Σύμφωνα με την G.S. η αυστηρότητα των stress tests αυξάνεται, ωστόσο δεν αρκεί για να προκαλέσει κεφαλαιακό έλλειμμα στις ελληνικές τράπεζες. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε “χτύπημα” της τάξης του 8,9% στους δείκτες CT1 (ή 15,5 δισ. ευρώ) αλλά αφήνει όλες τις τράπεζες σε ένα επίπεδο άνω του 5,5%. Αυτή αποτελεί μία μεγαλύτερη μείωση στα κεφάλαια από ότι το 2015 (-7,8%) παρά τις ηπιότερες μακροοικονομικές υποθέσεις,  εν μέρει λόγω της προσέγγισης των tests μέσω ενός στατικού ισολογισμού και του νέου λογιστικού προτύπου IFRS9. Τα αποτελέσματα καταγράφουν μείωση μεγαλύτερη του 70% στα προ προβλέψεων έσοδα  (PPI) και υπερδιπλάσια αύξηση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια  (LLPs) έναντι της πρόβλεψης της G.S, με τα εγχώρια  NPEs (2020: 112 δισ. ευρώ), να διαμορφώνονται πάνω από τους στόχους του SSM (2019: 62 δισ. υρώ).

Τα αποτελέσματα ποικίλλουν μεταξύ των τραπεζών, ενώ η Πειραιώς έχει τον χαμηλότερο (5,9%) και η Alpha Bank τον υψηλότερο (9,7%) μεταβατικό δείκτη CT1 στο δυσμενές σενάριο. Οι διαφορές εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από την υφιστάμενη κεφαλαιοποίηση, με την Εθνική Τράπεζα να είναι η μόνη τράπεζα με εμφανώς υψηλότερη επίπτωση (-9,6%). Οι δράσεις στο μέτωπο των κεφαλαίων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα ή ολοκληρώθηκαν το 2018, αποκλείστηκαν από τα αποτελέσματα.

Η Goldman Sachs αναμένει σταδιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης και της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού. Μετά τα stress tests, η εκκαθάριση των ισολογισμών και οι προοπτικές της Ελλάδας μετά το τέλος του προγράμματος του ESM θα παραμείνουν στο προσκήνιο. Τα NPEs στην Ελλάδα (περίπου 100 δισ. ευρώ) αντιπροσωπεύουν το 50% των δανείων και άνω του 60% του ΑΕΠ με τον SSM να στοχεύει σε πτώση κατά 30 δισ. ευρώ έως το 2019. Η πρόοδος στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και οι πωλήσεις NPLs είναι ενθαρρυντικά στοιχεία, αλλά η επιτυχία στηρίζεται σε ένα υποστηρικτικό μακροοικονομικό και πολιτικό σκηνικό.

Ελευθερία Κούρταλη

Facebook Comments