Γ. Άκερμαν: «Το 2010 ήμασταν απροετοίμαστοι για τη χρεοκοπία μέλους της Ευρωζώνης»
Επί μία δεκαετία, μέχρι τα μέσα του 2012, ο Ελβετός Γιόζεφ Ακερμαν ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank.
Επί μία δεκαετία, μέχρι τα μέσα του 2012, ο Ελβετός Γιόζεφ Ακερμαν ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank.
Ο κ. Ακερμαν συμβούλευε τακτικά την καγκελάριο Αγκ. Μέρκελ και, ως πρόεδρος του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF), ήταν ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά στις διαπραγματεύσεις με τους ηγέτες της Ευρωζώνης για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους τον Οκτώβριο του 2011.
Οταν κατά τη διάρκεια της αγωνιώδους Συνόδου Κορυφής (26 και 27 Οκτωβρίου) κόλλησαν οι διαπραγματεύσεις, η κ. Μέρκελ με τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, απείλησε τους ομολογιούχους με «ολοκληρωτική χρεοκοπία της Ελλάδας», κάτι που «θα κατέστρεφε τις τράπεζες», όπως αποκάλυψε αργότερα ο κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, τότε πρόεδρος του Eurogroup και σήμερα πρόεδρος της Κομισιόν.
Την τελική έγκριση για το ελληνικό «κούρεμα» έδωσε από την πλευρά των τραπεζών ο κ. Ακερμαν με ένα τηλεφώνημά του στις 3 τα ξημερώματα από τη Μόσχα. Εχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς την εκδοχή του Ελβετού τραπεζίτη για το πώς εξελίχθηκε η ελληνική κρίση χρέους, γιατί δεν έγινε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στις αρχές του 2010, όπως ζητούσε το ΔΝΤ, δηλαδή προτού η Ελλάδα αρχίσει να λαμβάνει τα δάνεια από την Ευρωζώνη που πλέον ανήκουν σε Ευρωπαίους φορολογούμενους και ουσιαστικά δεν «κουρεύονται». Οσο για το μέλλον της Ελλάδας, ο κ. Ακερμαν, αν και αναγνωρίζει την πολύ σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, προειδοποιεί κάθε ενδιαφερόμενο ότι «δεν πρέπει να δίνονται ψευδείς υποσχέσεις: οι δύσκολοι καιροί δεν έχουν ακόμη περάσει για τον ελληνικό λαό».
Ενα βασικό ερώτημα που οι ηγέτες της Ευρωζώνης δεν έχουν απαντήσει μέχρι σήμερα, κυρίως στους δικούς τους πολίτες, είναι γιατί στις αρχές του 2010 ουσιαστικά αποφάσισαν να μεταφέρουν το ρίσκο των ελληνικών ομολόγων ύψους περίπου 320 δισ. ευρώ από τις πλάτες των τραπεζών και των ιδιωτών επενδυτών σε αυτές των Ευρωπαίων φορολογουμένων. «Διότι την εποχή εκείνη όλοι μας ήμασταν παντελώς απροετοίμαστοι για τη χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης και για το ντόμινο των επιπτώσεων που αυτή θα προκαλούσε σε άλλα κράτη και σε τράπεζες», λέει ο κ. Ακερμαν στη γραπτή συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ». «Δεν διαθέταμε κανόνες για κρατικές χρεοκοπίες στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (EMU). Ακόμη σημαντικότερο ήταν ότι δεν διαθέταμε μηχανισμούς ώστε να προλάβουμε τη μετάδοση προβλημάτων από μια τέτοια χρεοκοπία σε άλλες χώρες. Επιπλέον, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε διαδικασία ώστε να αντιμετωπίσουμε χρεοκοπίες τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών, τις οποίες θα προκαλούσε η ελληνική χρεοκοπία». Οσοι, δε, νομίζουν ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση να εκβιάσει στις αρχές του 2010 ολόκληρη την Ευρωζώνη ας θυμηθούν την περίπτωση της Κύπρου το 2013 και ας ξανασκεφθούν ποιες θα ήταν οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες αν κηρύτταμε ουσιαστικά οικονομικό πόλεμο στον μισό δυτικό κόσμο.
Τι είπε στον Παπανδρέου
Ερωτηθείς ο κ. Ακερμαν για το σχέδιο δανεισμού της Ελλάδας που πρότεινε στα τέλη Φεβρουαρίου του 2010 στον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, απαντάει ότι αυτό «δεν είχε την αναγκαία υποστήριξη της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία φοβούνταν την κοινή γνώμη και δεν ήταν έτοιμη να διασώσει οικονομικά την Ελλάδα αμέσως μετά την οικονομική διάσωση των αδύναμων τραπεζών που είχε στοιχίσει δισεκατομμύρια στους φορολογουμένους. Ασφαλώς το σχέδιο δεν θα είχε αποτρέψει πλήρως την κρίση δημοσίου χρέους, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να την είχε καταστήσει λιγότερο έντονη».
