Ένα βράδυ του καλοκαιριού που πέρασε, καθόμουν με το σύζυγό μου σε ένα ήσυχο, συνοικιακό ταβερνείο.  Εκεί λοιπόν που χαλαρώναμε και τα λέγαμε, ξαφνικά βλέπουμε να καταφθάνουν στελέχη παράταξης μαζί με κάποια παρέα από αυτούς που θα ονόμαζε κανείς συμβούλους ή, κοινώς, παρατρεχάμενους.  Κάθονται παραδίπλα και αρχίζουν να μιλούν για οργανογράμματα και τομείς, για υπεύθυνους και επικεφαλής.  “Με κυνηγάει η γκαντεμιά” γυρίζω και λέω στο Μιχάλη, “έρχονται δίπλα μου να με κολάσουν με inside πληροφορίες”.  Τις οποίες παρεμπιπτόντως καθόλου χαμηλόφωνα δεν αντάλλαζαν – τουναντίον, τις ξεστόμιζαν σε ένταση υψηλότερη της επιτρεπτής για τα δεδομένα ενός δημόσιου χώρου, έτσι ώστε να μη χρειάζεται καθόλου να γίνεις ωτακουστής αφού σε έκαναν μάρτυρα των στιχομυθιών ήθελες δεν ήθελες. 

Κάποιος από αυτούς ήταν πιθανόν ειδικός της επικοινωνίας και του στυλ ή τέλος πάντων της δημόσιας εικόνας ενός πολιτικού προσώπου, από αυτούς που έγιναν μάγκες μετά την εκλογή Ομπάμα αφού πήγαν και ξεπατίκωσαν κάθε τερτίπι και κάθε ενδεδειγμένη στάση για φωτογραφικό ενσταντανέ με την πεποίθηση ότι είναι νικηφόρα (δουλεύει το σύστημα βέβαια μέχρι σήμερα). 

Ο προβληματισμός της παρέας ήταν ο εξής: όχι απλώς σε πόσους τομείς θα πρέπει να χωριστεί ένα κόμμα, αλλά κυρίως τι ΔΙΑΒΟΛΟ κάνει κανείς μέσα στον κάθε τομέα.  Τύπου “σε τι χρησιμεύει η γεωργική παραγωγή, α οκ, εντάξει και ποιον να βάλουμε να το κάνει αυτό;”  Θα μου πείτε, ποιο είναι το κακό, αντί να τα λένε στα γραφεία τους, βγήκαν έξω να τσιμπήσουν και κάτι, περασμένη ώρα.  Ανθρωποι είναι κι αυτοί, ανάγκες έχουν. 

Στο συγκεκριμένο συμβάν μου έκαναν δυο πράγματα τεράστια εντύπωση κυρίως επειδή δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός.  Αν ήμουν, αυτό το περιστατικό θα μπορούσε να μην έχει καμία σημασία και κάπως έτσι να εξελισσόταν το ωρολόγιο πρόγραμμά μου.  Να περιελάμβανε δηλαδή εκτός από σοβαρές εργασίες, εκτός από εξαντλητικό καθημερινό διάβασμα άρθρων και νόμων (τι, όχι;  Τότε πώς τα υπογράφουν;) και ενημέρωση από εντεταλμένους υπαλλήλους οι οποίοι θα   μου έκαναν τη σούμα από αυτά που θα έπρεπε να φτιάξουμε διότι, γενικά, μαθαίνω ότι δεν υπάρχει χρόνος.  Μόνο που σε αυτή την περίπτωση μιλούσαν νεόκοποι πολιτευτές, οραματιστές της αλλαγής, του φρέσκου και του αμόλυντου.  Και δεν είχαν ιδέα για βασικά πράγματα, ούτε και άποψη, σε σημείο που να χρειάζονταν κάποιον να τους τα μάθει από την αρχή, πιθανόν για να βγουν αυτοί αργότερα να πούνε το ποίμα.  Θα περίμενες να είχαν κάνει την εργασία τους, μια έρευνα, μια προετοιμασία τέλος πάντων.  Αλλά όχι.

Επιπλέον, δεν τους ένοιαζε καθόλου που μιλούσαν δυνατά.  Δεν τους ένοιαζε, με εκείνη την έπαρση του κοσμικού που επειδή δεν ομιλεί στην πλατεία Κολωνακίου για να βρίσκεται σε κατάσταση vogue-strike-a-pose αλλά ομιλεί στα περίχωρα, πιστεύει ότι δεν θα τον ακούσει κανένας.  Η, ακόμα χειρότερα, ότι δεν θα βρεθεί άνθρωπος να σπουδαιολογήσει τις απορίες του – επιπέδου νηπιαγωγείου – όλες γύρω από τον άξονα: “γιατί υπάρχει αυτό;  τι το θέλουμε εκείνο;”  Εγώ θα ντρεπόμουν να ρωτήσω τέτοια πράγματα που βασικά μπορείς να τα μάθεις άν ανοίξεις ένα βιβλίο ή το διαδίκτυο.

Κάποια στιγμή, γυρνάει και κάνει αυτός με τις απορίες μασουλώντας το φαγητό του: “Τι τον θέλουμε αυτό τον τομέα;” αναφέροντας μια θεματική ενότητα χωρίς την οποία προσωπικά θεωρώ ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.

“Το άκουσες αυτό;” μου λέει ο άντρας μου με το πηρούνι να αιωρείται.  “Νομίζω ότι μόλις μου στάθηκε η μπριζόλα στο λαιμό”.

“Το άκουσα.  Αλλά θα προτιμούσα να μην το είχα ακούσει.  Είναι από εκείνες τις τραυματικές στιγμές που ξέρεις ότι δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να είσαι ο ίδιος έχοντας λάβη γνώση αυτού του φοβερού μυστικού.  Τώρα θα πρέπει και να πεθάνω”.

Περιμένετε όμως, το δράμα μου δεν σταμάτησε εκεί.  Ακολούθησε η απάντηση του φοβερού και τρομερού επικοινωνιολόγου:

“Σε τίποτα (δεν χρησιμεύει).  Τον χρειαζόμαστε όμως για την εντύπωση ότι κάτι γίνεται και για τις ψήφους του κοινού που ασχολείται με αυτό.  Επιπλέον, εξαργυρώνεις την υποχρέωση απέναντι σε αυτόν που σε έχει πρήξει ότι θέλει να βγει μπροστά.  Με ένα σμπάρο, δυο τριγώνια”.

Δεν πιστεύω να θέλετε να σας αποκαλύψω και για ποιο πράγμα μιλούσαν.  Δεν έχει σημασία άλλωστε.  Οι θέσεις είναι ασήμαντες, αλλά η πολιτική (δηλαδή ο τρόπος που θα σερβίρεις το φαγητό), είναι το άπαν.  Λάβετε δε υπόψη ότι σημασία δεν έχει τι έργο σκοπεύεις να παρουσιάσεις στους πολίτες (δομή – σύγχρονοι προβληματισμοί – συμπεράσματα – προτάσεις). Αρκεί μόνο να υπάρχει ο αντίστοιχος τίτλος αυτού.

Καλή σας όρεξη.

Facebook Comments