Με κοινό άρθρο τους στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και με τίτλο «Ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά;», η πρώην υπουργός Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Μυρσίνη Ζορμπά και ο σύντροφός της, καθηγητής και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, Αντώνης Λιάκος,  αμφισβητούν την στρατηγική του κόμματος, γράφοντας ότι η κυβέρνηση της ΝΔ και το επιτελικό κράτος δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν «από έναν κομματικό μηχανισμό που αναλώνεται σε απαντήσεις στους αντιπάλους του, δίνοντας μάχες περιχαράκωσης και οπισθοφυλακής».

Ένα μέρος από το άρθρο των Ζορμπά και Λιάκου:

«Φαίνεται παράδοξη αυτή η ερώτηση, αλλά αξίζει να γίνει, παραπέμποντας στη μεσαιωνική αντίληψη για τα δύο σώματα του βασιλιά, το φυσικό και το δημόσιο, στην οποία θεμελιώθηκε η πολιτική σκέψη και η θεωρία της κυριαρχίας (E. Kantorowicz, The King’s Two Bodies). Αυτή που μας αποκάλυψε όλες τις απόκρυφες και αόρατες όψεις και λειτουργίες της εξουσίας, που παρέμεναν ακατανόητες. Είναι όμως το πολιτικό κόμμα το σώμα της Αριστεράς; Ταυτίζεται η Αριστερά με το κόμμα της; Σύμφωνα και με τη σοσιαλδημοκρατική και με τη λενινιστική ταυτίζεται. Μπορούμε όμως να το ισχυριστούμε αυτό σήμερα; Η απάντησή μας είναι όχι και αυτό ακριβώς θέλουμε να υποστηρίξουμε.

Μετά τις εκλογές και την πορεία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, η συζήτηση περιστρέφεται, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου, γύρω από την κατανομή εσωκομματικών εξουσιών και επιρροών. Γεγονός που όχι μόνο αφήνει την κοινωνία αδιάφορη, αλλά απογοητεύει ανθρώπους, περιορίζει την εμβέλεια της Αριστεράς, την καθηλώνει. Γιατί, όπως αποδεικνύεται, το κόμμα δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα.

Υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με έργα που αφορούν το πολιτικό κόμμα. Ολοι οι θεωρητικοί έγραψαν γι’ αυτό. Πριν όμως βυθιστούμε στις σελίδες τους και αρχίσουμε να εκσφενδονίζουμε τσιτάτα εναντίον αλλήλων, ας σκεφτούμε πού εδράζεται όλη αυτή η περί κόμματος φιλολογία και αν έχει κάποια παραγωγική συνάφεια με την δική μας εποχή. Τα κόμματα της Αριστεράς δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η πλειοψηφία ήταν αναλφάβητη, ολιγογράμματη, όπου η πληροφόρηση και η επικοινωνία ήταν περιορισμένη σε κάποιες κοινωνικές ελίτ.

Γεννήθηκαν προκειμένου να ανοίξουν στην κοινωνική πλειοψηφία και στις υποδεέστερες τάξεις το πεδίο της πολιτικής, να τις πληροφορήσουν, να τις οργανώσουν ιδεολογικά και πρακτικά, να μετατρέψουν την καθημερινή τους ματαίωση και δυσαρέσκεια σε πολιτική προσδοκιών και αγωνιστικότητα. Τον ρόλο αυτό ερχόταν να τον εκπληρώσει το πολιτικό κόμμα, που βασιζόταν σε μια συγκεντρωτική και ιεραρχική «καθοδήγηση» και διάχυση της γνώσης, της πληροφόρησης με βάση τη στράτευση των μελών τους.

Η θεωρία περί της «ταξικής συνείδησης» που «έρχεται απ’ έξω», από την «πρωτοπορία», και απευθύνεται στη «μάζα» που βρίσκεται στο στάδιο του «αυθόρμητου» ήταν η θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της πρακτικής. Δεν άλλαξαν και πολλά με την υιοθέτηση μιας περισσότερο εξευγενισμένης αντίληψης περί του κόμματος ως «συλλογικού νου» (Γκράμσι).

Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Μπορεί κανείς να σκέφτεται ακόμη με όρους «καθοδήγησης», στράτευσης και υπακοής στη γραμμή; Είναι σε θέση τα κομματικά κέντρα να επεξεργαστούν ιδέες για τις δημόσιες πολιτικές, για την πόλη ή την εκπαίδευση, τις τέχνες ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς επαφή και συνεργασία με ομάδες πολιτών που έχουν και τη γνώση και την εμπειρία του χώρου, από τα νέα κοινωνικά κινήματα ή τις ποικίλες δικτυώσεις της κοινωνίας των πολιτών; Τι είδους «καθοδήγηση» μπορεί να προσφέρουν σε μια σύγχρονη κοινωνία κόμματα του παλαιάς κοπής «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»;
 

Πηγή:Iefimerida.gr

Facebook Comments