Από το 2010 σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν επικρίνει τον απερίσκεπτο δανεισμό των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά σχεδόν κανένας δεν ανέφερε ότι όπου υπάρχει ένας απερίσκεπτος δανειολήπτης πρέπει να υπάρχει και ένας εξίσου απερίσκεπτος δανειστής. «Εχετε δίκιο: για κάθε απερίσκεπτο δανειολήπτη υπάρχει ένας ηλίθιος ή άπληστος δανειστής», παραδέχεται ο κ. Ακερμαν, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι για να μην υπάρχει ηθικός κίνδυνος, «οι πιστωτές πρέπει πάντοτε για λόγους αρχής να αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για τις επενδύσεις τους». Ο ίδιος θεωρεί ότι στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό έγινε με το «κούρεμα», από το οποίο όσοι είχαν επενδύσει σε ελληνικά κρατικά ομόλογα έχασαν 100 δισ. ευρώ.
Αν και ο κ. Ακερμαν παραδέχεται ότι «η καθυστέρηση μιας αναδιάρθρωσης χρέους, όταν αυτή έχει καταστεί αναπόφευκτη, μόνο να αυξήσει τον τελικό λογαριασμό μπορεί», δεν συμφωνεί ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους συνέβη «πολύ αργά και ήταν πολύ λίγη». Η άποψή του, ότι η κατά γράμμα εφαρμογή του Μνημονίου, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4% ετησίως και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων είναι αυτές που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και όχι μια νέα αναδιάρθρωση, είναι σημαντική διότι απηχεί την κυρίαρχη άποψη στην Ευρωζώνη. Τέλος, θεωρεί πολύ σημαντική τη δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα και αναγνωρίζει ότι έπρεπε να της δοθεί περισσότερος χρόνος. Παράλληλα, όμως, ο κ. Ακερμαν επικρίνει την άτολμη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, προειδοποιεί να μην υπάρξουν υπαναχωρήσεις και απευθύνει έκκληση για «εθνική συμμαχία κράτους και ιδιωτικού τομέα» με σκοπό τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας.
«Οι δυσκολίες δεν έχουν ακόμη περάσει για τον ελληνικό λαό»
Αναμφίβολα είναι απογοητευτικό ότι, παρά την πολύ μεγάλη προσπάθεια που έχει καταβάλει τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός λαός, ο κ. Ακερμαν θεωρεί ότι «δεν υπάρχει περιθώριο για σημαντική ελάφρυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής» και μάλιστα προβλέπει ότι αυτό θα δοκιμάσει τη βούληση των Ελλήνων πολιτικών να εφαρμόσουν το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Ο κ. Ακερμαν προειδοποιεί ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους «δεν έχει ακόμη διασφαλιστεί» και ότι το μεγάλο ύψος του χρέους καθιστά «ευάλωτη» την Ελλάδα, όπως άλλωστε έχει φανεί και το τελευταίο διάστημα με την άνοδο της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου πάνω από το 7%. «Συνεπώς δεν πρέπει να δίνονται ψευδείς υποσχέσεις: Οι δύσκολοι καιροί δεν έχουν ακόμη περάσει για τον ελληνικό λαό, αν και πολλά πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση», λέει ο Ελβετός τραπεζίτης, εκτίμηση που μάλλον είναι ρεαλιστική και δυσάρεστη ταυτόχρονα.
Ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα ο κ. Ακερμαν θεωρεί τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης, ώστε όλοι οι Ελληνες να συμβάλουν στην προσπάθεια της χώρας να αποκαταστήσει τα δημόσια οικονομικά της, μαζί και την εθνικής της κυριαρχία, θα προσθέταμε.
Οσον αφορά την πορεία της Ευρωζώνης και τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο κ. Ακερμαν σε αρκετά ζητήματα υιοθετεί μάλλον προοδευτικές θέσεις, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν επικεφαλής της Deutsche Bank. Θεωρεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος διαρκούς στασιμότητας στην Ευρωζώνη δεδομένης της στασιμότητας του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικότητας, της μείωσης των επενδύσεων και του πληθωρισμού και της ανόδου της εισοδηματικής ανισότητας που περιορίζει την κατανάλωση. Πιστεύει, όμως, ότι η λύση είναι η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ενδιαφέρον είναι ότι ο κ. Ακερμαν συμφωνεί με τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας που πήρε πρόσφατα η ΕΚΤ, αν και αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητά τους. Ωστόσο πιστεύει ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορέσει εξαιτίας πολιτικών λόγων να προχωρήσει σε πλήρη ποσοτική χαλάρωση μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων. Χαρακτηρίζει, δε, την υπό κατασκευή τραπεζική ένωση «το σημαντικότερο έργο ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των τελευταίων δύο δεκαετιών» και παρόλο που παραδέχεται ότι η (ακυρωθείσα από τη Γερμανία) εγγύηση των καταθέσεων μέχρι ενός ύψους από την ΕΚΤ «θα ήταν αναπόσπαστο μέρος μιας ολοκληρωμένης τραπεζικής ένωσης», δεν θεωρεί ότι είναι ζωτικής σημασίας. Καταλήγει λέγοντας ότι η «μοίρα της ΟΝΕ θα κριθεί στην Ιταλία και στη Γαλλία» και θα εξαρτηθεί από το αν Ρώμη και Παρίσι θα εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις.
Ολόκληρη η γραπτή συνέντευξη με τον κ. Γιόζεφ Ακερμαν, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank.
