Το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος
Το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος
Το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος
Το σχοινί τραβήχτηκε υπερβολικά, οι ιδεοληψίες των δημοσιονομικών ιεράκων αποδείχτηκαν πολύ ισχυρές, οι εξισορροπητικές δυνάμεις φάνηκαν αδύναμες να γεφυρώσουν τις διαφορές, οι υπόρρητες και εν πολλοίς αθέμιτες πολιτικές σκοπιμότητες κυριάρχησαν, ενώ ταυτόχρονα οι τεχνοκράτες του Eurogroup ανέλαβαν, ως μη όφειλαν, αποφασιστικό ρόλο σε ένα θέμα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε κλείσει με πολιτική συμφωνία, τουλάχιστον στο μέτρο που απέμενε ακόμα απόκλιση μεταξύ των δύο μερών.
Ένας βασικός λόγος για το αδιέξοδο ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ, που παντού όπου επεμβαίνει επιβάλλει κούρεμα χρέους, για να γίνει αυτό βιώσιμο, εξωτερική υποτίμηση του νομίσματος για να ανακτηθεί εξωτερική ανταγωνιστικότητα και απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στην περίπτωσή μας, το Ταμείο προσέκρουσε στο βράχο των Γερμανών, οι οποίοι δεν ήθελαν να ακούσουν για μη ήπια αναδιάρθρωση του χρέους (παρόλο που υποτίθεται ότι έφεραν το ΔΝΤ στην τρόικα ακριβώς γιατί το τελευταίο είναι ειδικό στην αποτίμηση της βιωσιμότητας του επίσημου χρέους) και φυσικά, στο βράχο της αδυναμίας εξωτερικής υποτίμησης λόγω ευρώ, η οποία αντικαταστάθηκε από προσαρμογή αποκλειστικά με εσωτερική υποτίμηση της Ελλάδας και όχι και με εσωτερική ανατίμηση των πλεονασματικών χωρών, πρωτίστως της Γερμανίας, κάτι που υπήρξε καταστροφικό.
Βλέπω τίτλους εφημερίδων «ευρώ ή δραχμή». Όμως για να είμαστε απολύτως ακριβείς και να λαμβάνουμε υπόψη ρεαλιστικά τον υπάρχοντα συσχετισμό ισχύος και τις παγιωμένες αντιλήψεις των δανειστών, το αληθές δίλημμα δεν είναι αυτό. Είναι «ευρώ ή μετάβαση στη δραχμή». Και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη διαφορά. Με δεδομένες τις εκπεφρασμένες απόψεις κεντρικών παικτών του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, την επιβολή κεφαλαιακών δεσμεύσεων στις τράπεζες μετά το πρωτοφανές bank run, καθώς και το ασαφές του ερωτήματος επί του οποίου καλούνται να τοποθετηθούν οι έλληνες πολίτες (η «πρόταση συμφωνίας» δεν παγιώθηκε ουσιαστικά ποτέ), ένα «Όχι» θα οδηγούσε δυστυχώς σταδιακά αλλά νομοτελειακά σε αδήριτες συνέπειες: κρατικοποίηση των τραπεζών και κούρεμα τραπεζικών λογαριασμών άνω των 30.000 ευρώ, κρατικοποίηση των βιομηχανιών -τουλάχιστον αυτών που θα διέθεταν ακόμα πρώτες ύλες για να λειτουργήσουν- διότι οι επενδυτές (συμπεριλαμβανομένων και των Κινέζων, οι οποίοι έχουν δηλώσει επανειλημμένως ότι η Ελλάδα τους ενδιαφέρει ως διαμετακομιστικό κέντρο μόνο ως μέλος της ευρωζώνης) θα έφευγαν αυτομάτως από τη χώρα, επιβολή συναλλαγματικών ελέγχων στα σύνορα, επιβολή δελτίου στα καύσιμα που θα ήταν αδύνατο να εισαχθούν με ένα αδύναμο νόμισμα, ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας για τα εισαγόμενα φάρμακα και κάποια βασικά είδη διατροφής…
Αυτό που διαπιστώνεται επίσης στο δημόσιο διάλογο είναι μια στατική και μανιχαϊστική απεικόνιση των πραγμάτων: «υποτέλεια και μόνιμη λιτότητα» κατά «ανεξαρτησίας και επανέναρξης της ανάπτυξης». Όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και δυναμικά. Εφόσον καταλήξουμε τελικά στη διενέργεια δημοψηφίσματος και δεν προκύψουν συνθήκες επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι για τους οποίους το «Ναι» δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως «ψήφος υποτέλειας». Πρώτον, μετά την αποπληρωμή της δόσης της ΕΚΤ τον Ιούλιο, η χώρα θα μπορέσει πια επισήμως να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό θα αποκλιμακώσει σταδιακά το κόστος δανεισμού και, εφόσον υπάρξει κάποια ομαλότητα, η χώρα θα μπορέσει να βγει το 2016 στις αγορές, κάτι που θα αλλάξει το κλίμα και θα φέρει δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους με λογικούς όρους και παραγωγή βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων. Δεύτερον, η επανέναρξη του ΕΣΠΑ και το αναπτυξιακό πακέτο Γιουνκέρ των 35 δισ. ευρώ έως το 2020, ιδίως εφόσον είναι εμπροσθοβαρές, θα αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές, και θα φανούν αμέσως στην κοινωνία. Τρίτον, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα επανακάμψουν δυναμικά δεδομένου ότι με την εσωτερική υποτίμηση το εργατικό κόστος θεωρείται πια ανταγωνιστικό, η δε χώρα διαθέτει επενδυτικές ευκαιρίες, σοβαρές υποδομές και καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Και τέταρτον, οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη μεταβάλλονται: ήδη καταγράφηκε με μεγάλη σαφήνεια ένα γαλλοϊταλικό μέτωπο για την αποφυγή ρήξης και Grexit, και για τη χαλάρωση των μέτρων λιτότητας, ενώ επίκεινται εθνικές εκλογές στην Ισπανία και την Ιρλανδία.
Εν ολίγοις, ένα «Ναι» θα άφηνε τη δυνατότητα στην Αριστερά να κυβερνήσει, εφόσον το επιθυμεί, για να δοκιμαστεί στη διαχείριση των προβλημάτων της χώρας με κοινωνική δικαιοσύνη και να κριθεί γι’ αυτό. Αντιθέτως, ένα «Όχι» είναι ικανό να ανοίξει το δρόμο στην «αριστερή παρένθεση» ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μια μετάβαση στη δραχμή θα ήταν κοινωνικά και πολιτικά μη διαχειρίσιμη για τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα σαρωνόταν από τις εξελίξεις που περιέγραψα συνοπτικά παραπάνω, μια μικρή μόνο πρόγευση των οποίων παίρνουμε αυτές τις μέρες με το πάγωμα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ουσιαστικά, θα επρόκειτο για ένα πρόγραμμα ΚΚΕ.
Facebook Comments