Σκέψεις ενός αναποφάσιστου
Για πρώτη φορά τραβάω τέτοιο ζόρι να αποφασίσω τί θα ψηφίσω (αν ψηφίσω)
Για πρώτη φορά τραβάω τέτοιο ζόρι να αποφασίσω τί θα ψηφίσω (αν ψηφίσω)
Ξεκινάμε από το ζητούμενο της ψήφου, όσον με αφορά: να μπει η Ελλάδα σε μια σταθερή, βιώσιμη και μη αναστρέψιμη πορεία βελτίωσης που θα τη φέρει σταδιακά εγγύτερα ή θα την κάνει να ξεπεράσει τις ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες σε ευμάρεια, πλούτο, ελευθερίες, για όλο και περισσότερους πολίτες. Που θα την κάνει μια κανονική Ευρωπαϊκή χώρα, με κανονικά προβλήματα και κανονικές αντιθέσεις. Που θα ανατρέψει τη σταθερά φθίνουσα πορεία απόκλισης ή ακόμη οπισθοδρόμησης προς τη φεουδαρχία, προς τη βαλκανική εθνικοπερήφανη μπανανία, που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια σε κάθε τομέα, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό. Όσοι ξεκινάτε από άλλο από αυτό το ζητούμενο, η ανάλυση αυτή προφανώς δεν σας αφορά.
Για να το καταφέρει αυτό σε βάθος χρόνου, δεν αρκεί ένα κόμμα. Ακόμη και αν ήταν το κόμμα στο οποίο εγώ ανήκω, και δεν υπάρχει με αξιώσεις (ένα φιλελεύθερο προοδευτικό κόμμα). Δεν αρκεί αυτό, προφανώς. Χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα «καλόστροφο» πολιτικό σύστημα που να μπορεί να το πετύχει.
Έχω μια πεποίθηση, που έχω εκφράσει πολλές φορές: στη Δημοκρατία η αντιπολίτευση είναι εξίσου σημαντική με την Κυβέρνηση ή και περισσότερο. Γιατί η πρώτη είναι το παρόν ενώ η δεύτερη το μέλλον που επηρεάζει και το παρόν. Το όποιο μέλλον. Η Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και δώθε έπασχε από αυτό ακριβώς. Κάθε αντιπολίτευση ήταν χειρότερη από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτό οδηγεί σε έναν καθρέφτη που παραμορφώνει στο άπειρο κάθε φορά προς το χειρότερο, εμποδίζοντας την όποια κυβέρνηση να γίνει καλύτερη από αυτό που είναι. Ποτέ μέχρι τώρα μια αντιπολίτευση δεν πίεσε την κυβέρνηση να γίνει καλύτερη, σε κανέναν τομέα. Κολάκευσε μέσα από την εύκολη και τυχοδιωκτική καλλιέργεια του χειρότερου. Κι έτσι ο κόσμος συνήθισε στο χειρότερο. Του φαίνεται η φυσική τάξη πραγμάτων. Εκπαιδεύτηκε και κάθε φορά το επιζητά. Ίσως γιατί έχει πολύ καιρό να ακούσει το καλύτερο να μιλά.
Γι αυτό γίνονται κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Το εκάστοτε λίγο ή πολύ χειρότερο βιάζεται να εγκαθιδρυθεί στην εξουσία, όλα τα άλλα (ακόμη και το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ίδιου ) ξεχνιούνται. Το χειρότερο δεν βλέπει το μέλλον πέρα από το πολύ άμεσο, ούτε καν το δικό του. Κυρίως γι’ αυτό είναι χειρότερο. Κάθε φορά βλέπει και λιγότερο.
Αυτός ο κύκλος πρέπει να σπάσει.