Ερώτηση: Πότε συνειδητοποιήσατε για πρώτη φορά ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να τιμήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, ότι θα χρεοκοπούσε; Συνέβη αυτό το καλοκαίρι του 2007 ή αργότερα;
Γιόζεφ Ακερμαν: Η Ελλάδα δεν εμφανίστηκε στην οθόνη του ραντάρ μας μέχρι το δεύτερο μισό του 2009. Ακόμη και τότε δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να χρεοκοπήσει. Το σπρέντ των κρατικών ομολόγων δεν είχε αρχίσει ν αυξάνεται σημαντικά μέχρι τις αρχές του 2010.
Ερώτηση: Ως διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank επισκεφτήκατε τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, κ. Γιώργο Παπανδρέου, στα τέλη Φεβρουαρίου του 2010, μόλις δύο μήνες προτού η Ελλάδα ζητήσει επισήμως διάσωση από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Τί συζητήσατε τότε με τον Ελληνα πρωθυπουργό;
Γιόζεφ Ακερμαν: Συζητήσαμε ένα σχέδιο με στόχο να βοηθήσουμε την Ελλάδα να κερδίσει χρόνο ώστε να αρχίσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να τακτοποιήσει τα του οίκου της και ν αποτρέψουμε την απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών, κάτι που ήταν ορατό. Ατυχώς το σχέδιο μας δεν είχε την αναγκαία υποστήριξη της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία φοβούνταν την κοινή γνώμη και δεν ήταν έτοιμη να διασώσει οικονομικά την Ελλάδα αμέσως μετά την οικονομική διάσωση των αδύναμων τραπεζών που είχε στοιχίσει δισεκατομμύρια στους φορολογουμένους. Ασφαλώς το σχέδιο δεν θα είχε αποτρέψει πλήρως την κρίση δημοσίου χρέους, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να την είχε καταστήσει λιγότερο έντονη.
Ερώτηση: Ποια ήταν η ονομαστική αξία των ελληνικών κρατικών ομολόγων που είχε στο χαρτοφυλάκιο της η Deutsche Bank τον Ιανουάριο του 2010 και ποια ήταν η ονομαστική τους αξία το Μάρτιο του 2012, αμέσως πριν το ελληνικό “κούρεμα” (PSI); Σεβάστηκε η Deutsche Bank την έκκληση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης προς τις τράπεζες να μην πουλήσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατείχαν;
Γιόζεφ Ακερμαν: Για λόγους αρχής δεν σχολιάζω υποθέσεις της Deutsche Bank μετά την αποχώρηση μου. Ζητώ την κατανόηση σας, αλλά για τέτοιου είδους ερωτήσεις θα πρέπει να ρωτήσετε την τράπεζα.
Ερώτηση: Ως τραπεζίτης θα πρέπει να ήσασταν πολύ ευτυχής όταν στις αρχές του 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ουσιαστικά αποφάσισε να μεταφέρει το βάρος του ελληνικού κρατικού χρέους από τις πλάτες των ιδιωτών πιστωτών σε αυτές των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Ηταν, όμως, αυτό δίκαιο για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους;
Γιόζεφ Ακερμαν: Προκειμένου ν αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, οι πιστωτές πρέπει πάντοτε για λόγους αρχής ν αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για τις επενδύσεις τους. Ωστόσο στην περίπτωση του ελληνικού δημοσίου χρέους θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι δεν διαθέταμε κανόνες για κρατικές χρεοκοπίες στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (EMU). Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι δεν διαθέταμε μηχανισμούς ώστε να προλάβουμε την μετάδοση προβλημάτων από μια τέτοια χρεοκοπία σε άλλες χώρες. Επιπλέον, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε διαδικασία ώστε ν αντιμετωπίσουμε χρεοκοπίες τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών που θα προκαλούσε η ελληνική χρεοκοπία και οι οποίες κατείχαν μεγάλο τμήμα του ελληνικού χρέους. Ημασταν παντελώς απροετοίμαστοι για την πιθανότητα κρατικής χρεοκοπίας εντός της ΟΝΕ, στην πραγματικότητα τα ομόλογα των κρατών της Ευρωζώνης πωλούνταν σε ολόκληρο τον κόσμο ως ασφαλής επένδυση. Ολοι γνωρίζουμε τί συνέβη ήταν διαλύθηκε αυτή η πεποίθηση στη σύνοδο της Ντωβίλ, όπου, προς κατάπληξη όλων, Γερμανία και Γαλλία διακήρυξαν ότι η κρατική χρεοκοπία αποτελεί ένα ενδεχόμενο. Μέχρι σήμερα τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα δεν έχουν ανακάμψει πλήρως από αυτό το γεγονός. Οπότε, για να συνοψίσω την απάντηση μου, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε καλύτερη εναλλακτική λύση από το να ρισκάρουμε τα χρήματα των φορολογουμένων ώστε να επιλύσουμε την κρίση. Επρεπε να επιλέξουμε το μικρότερο από τα δύο δεινά.
