση της υποχρεωτικότητας της τοποθέτησης τερματικών μηχανημάτων POS σε άλλες 58 επαγγελματικές κατηγορίες, αλλά και την παροχή κινήτρων όπως η λοταρία, που θα μοιράζει κάθε χρόνο περί τα 12 εκατ. ευρώ, οι τράπεζες αισιοδοξούν ότι η χρήση των καρτών θα ενισχυθεί περαιτέρω και ότι ο τζίρος θα φτάσει τα 30 δισ. ευρώ το 2021.

Εκτός από τις χρεωστικές κάρτες, των οποίων ο τζίρος υπολογίζεται ότι αυξήθηκε το 2017 κατά περίπου 60% στα 17-17,5 δισ. ευρώ, αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση που εμφανίζει ύστερα από αρκετά χρόνια και η χρήση των πιστωτικών καρτών. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ο τζίρος μέσω πιστωτικών καρτών αυξήθηκε κατά 15% και ανήλθε στα 5,5 δισ. ευρώ. Σημαντικό μέρος αυτών των συναλλαγών αφορά τους φόρους που πληρώθηκαν μέσω πιστωτικών καρτών, που εξασφαλίζουν την αποπληρωμή έως και σε 12 άτοκες δόσεις.

Ο αριθμός των καρτών που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά ανέρχεται πλέον σε 15,5 εκατομμύρια και από αυτές τα 12,5 εκατομμύρια είναι οι χρεωστικές, ενώ στα 3 εκατομμύρια περιορίζονται οι πιστωτικές κάρτες, οι οποίες μετά τη δραματική συρρίκνωση την τελευταία δεκαετία, αρχίζουν πλέον να επανακάμπτουν.

Τα στοιχεία της ΕΚΤ, όπως αποτυπώνονται στην ετήσια έκδοση των στατιστικών για τα μέσα πληρωμών (payment statistics), και τα οποία συγκεντρώνουν δεδομένα όχι μόνο από τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά και από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επιβεβαιώνουν ότι ο δρόμος που έχουμε ακόμη να διανύσουμε είναι σημαντικός, εάν η σύγκριση γίνει με τις ώριμες αγορές στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών, τα οποία δεν εξαντλούνται στις χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, αλλά καλύπτουν επίσης τις άμεσες πληρωμές, δηλαδή τις μεταφορές πιστώσεων μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Αντίστοιχες είναι οι διαπιστώσεις εάν η αξία των συναλλαγών μετρηθεί σε σχέση με το ΑΕΠ, που σε ό,τι αφορά την Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2016 στο 8,8% έναντι 14,3% στην Ευρωζώνη και 19,7% στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι μονοψήφιο ποσοστό εμφανίζει μόνο η Ρουμανία και η Βουλγαρία, με την αξία των συναλλαγών μέσω καρτών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να περιορίζεται μόλις στο 6,4% και το 6,7% αντίστοιχα, ενώ η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό σε ό,τι αφορά την αξία των συναλλαγών ως προς το ΑΕΠ της –μετά τη Μεγάλη Βρετανία– είναι η Πορτογαλία με 38,4%. Στη χαμηλότερη θέση είναι η χώρα μας και σε ό,τι αφορά τις μεταφορές πιστώσεων, δηλαδή τις μεταφορές χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό, που αντιπροσωπεύουν το 288,5% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 1.245,7%.

Ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτα ανά κάτοικο διαμορφώθηκε το 2016 σε 28 τον χρόνο, έναντι 144,9 στην Πορτογαλία, 74,5 στην Ισπανία, 43,1 στην Ιταλία, 49,4 στη Γερμανία και 249,7 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα σκήπτρα της πιο ανεπτυγμένης χώρας σε ό,τι αφορά τις πληρωμές με κάρτες κρατάει η Δανία, με τις συναλλαγές ανά κάτοικο κάθε χρόνο να φθάνουν τις 329,5. Σε χαμηλότερη κατάταξη σε ό,τι αφορά τον αριθμό των συναλλαγών ανά κάτοικο μεταξύ των 28 κρατών-μελών είναι μόνο η Βουλγαρία με 13,1 συναλλαγές ανά κάτοικο τον χρόνο και η Ρουμανία με 17,7 συναλλαγές.

Αξία συναλλαγών

Η αξία των συναλλαγών με κάρτες στη χώρα μας ως ποσοστό της συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης τριπλασιάστηκε τα τρία τελευταία χρόνια και, από το 6% που ήταν πριν από την επιβολή των capital controls, εκτιμάται ότι φέτος θα φθάσει περίπου το 18%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η χρήση των καρτών θα ενισχυθεί περαιτέρω και ο τζίρος θα φθάσει τα 30 δισ. ευρώ το 2021.

Δαπάνη

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η καταναλωτική δαπάνη με κάρτες θα αγγίξει στα τέλη του 2017 τα 23 δισ. ευρώ από 15,5 δισ. ευρώ το 2016. Ο αριθμός των καρτών που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά ανέρχεται πλέον σε 15,5 εκατομμύρια και από αυτές τα 12,5 εκατομμύρια είναι οι χρεωστικές κάρτες, ενώ στα 3 εκατομμύρια περιορίζονται οι πιστωτικές κάρτες.

Μεταφορές

Στη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. βρίσκεται η χώρα μας σε ό,τι αφορά τις μεταφορές πιστώσεων, δηλαδή τις μεταφορές χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό, που αντιπροσωπεύουν το 288,5% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 1.245,7%. Ετσι, παρά τη σημαντική αύξηση της χρήσης των καρτών, ο δρόμος που μένει να διανυθεί στις ηλεκτρονικές πληρωμές είναι ακόμη μακρύς.

Facebook Comments