Η αμφιταλάντευσή μου για το τι θα ψηφίσω και το αν θα ψηφίσω σε τούτες τις εκλογές, έγκειται σε αυτό το μέλλον:
1. Εάν τυχόν έρθει πρώτη η ΝΔ και συγκυβερνήσει με το Ποτάμι, θα αναγκαστεί να εφαρμόσει αυτή η Κυβέρνηση τις υφεσιακές συμφωνίες του κ. Τσίπρα, εκτός αν βρει τη δύναμη να τις επαναδιαπραγματευθεί στην κατεύθυνση της δραστικής μείωσης του Κράτους, των δομικών μεταρρυθμίσεων και ενός στρατηγικού σχεδίου για τη χώρα, που θα ρίξει μια βόμβα απελευθέρωσης, ανταγωνισμού, ίσων ευκαιριών και ανάπτυξης σε κάθε τομέα. Να έρθει σε ρήξεις με το αρρωστημένο μέρος της σάρκας της και να προτείνει προοδευτικές και ανατρεπτικές λύσεις. Από την οικονομία έως κοινωνικά ζητήματα. Τις νέες μορφές οργάνωσης της ζωής, της παραγωγής, της εργασίας, της Παιδείας, των θρησκευτικών δογμάτων, της οικογένειας. Όλα αυτά που, αξεχώριστα, κάνουν τις προηγμένες κοινωνίες να εξελίσσονται και να προχωρούν. Αλλά που δεν περιέχονται επαρκώς στα γονίδια της Ελληνικής δεξιάς που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο, πλην εξαιρέσεων, από κρατιστές, πελάτες και φιλελεύθερους φύλαρχους. Ούτε της κρατικίστικης και συντηρητικής ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Λίγο πιθανό μου φαίνεται λοιπόν να κινηθούμε προς την αισιόδοξη κατεύθυνση, λόγω της εσωτερικής ανομοιογένειας, της έλλειψης βάθους και των αντιφάσεων και των δύο πιθανών κυβερνητικών κομμάτων στην περίπτωση που προηγηθεί ο κ. Μεϊμαράκης. Εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από τον ίδιο. Μακάρι να τα καταφέρει, φυσικά. Αν όχι (το πιο πιθανό), θα πρέπει να διαχειριστούν με αξιοπρέπεια μια σχετική φτωχοποίηση εντός της Ευρώπης. Την υποβάθμιση της χώρας στον καταμερισμό εργασίας με όλο και μικρότερη εγχώρια προστιθέμενη αξία, όλο και λιγότερους δημιουργικούς ανθρώπους, σε μια φτωχή κι εξαρτημένη περιφέρεια της Ευρώπης, τουλάχιστον όμως ειρηνική και σταθερή για ένα διάστημα.
Ο χρόνος για τη δημιουργία μιας φιλελεύθερης προοδευτικής αντιπολίτευσης και μιας σοβαρής σοσιαλδημοκρατίας ικανής να ανταγωνιστεί τη λαϊκή περονική Αριστερά του κ. Τσίπρα (καθώς Το Ποτάμι όντας κυβέρνηση δεν θα μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο) θα είναι ελάχιστος. Αλλιώς, η μόνη αντιπολίτευση θα μείνει ο κ. Τσίπρας, η Αριστερή πλατφόρμα, οι Καμμένοι και οι Χρυσαυγίτες. Κακή, πολύ κακή προοπτική μού φαίνεται για δυο τρία χρόνια από τώρα. Θα τα καταφέρει άραγε να δημιουργηθεί μια σοβαρή αντιπολίτευση στη ΝΔ –Ποτάμι, που θα αντικαταστήσει το δίδυμο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, λίγο προς το καλύτερο, και να υποκαταστήσει τον συντηρητικό λόγο των λαϊκιστών; Υπάρχουν κάποιες πιθανότητες που θα εξαρτηθούν από την γενναιοφροσύνη του κ. Μεϊμαράκη και Θεοδωράκη.
Διαφορετικά ο κ. Τσίπρας ως μόνη “ευρωπαϊκή” (Θου Κύριε..) αντιπολίτευση θα έχει την ευκαιρία να καταπιεί τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και του “λαϊκού ΠΑΣΟΚ”. Και ο κίνδυνος του οπορτουνισμού του να εκτροχιάσει την Κυβέρνηση θα παραμείνει μεγάλος. Ενώ αναμφίβολα στο τέλος κάποιας περιόδου, μικρής ή μεγάλης θα την διαδεχτεί και πάλι βάζοντας τέλος στο όνειρο. Μόνος ή μαζί με τους τότε Λαφαζάνηδες και δραχμένους. Με ο,τι συνεπάγεται.
2 Να έρθει πρώτος ο Τσίπρας.
2.1. Εάν έρθει πρώτος ο κ. Τσίπρας, το πιο πιθανό είναι να αναγκαστεί να συγκυβερνήσει με το Ποτάμι και να αναγκαστεί να “φάει τα σκατά του” και να διαχειριστεί αυτός τη σχετική φτωχοποίηση εντός της Ευρώπης τουλάχιστον.