Ερώτηση: Το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε απερίσκεπτα τα τελευταία 30 χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 2000. Ομως, όπου υπάρχει ένας απερίσκεπτος δανειολήπτης, θα πρέπει, επίσης, να υπάρχει και ένας εξίσου απερίσκεπτος δανειστής. Δεν θα έπρεπε και οι δύο πλευρές να μοιραστούν την ευθύνη; Δεν θα έπρεπε οι τράπεζες να πληρώσουν το τίμημα του απερίσκεπτου δανεισμού;
Γιόζεφ Ακερμαν: Εχετε δίκιο: για κάθε απερίσκεπτο δανειολήπτη υπάρχει ένας ηλίθιος ή άπληστος δανειστής. Μέχρι και σήμερα εξακολουθώ ν αναρωτιέμαι πώς οι επενδυτές συλλογικά έφτασαν στο σημείο να οδηγήσουν τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μόλις λίγες μονάδες βάσης πάνω από τις αντίστοιχες των γερμανικών κρατικών ομολόγων και να καταλήξουν να κατέχουν ελληνικό χρέος ύψους 350 δισ. ευρώ. Η αναζήτηση απόδοσης και λανθασμένα κανονιστικά κίνητρα, όπως η μηδενική στάθμιση ρίσκου (σ.σ. για κρατικά ομόλογα) το εξηγούν εν μέρει. Οπότε πράγματι, η πειθαρχία των επενδυτών είναι εξίσου σημαντική με την πειθαρχία των δανειοληπτών. Και αν οι επενδυτές δεν είναι πειθαρχημένοι θα πρέπει να πληρώνουν το τίμημα, όπως φάνηκε στην περίπτωση του ελληνικού PSI.
Ερώτηση: Εκ των υστέρων, δεν θα ήταν καλύτερο για τους Ευρωπαίους φορολογουμένους αν το ελληνικό “κούρεμα” (PSI) είχε συμβεί προτού τα βάρος των δανείων μεταφερθεί στις πλάτες τους; Ηταν το ελληνικό PSI πολύ λίγο και συνέβη πολύ αργά;
Γιόζεφ Ακερμαν: Κατ αρχήν, συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό μαζί σας: η καθυστέρηση μιας αναδιάρθρωσης χρέους όταν αυτή έχει καταστεί αναπόφευκτη, μόνο ν αυξήσει τον τελικό λογαριασμό μπορεί. Ομως, όπως εξήγησα νωρίτερα: Η ελληνική χρεοκοπία και αναδιάρθρωση χρέους δεν αποτελούσε ρεαλιστική επιλογή το 2010. Και στο τέλος οι ιδιώτες επενδυτές έχασαν περίπου τα 3/4 της επένδυσης τους. Αναμφίβολα, η συμφωνία μπορούσε να έχει επιτευχθεί μερικούς μήνες νωρίτερα, αλλά δεν θα έλεγα ότι το PSI συνέβη πολύ αργά και ήταν πολύ λίγο.
Ερώτηση: Σήμερα το ελληνικό δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 176% του ΑΕΠ. Νομίζετε ότι είναι βιώσιμο; Είναι αναγκαίο ένα νέο “κούρεμα”;
Γιόζεφ Ακερμαν: Είναι προφανές ότι θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους της υπό την προϋπόθεση αυστηρής τήρησης δημοσιονομικής πειθαρχίας και της σχολαστικής εκτέλεσης του από κοινού συμφωνηθέντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Καθώς τώρα ο δημόσιος τομέας κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, έχουμε εξασφαλίσει τον αναγκαίο χρόνο για το πρόγραμμα. Είναι πολύ σημαντικό να επικεντρωθεί κανείς πλήρως στην εφαρμογή του, αντί να ελπίζει σε μια νέα αναδιάρθρωση χρέους. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο ώστε η Ελλάδα ν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ν αποκτήσει και πάλι πρόσβαση στις αγορές και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ερώτηση: Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η Ευρωζώνη επικεντρώνεται περισσότερο στην ικανότητα μιας χώρας, εν προκειμένω της Ελλάδας, να εξυπηρετήσει το χρέος της, αντί στην ονομαστική αξία του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, όπως είπε ο κ. Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε συνέντευξη του στη Wall Street Journal το Σεπτέμβριο του 2013. Συμφωνείτε με αυτή την προσέγγιση;
Γιόζεφ Ακερμαν: Δεν διακρίνω κάτι νέο σε αυτή την προσέγγιση. Δεν υπάρχει η έννοια του μέγιστου επιπέδου χρέους: οποιοδήποτε επίπεδο χρέους είναι βιώσιμο όσο υπάρχουν επενδυτές που να είναι πρόθυμοι να το χρηματοδοτήσουν, γι αυτό και βλέπει κανείς αξιόχρεες χώρες που έχουν χρέος ίσο με το 220% του ΑΕΠ, όπως η Ιαπωνία, και χώρες που χρεοκοπούν με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ μικρότερη από το 60%, όπως συνέβη με τη Δομινικανή Δημοκρατία το 2003/04. Ανέκαθεν, σκοπός οποιασδήποτε αναδιάρθρωσης χρέους ήταν να βρεθεί το σημείο όπου οι επενδυτές είναι και πάλι πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν ένα έλλειμμα που φαίνεται βιώσιμο δεδομένου του ύψους του χρέους, της απόδοσης και της πρόβλεψης για ανάπτυξη του ΑΕΠ μετά τη μεταρρύθμιση.
Ερώτηση: Είναι μια νέα αναδιαμόρφωση του ελληνικού χρέους επαρκής ώστε να το καταστήσει βιώσιμο ή εξυπηρετήσιμο; Ποια θα πρέπει να είναι, συγκεκριμένα, τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας συμφωνίας;
Γιόζεφ Ακερμαν: Το επίπεδο χρέους της Ελλάδας και ομοίως οι ανάγκες αναχρηματοδότησης αναμένεται να κορυφωθούν εφέτος στο 23% του ΑΕΠ και να αποκλιμακωθούν τάχιστα περίπου στο 6% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 ως αποτέλεσμα του προφίλ ωρίμανσης του χρέους. Με βάση το τρέχον προφίλ χρέους, οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θ αυξηθούν και πάλι στη συνέχεια. Ομως, όπως είπα και νωρίτερα: Το κλειδί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι η συνεχής πολιτική δέσμευση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 4%.
