Ο Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αθανάσιος Γραμμένος, μίλησε στο MarketNews.gr για τα Ίμια, τη στάση της Τουρκίας, της Ελλάδα και τη δήλωση Κοτζιά.

Τι συνέβη και προκλήθηκε τόσο μεγάλη ένταση ξανά με τη γείτονα χώρα; Τι ζητάει επί της ουσίας ο Ερντογάν; 

Το περασμένο Σάββατο τουρκικά πλοία εμπόδισαν ιταλικό πλωτό γεωτρύπανο να εκτελέσει προγραμματισμένες εργασίες εντός της κυπριακής ΑΟΖ και τη Δευτέρα εμβόλησαν ελληνικό πλοίο του λιμενικού στα Ίμια. Η επιθετικότητα αυτή της Τουρκίας έχει να κάνει με την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Κύπρου αλλά και τη συνολική αναβάθμιση της στρατηγικής της παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Επί της ουσίας, Ο Ερντογάν θέλει να στείλει το μήνυμα ότι η Τουρκία είναι ο ισχυρός παίκτης στην περιοχή και απαιτεί μερίδιο από κάθε συμφωνία. Παράλληλα, η επιθετική πολιτική και η άσκηση βίας ενισχύουν τη θέση του στο εσωτερικό της χώρας, καθώς έχει αυξηθεί η επιρροή της εθνικιστικής αντιπολίτευσης η οποία τον κατηγορεί για ενδοτισμό.

Ποια είναι η θέση της Ελλάδας στις (αντι)δράσεις της Τουρκίας;  

Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μία σφοδρή οικονομική κρίση (παρά την αισιοδοξία για το “τέλος των μνημονίων”) και η θέση της είναι αδύναμη – υπό τις υφιστάμενες συνθήκες η διπλωματία είναι το ενδεδειγμένο πρώτο βήμα για την αποκλιμάκωση της έντασης. “Διπλωματία” όμως δεν σημαίνει “υποχωρητικότητα” αλλά ενεργός προστασία των ελληνικών συμφερόντων μέσα από τα διεθνή φόρα (όπως ο ΟΗΕ) και τους συμμάχους, με παράλληλη κινητοποίηση του αμυντικού μηχανισμού. Σημειώνεται ότι το ΝΑΤΟ διαχρονικά ανέχεται τον τουρκικό χαρακτήρα, η δε ΕΕ έχει αντιδράσει μάλλον υποτονικά, αναζητώντας τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιφέρειά της.

Πως σχολιάζετε τη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, “δεν θα υπάρξει ξανά τέτοια ειρηνική συμπεριφορά από την ελληνική πλευρά”;

Η αναφορά του ΥΠΕΞ είναι είναι σαφής: Αν η Ελλάδα δεχτεί στο μέλλον τέτοια επιθετική ενέργεια τότε θα απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Η δήλωσή του είναι κατ αρχήν ορθή διότι η πολιτική του κατευνασμού (apaisment) αποτελεί ένα μοντέλο που έχει ξεπεραστεί στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Η ανοχή σε τέτοιες ενέργειες βίας τροφοδοτούν την κλιμάκωσή τους σε βάρος του αδύναμου. Το ερώτημα όμως είναι αν η “κρατική μηχανή” διαθέτει την ετοιμότητα και κυρίως την πολιτική βούληση για να απαντήσει σε μία νέα πρόκληση ή αν η απόπειρα αποτροπής αποδειχθεί φιάσκο.

Ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση που θα έπρεπε να υιοθετήσει η χώρα μας; 

Σημειώνω ότι για να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές προκλήσεις έχει μεγάλη σημασία η ενότητα μιας κοινωνίας ή ενός συλλογικού υποκειμένου. Η Ελλάδα, εκτός από οικονομικά προβλήματα, μαστίζεται από έναν ιδιότυπο “εθνικό διχασμό” που δεν επιτρέπει την ψύχραιμη και αντικειμενική αποτύπωση της κατάστασης. Είναι ανησυχητικό ότι την ίδια στιγμή της κρίσης εκτοξεύονται από το εσωτερικό πολιτικό πεδίο φίλια πυρά εναντίον της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Είναι επιτακτικό λοιπόν, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση να οδηγηθούν σε ένα μόνιμο consensus επί της εξωτερικής πολιτικής και να την αφήσουν εκτός του εσωτερικού ανταγωνισμού, no matter what.

 

*Το βιβλίο του “Ορθόδοξος Αμερικανός” θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Επίκεντρο

Facebook Comments