Εν μέσω ενός περιβάλλοντος υψηλών προσδοκιών, οι οποίες αποτυπώνονται στην ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικού κλίματος, καθώς και της συρρίκνωσης του περιθωρίου αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το Προσχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020, στο οποίο ενσωματώνεται το σύνολο των αλλαγών στη φορολογική πολιτική και το Αναπτυξιακό Νομοσχέδιο, ως μοχλό ενίσχυσης των επενδύσεων και της απασχόλησης.

Οπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, τα κυριότερα σημεία του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού έχουν ως ακολούθως. Η πρόβλεψη για ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης 2,8% το 2020, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προτιθέμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, προέρχεται κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που έχει ανακοινώσει η Κυβέρνηση, αποσκοπούν αφενός στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής ευημερίας και αφετέρου στον εξορθολογισμό των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Οι παρεμβάσεις αυτές επομένως, διακρίνονται σε αναπτυξιακές και κοινωνικές (π.χ. χορήγηση επιδόματος €2.000 για κάθε παιδί που γεννιέται, μειώσεις των συντελεστών φορολογίας των επιχειρήσεων και των διανεμόμενων κερδών, αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και του φόρου υπεραξίας ακινήτων για τρία χρόνια) και σε παρεμβάσεις βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος (π.χ. μέτρα προώθησης ηλεκτρονικών συναλλαγών, αύξηση εισπραξιμότητας εσόδων από ακίνητη περιουσία, επιτάχυνση επίλυσης δικαστικών υποθέσεων για φορολογικές διαφορές).

Ως εκ τούτου, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2020 αναμένεται, σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, να διαμορφωθεί στο 3,56% του ΑΕΠ, έναντι 3,35% χωρίς την ενσωμάτωση των προτιθέμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, ενώ η καθαρή συμβολή των νέων μέτρων στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται σε 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι κατά πόσο ο ρυθμός μεγέθυνσης που προβλέπεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού είναι επιτεύξιμος και φυσικά υπό ποιες προϋποθέσεις. Παρά τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, κυρίως όσον αφορά στο ισοζύγιο αγαθών και δευτερευόντως στο ισοζύγιο υπηρεσιών, ένας ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης το 2020 είναι εφικτός.

Τούτο δύναται να προκύψει ως αποτέλεσμα του εξορθολογισμού του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση συντελεστών φορολογίας με παράλληλο έλεγχο δαπανών) και των παρεμβάσεων του Αναπτυξιακού Νόμου που τονώνουν την επενδυτική δαπάνη και ενισχύουν την παραγωγικότητα.

Σημαντικοί καταλύτες για μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα έτη θα είναι, πρώτον, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού ομολόγου, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και δεύτερον, η επιτυχία του σχεδίου αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο θα ενισχύσει τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας.

Η εκτίμηση του ρυθμού μεγέθυνσης που περιέχεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού υποστηρίζεται από το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά και από την ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως η απασχόληση, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η μεταποιητική παραγωγή, η οικοδομική δραστηριότητα και οι πωλήσεις αυτοκινήτων.

Ο νέος Αναπτυξιακός
Η εισαγωγή του νέου Αναπτυξιακού Νόμου είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και περαιτέρω απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν. Η αξιόπιστη εφαρμογή του είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Οι επιχειρήσεις και οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια διαμορφώνει ένα μόνιμο πλέον θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Επιπλέον, η επιτάχυνση αδειών και εγκρίσεων για ορισμένα μεγάλα – σε όρους δαπάνης και απασχόλησης – έργα, ενισχύει την αξιοπιστία και την προσήλωση σε αυτήν την πολιτική.

Η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να αξιοποιήσει το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει, στην πρώιμη μετεκλογική περίοδο, τόσο στο εσωτερικό από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, όσο και στο εξωτερικό από τις αγορές και τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, οφείλει να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο.

Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, το οποίο θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς προβλέπει μία σειρά από αλλαγές που στοχεύουν στη μείωση της γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών που αφορούν σε αδειοδοτικά, περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα. Συγκεκριμένα, εισάγεται, μεταξύ άλλων, μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης αναφορικά με την έναρξη και την ολοκλήρωση της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και αναδιατυπώνονται οι γενικές αρχές αδειοδότησης των επιχειρήσεων. Επίσης, σημειώνεται ότι πλέον θα απαιτείται έγκριση λειτουργίας ή εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μόνο στις περιπτώσεις αποφυγής κινδύνων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, δημοσίου συμφέροντος κ.ά.).

Παράλληλα, δημιουργούνται νέες υποδομές, όπως ο ενιαίος ψηφιακός χάρτης και το εθνικό μητρώο υποδομών, οι οποίες προβλέπουν την καταγραφή των χαρακτηριστικών των κτιρίων και των εκτάσεων που συνδέονται με την άσκηση επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς και όλων των δημοσίων υποδομών και κτιρίων.

Facebook Comments