Ερώτηση: Η Ελλάδα εφάρμοσε από το 2010 ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Ποια είναι τα σημαντικότερα επιτεύγματα του προγράμματος και ποια τα σημαντικότερα λάθη στη σχεδίαση του;
Γιόζεφ Ακερμαν: Μέχρι τώρα η μεγαλύτερη επιτυχία της Ελλάδας είναι η δημοσιονομική προσαρμογή, όχι μόνο όσον αφορά το ονομαστικό έλλειμμα, αλλά και το διαρθρωτικό. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η επίτευξη πλεονάσματος στα τέλη του 2013. Οσον αφορά πιθανά σχεδιαστικά λάθη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, δύσκολα μπορώ να εντοπίσω κάποια σημαντικά. Αν μη τι άλλο, όλοι μας υποτιμήσαμε την αρνητική επίπτωση που θα είχε η ταυτόχρονη εφαρμογή δημοσιονομικής λιτότητας σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκ τω υστέρων, αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να διαρκέσει κάπως περισσότερο. Ωστόσο, η ουσία του ζητήματος δεν έγκειται στο σχεδιασμό, αλλά στην εφαρμογή. Συγκεκριμένα, μέχρι τώρα το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων είναι μείζων απογοήτευση. Ομοίως, η πρόοδος όσον αφορά μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και στην αγορά εργασίας είναι απογοητευτική και μάλιστα υπάρχει ο κίνδυνος πισωγυρίσματος. Θα συνιστούσα μετ επιτάσεως να μην υπάρξουν υποχωρήσεις σε αυτό τον τομέα, αλλ αντιθέτως να σχηματιστεί μια εθνική συμμαχία κράτους και ιδιωτικού τομέα για την από κοινού μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας προς όφελος όλων.
Ερώτηση: Από το 2009 το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα έχει μειωθεί από το 15,6% του ΑΕΠ σε λιγότερο από 3% το 2014. Οι συνολικές αμοιβές των εργαζομένων έχουν περικοπεί αθροιστικά κατά 34,9% μεταξύ του 2010 και του 2013, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, και η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 26,5% το β΄ τρίμηνο του 2014. Δεν συμφωνείτε ότι η Ελλάδα χρειάζεται, επειγόντως, μίαν ανάσα;
Γιόζεφ Ακερμαν: Εχω πλήρη συναίσθηση των δυσκολιών που πρέπει να υπομείνουν οι Ελληνες. Θα ήταν, όμως, λάθος να μην είμαι ειλικρινής μαζί τους: Η επιστροφή της χώρας στη βιωσιμότητα του χρέους δεν έχει ακόμη διασφαλιστεί και το υψηλό επίπεδο χρέους θα εξακολουθήσει να καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη σε αλλαγές του επενδυτικού κλίματος. Δίχως αμφιβολία, θα δοκιμαστεί η πολιτική δέσμευση για μεταρρυθμίσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει περιθώριο για σημαντική ελάφρυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να δίνονται ψευδείς υποσχέσεις: Οι δύσκολοι καιροί δεν έχουν ακόμη περάσει για τον ελληνικό λαό, αν και πολλά πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτή η δυναμική πρέπει να συνεχιστεί ώστε να υπάρξει πρόοδος το ταχύτερο δυνατόν και να φτάσετε στο σημείο όπου όλοι θα μπορούν να δουν το φως στην άκρη του τούνελ. Είναι ύψιστης σημασίας να βρεθεί η αναγκαία, συλλογική, πολιτική βούληση ώστε να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης, να περιοριστεί η φοροδιαφυγή και να βελτιωθεί η συλλογή ληξιπρόθεσμων οφειλών ώστε να μην περιορίζεται η συμβολή τμημάτων της κοινωνίας στη μεταρρύθμιση.
Ερώτηση: Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης έμεινε στάσιμο το β΄ τρίμηνο του 2014 και ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε μόλις στο 0,3% ενώ ο στόχος είναι 2%. Πόσα χρόνια στασιμότητας μπορούν ν αντέξουν τα μέλη της Ευρωζώνης προτού επαναστατήσουν;
Γιόζεφ Ακερμαν: Θα πρέπει να δούμε τα στοιχεία του β΄ τριμήνου προοπτικά: Εν μέρει πρόκειται για υποχώρηση από ένα δυνατό α΄ τρίμηνο. Επιπλέον, οι γεωπολιτικές ανησυχίες βαραίνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης. Η τρέχουσα ανάκαμψη, δίχως αμφιβολία, είναι ασθενική. Ομως αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι οι υφέσεις που οφείλονται στην ύπαρξη υψηλού ιδιωτικού χρέους, διότι αυτό αντιμετωπίζουμε στην Ευρώπη, είναι συνήθως βαθύτερες και απαιτείται περισσότερος χρόνος για να τις νικήσουμε. Σημασία έχει και η πολιτική βούληση για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων: Οπου οι κυβερνήσεις ήταν αποφασιστικές με τις μεταρρυθμίσεις, π.χ. στις χώρες της Βαλτικής και στην Ιρλανδία, η ύφεση ήταν άγρια, αλλά βραχυχρόνια, διότι επιχειρήσεις και καταναλωτές ανέκτησαν την εμπιστοσύνη τους όταν η οικονομία έφτασε στον πάτο. Αντιθέτως, όπου οι κυβερνήσεις καθυστέρησαν τις μεταρρυθμίσεις, η ανάκαμψη ήταν ασθενική.
Ερώτηση: Είναι η Ευρωζώνη αντιμέτωπη με περίοδο διαρκούς στασιμότητας (secular stagnation);
Γιόζεφ Ακερμαν: Βλέπουμε στην Ευρώπη μια σειρά στοιχείων που μπορούν να προκαλέσουν διαρκή στασιμότητα. Το εργατικό δυναμικό είναι στάσιμο, το ίδιο και η αύξηση της παραγωγικότητας. Τα ποσοστά των επενδύσεων έχουν υποχωρήσει, το κόστος του δανεισμού έχει αυξηθεί εξαιτίας του κανονιστικού πλαισίου, τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού παραμένουν υψηλά εξαιτίας του χαμηλού πληθωρισμού και η κατανάλωση περιορίζεται εξαιτίας της διευρυνόμενης εισοδηματικής ανισότητας. Ομως, όλα αυτά μπορούν να βελτιωθούν με πολιτική δράση. Για παράδειγμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει μεγάλο περιθώριο αύξησης του εργατικού δυναμικού μέσω της αύξησης της συμμετοχής γυναικών και πιο μεγάλων σε ηλικία εργαζομένων. Από εμάς εξαρτάται αν η Ευρώπη θα βιώσει περίοδο διαρκούς στασιμότητας.
Ερώτηση: Η Ιταλία έχει χάσει το 7% του ΑΕΠ της από το 2007 και βρίσκεται αντιμέτωπη με τρίτη περίοδο ύφεσης. Πόσα ακόμη τρίμηνα ύφεσης, ή στασιμότητας και στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά χαμηλής ανάπτυξης μπορεί ν αντέξει η Ιταλία;
Γιόζεφ Ακερμαν: Αυτό είναι τελικά ερώτημα πολιτικής και όχι οικονομικής φύσεως. Η νέα κυβέρνηση στη Ρώμη επαγγέλλεται μεταρρυθμίσεις. Είναι ζωτικής σημασίας να τις φέρει εις πέρας με επιτυχία, διότι η μοίρα της ΟΝΕ θα κριθεί στην Ιταλία και στη Γαλλία.
Ερώτηση: Είχε δίκιο ο Μίλτον Φρίντμαν όταν προειδοποιούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι η “νομισματική ένωση που επιβάλλεται υπό δυσμενείς συνθήκες θ αποδειχτεί εμπόδιο στην επίτευξη πολιτική ένωσης”;
Γιόζεφ Ακερμαν: Το ζήτημα δεν έχει ακόμη κριθεί και είμαι περισσότερο αισιόδοξος από τον καθηγητή Φρίντμαν. Οπως φάνηκε κατά την κρίση δημοσίου χρέους οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν παρακίνησαν τα κράτη μέλη της ΟΝΕ να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να εμβαθύνουν την πολιτική τους ένωση. Η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης ίσως ν αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα.
Ερώτηση: Συμφωνείτε ότι η απάντηση της Ευρωζώνης στην κρίση δημοσίου χρέους ήταν και εξακολουθεί να είναι ασύμμετρη; Τα κράτη οφειλέτες εφάρμοσαν σκληρά μέτρα λιτότητας, όμως τα κράτη πιστωτές δεν απάντησαν με μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που θ αποτελούσαν αντίβαρο στη λιτότητα και θα βοηθούσαν στην επίτευξη της επιθυμητής εξισορρόπησης της οικονομίας. Θα έπρεπε οι λεγόμενες χώρες του “πυρήνα”, μεταξύ τους και η Γερμανία, να είχαν ακολουθήσει περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική; Πρέπει να το κάνουν τώρα;
Γιόζεφ Ακερμαν: Αποτελεί πραγματικότητα της ζωής ότι το βάρος της προσαρμογής πέφτει κυρίως στους οφειλέτες και όχι στους πιστωτές. Και δικαίως. Τούτου λεχθέντος, η Ε.Ε. πέτυχε σε μεγάλο βαθμό καλύτερη ισορροπία: Σύμφωνα με την αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής που κάνει η Κομισιόν, τα υπερβολικά πλεονάσματα κατακρίνονται ως οικονομική ανισορροπία που πρέπει να διορθωθεί. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι οι πλεονασματικές χώρες της ΟΝΕ κάνουν την προσαρμογή που τους αναλογεί: Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία αυξάνεται ταχύτερα απ ό,τι στις χώρες της κρίσης και το πλεόνασμα της έναντι αυτών των χωρών έχει μειωθεί σημαντικά: Σε σύγκριση με το 2007 το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας έναντι των Ελλάδας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας έχει μειωθεί σχεδόν κατά 70%, ενώ την ίδια περίοδο το συνολικό της πλεόνασμα έχει αυξηθεί κατά 2%. Αλλωστε, δεν θα είχε μεγάλη σημασία για την Ελλάδα αν η Γερμανία είχε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης: αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη Γερμανία κατά 1% θ αύξανε τις εισαγωγές αγαθών από την Ελλάδα μόλις κατά 40 εκατομμύρια ευρώ, ή κατά 0,02% του ελληνικού ΑΕΠ, αντανακλώντας την χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα των εισαγωγών από την Ελλάδα εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτές αφορούν τρόφιμα και ποτά τα οποία και αποτελούν το 30% των συνολικών εξαγωγών. Ακόμη και αν περιληφθεί ο τουρισμός, η αναπτυξιακή ώθηση για την Ελλάδα μόλις που θα έφτανε το 0,1% του ΑΕΠ.
Ερώτηση: Γιατί είναι τόσο χαμηλές οι επενδύσεις στη Γερμανία; Αποτελούσαν μόλις το 17% του ΑΕΠ το 2013, μόλις 3% περισσότερο από τις επενδύσεις στη σχεδόν χρεοκοπημένη Ελλάδα.
Γιόζεφ Ακερμαν: Με εξαίρεση τη σύντομη περίοδο που ακολούθησε την επανένωση, το ποσοστό των επενδύσεων στη Γερμανία ακολουθεί πτωτική τάση από το 1960, αν και το ίδιο συμβαίνει στις περισσότερες Δυτικές χώρες. Είναι σημαντικό κανείς να κάνει τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικών επενδύσεων σε μηχανήματα και σε εξοπλισμό, ο οποίος συμβαδίζει με τα θεμελιώδη μεγέθη και όπου δεν υπάρχει μείωση των κεφαλαίων. Δεδομένου ότι η ανάπτυξη των μισθών ήταν υποτονική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εταιρείες επίσης αντικαθιστούσαν τις επενδύσεις με εργατικό δυναμικό. Αν περιληφθούν οι επενδύσεις σε Ερευνα και Ανάπτυξη, οι επενδύσεις των γερμανικών εταιρειών είναι στην πραγματικότητα ίδια με των διεθνών εταίρων της. Οσον αφορά τις καθαρές επενδύσεις στον οικιστικό τομέα, οι οποίες αποτελούν σχεδόν το 60% των συνολικών επενδύσεων, και αυτές μειώθηκαν μάλλον σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά αυτό είναι αρκετά φυσιολογικό δεδομένης της συρρίκνωσης του πληθυσμού. Αν μη τί άλλο, είναι ευτυχές γεγονός δεν υπέφερε από το σκάσιμο “φούσκας” στα ακίνητα όπως συνέβη σε άλλες χώρες της ΟΝΕ. Ωστόσο οι δημόσιες επενδύσεις δεν επαρκούν ώστε να διατηρηθούν τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής, πολύ περισσότερο δε για να επεκταθούν ή να εκσυγχρονιστούν. Ο λόγος είναι ότι σε ομοσπονδιακό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων ασκούνται πιέσεις ώστε να εξυγιανθούν οι προϋπολογισμοί τους ώστε να εφαρμοστεί ο συνταγματική δέσμευση του “φρένου χρέους”. Από πολιτικής απόψεως, πάντοτε είναι ευκολότερο να κόψεις επενδύσεις αντί για τρέχουσες δαπάνες. Είναι σαφές ότι σ αυτό το ζήτημα το πολιτικό σύστημα έθεσε λανθασμένες προτεραιότητες.
Ερώτηση: Υποστηρίζετε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο της εντολής της, όλα τα εργαλεία ώστε να πετύχει τον στόχο για πληθωρισμό 2%;
Γιόζεφ Ακερμαν: Η ΕΚΤ έχει δίκιο (όπως είχε και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) να καταπολεμεί την απειλή του αποπληθωρισμού εν τη γενέσει του. Η περίοδος απομόχλευσης μετά από μια φούσκα είναι πρόσφορο έδαφος για τον αποπληθωρισμό, επειδή υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, υψηλή ανεργία και η ανάγκη γι αποταμίευση σε επίπεδο κράτους, νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με άλλα λόγια ένας επικίνδυνος συνδυασμός υπερβολικής προσφοράς και μειωμένης ζήτησης. Οταν επικρατήσει ο αποπληθωρισμός, είναι δύσκολο να εξαλειφθεί. Οπότε δικαίως οι κεντρικές τράπεζες τον καταπολεμούν εξαρχής στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους. Υπάρχει όμως ένα όριο σε όσα μπορεί να επιτύχει η νομισματική πολιτική, θα πρέπει να την συμπληρώσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ερώτηση: Θα έπρεπε η ΕΚΤ να καταφύγει σε πλήρη εφαρμογή ποσοτικής χαλάρωσης, όπως οι ΗΠΑ, στην περίπτωση που αποτύχουν όλα τα υπόλοιπα μέτρα; Η γερμανική κεντρική τράπεζα φαίνεται να διαφωνεί εντόνως με αυτή την προοπτική.
Γιόζεφ Ακερμαν: Αφήστε να δούμε αν θα λειτουργήσουν τα μέτρα που έχει ήδη ανακοινώσει η ΕΚΤ προτού αρχίσουμε να εικάζουμε σχετικά με ενδεχόμενα νέα μέτρα. Ο πρόσφατος γύρων μέτρων, τα στοχευμένα μακροπρόθεσμα δάνεια (TLTRO) είχαν περιορισμένο αποτέλεσμα. Επίσης φαίνεται να μην αποδίδει σημαντικά ούτε η μη συμβατική νομισματική πολιτική. Εν πάση περιπτώσει, θα είναι σχεδόν αδύνατο η ΕΚΤ να προχωρήσει στο αντίστοιχο της ποσοτικής χαλάρωσης επειδή δεν υπάρχει μία μοναδική εκδούσα αρχή κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη. Δεδομένου αυτού, από πολιτικής απόψεως δεν είναι επιτρεπτό η ΕΚΤ να προχωρήσει σε μεγάλες κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων.
Ερώτηση: Απειλείται η Ευρωζώνη από αποπληθωρισμό;
Γιόζεφ Ακερμαν: Υπάρχει ο κίνδυνος πολύ χαμηλού πληθωρισμού για παρατεταμένη περίοδο και δεδομένου του πόσο εύθραυστη είναι η ανάκαμψη υπάρχει ο κίνδυνος σε συγκεκριμένες χώρες της Ευρωζώνης η τάση των τιμών να πλησιάσει επικίνδυνα τον αποπληθωρισμό. Ομως, συνολικά για την Ευρωζώνη δε βλέπω απειλή αποπληθωρισμού.
Ερώτηση: Ποια είναι η άποψη σας για την αποκαλούμενη τραπεζική ένωση;
Γιόζεφ Ακερμαν: Ομολογουμένως, η τραπεζική ένωση είναι το σημαντικότερο έργο ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Καλύπτει το τεράστιο χάσμα που άφησε ο σχεδιασμός της Ενιαίας Αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και της ΟΝΕ, αντίστοιχα: Μια ζώνη με ενιαίο νόμισμα και μια ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά χρειάζονται την ύπαρξη ενός υπερεθνικού εποπτικού συστήματος, περιλαμβανομένου ενός μηχανισμού εκκαθάρισης προβληματικών οργανισμών, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ν αποφευχθεί ο κίνδυνος κατακερματισμού της αγοράς. Η συνολική σχεδίαση της τραπεζικής ένωσης είναι καλή, ωστόσο ο μηχανισμός εκκαθάρισης φαντάζει υπερβολικά περίπλοκος. Δε νομίζω ότι θα επιτρέψει στις αρχές να δράσουν με την απαιτούμενη ευελιξία. Θα επιθυμούσα, επίσης, τα κράτη μέλη να είχαν επιδείξει μεγαλύτερο θάρρος και να είχαν συμφωνήσει στη δημιουργία ενός πραγματικά πανευρωπαϊκού μηχανισμού εκκαθάρισης, αντί για το συνονθύλευμα ευρωπαϊκών και εθνικών στοιχείων που έχουμε τώρα: Ελπίζω ότι με την πάροδο του χρόνου ο παρών μηχανισμός θα εξελιχθεί σε έναν περισσότερο ενιαίο.
Ερώτηση: Οταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να σχηματίσουν την τραπεζική ένωση ένας από τους δεδηλωμένους στόχους ήταν να σπάσουν τον αποκαλούμενο φαύλο κύκλο μεταξύ αδύναμων κρατών και αδύναμων τραπεζών. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό χωρίς ένα κοινό ταμείο διάσωσης για τις τράπεζες; Το ταμείο που έχει συμφωνηθεί θα είναι πλήρως κοινό σε δέκα χρόνια και το μέγεθος του θα είναι μόλις 55 δισ. ευρώ. Αρκούν;
Γιόζεφ Ακερμαν: Πραγματικά, δε νομίζω ότι το κοινό ταμείο διάσωσης τραπεζών είναι το κύριο εργαλείο ώστε να σπάσει ο φαύλος κύκλος. Μάλλον αυτό που χρειάζεται είναι η γεωγραφική διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών, όπως και να πάψει η μηδενική στάθμιση κινδύνου για τα κρατικά ομόλογα. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή που θεσπίστηκε για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εκκαθάρισης (SRM), ότι δηλαδή σε περίπτωση τραπεζικής χρεοκοπίας της διάσωσης θα προηγηθεί η συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών, αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο ώστε να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον οι αδύναμες τράπεζες δεν θα παρασύρουν μαζί τους τις κυβερνήσεις.
Ερώτηση: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο τρίτος πυλώνας της τραπεζικής ένωσης, δηλαδή ασφάλιση των καταθέσεων; Πόσο αξιόπιστη είναι η Ευρωζώνη χωρίς την κεντρική τράπεζα να εγγυάται για τις καταθέσεις όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ και άλλων χωρών;
Γιόζεφ Ακερμαν: Συμφωνώ ότι κατ αρχήν η πανευρωπαϊκή ασφάλιση θα ήταν αναπόσπαστο μέρος μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Μολαταύτα, είναι και το λιγότερο σημαντικό μέρος, όσο τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουν συμφωνηθεί λειτουργούν ικανοποιητικά. Είναι σημαντικό που διαθέτουμε κοινά ελάχιστα πρότυπα για μηχανισμούς εγγύησης καταθέσεων σε εθνικό επίπεδο και αξιόπιστες ρυθμίσεις γι αυτούς τους εθνικούς μηχανισμούς. Σαφώς, η πολιτική δέσμευση που έχουν αναλάβει από κοινού όλες οι κυβερνήσεις ότι οι εγγυημένες καταθέσεις δεν θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για τη διάσωση τραπεζών (bail in) αποτελεί ένα αξιόπιστο και ισχυρό μήνυμα.
Πηγή: Καθημερινή
Facebook Comments