Έως τότε μπορεί να έχει κατορθώσει να δημιουργηθεί μια κανονική ευρωπαϊκή Δεξιά και ένα κανονικό φιλελεύθερο προοδευτικό κόμμα, που θα αναλάβουν τη συνέχεια και θα κάνουν αντιπολίτευση προς το καλύτερο. Κι όταν ο Τσίπρας (όχι αργά) χάσει την εξουσία, θα μείνει ο χώρος για να δημιουργηθεί μια κανονική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
2.2. Υπάρχει και η δεύτερη (όχι αποκλειόμενη) υποπερίπτωση. Mπροστά στη δύσκολη τριετή προοπτική αυτή, ο κ. Τσίπρας θα λακίσει, θα προτιμήσει να τα βρει πάλι με τον κ. Λαφαζάνη (αν ποτέ τα είχαν χαλάσει) και θα βαδίσουμε όλοι μαζί ωραία και καλά τον δρόμο της δραχμής, σέρνοντας, τη στιγμή που θα ενταθεί το οικονομικό αδιέξοδο, τους πολίτες να αποφασίσουν γι αυτό. Έτσι θα μπορούσαν να φανταστούν τον εαυτό τους ισόβιο αφέντη μιας αριστερολαϊκίστικης βαλκανικής μπανανίας.
Υπάρχει βέβαια και η τρίτη, ελάχιστα πιθανή, αλλά υπαρκτή, εκδοχή η αυτοδυναμία του κ. Τσίπρα. Ίσως να ήταν και απελευθερωτική για όλους τους υπόλοιπους αλλά μάλλον καταστροφική για τη χώρα. Ή η προοπτική μιας νέας συγκυβέρνησης τσιπροκαμμένων. Αρνούμαι να τις σκεφτώ για ψυχολογικούς λόγους. Έχει και η προσπάθεια αυτοκυριαρχίας τα όριά της.
Ο -σε κάθε περίπτωση- σημαντικός ρόλος του Ποταμιού έχει μια δόση τραγικότητας. Με μη ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα (σοσιαλδημοκρατικό ή φιλελεύθερο;) δεν είναι ξεκάθαρος ο πολιτικός χώρος που διεκδικεί και πορεύεται με αντιφάσεις. Φαίνεται να διεκδικεί τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, το ευρωπαϊκό και λογικό ΠΑΣΟΚ, θα λέγαμε. Λογική φιλοδοξία. Και απαραίτητη εξέλιξη. Και δύσκολο να το πετύχει με ασαφές στίγμα.
Έθεσε όμως τον εαυτό του μόνο του σε μια θέση εξαιρετικά δύσκολη. Eπιλέγοντας την ήπια αντιπολίτευση στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, που είναι όχι μόνο ο βασικός υπεύθυνος για την κατάσταση που περιήλθαμε αλλά και ο βασικός του αντίπαλος στους ψηφοφόρους τους οποίους επιχειρεί να προσελκύσει, του αναγνώρισε την πρωτοκαθεδρία στον χώρο που το ίδιο διεκδικεί. Είτε συγκυβερνήσει με τον Τσίπρα είτε με τη ΝΔ δεν θάναι εύκολο. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να απορροφηθεί σταδιακά. Θα έχει όμως περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει και να καταλάβει τον χώρο μετά τη μοιραία αποχώρηση του Τσίπρα από το προσκήνιο 2-3 χρόνια μετά, εάν τα ικανά στελέχη του εκμεταλλευθούν την κυβερνητική δυνατότητα.
Μόνο, προσοχή! Το λαϊκό ΠΑΣΟΚ ήταν πάντα ισχυρότερο από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Το χρησιμοποιούσε για να περισώσει καταστάσεις και το πέταγε μόλις ίσιωναν τα πράγματα για να πέσει στη μάσα. Το αυτό φυσικά ίσχυε και για τη λαϊκή Δεξιά. Αν αναγκαστεί να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα. Τον χώρο της κεντροαριστεράς θα τον καταλάβει ο Τσίπρας και θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε κάτι που δεν είναι το ίδιο για να επιβιώσει.
Το στοίχημά του Ποταμιού είναι να υποδεχτεί τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και στο λαϊκό ΠΑΣΟΚ. Σε αυτές τις εκλογές θα φανεί κατά πόσο η στρατηγική του πετυχαίνει. Σημαντικό δεν είναι πόσους θα απωλέσει προς τη ΝΔ αλλά πόσους θα υποδεχτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορετικά θα έχει αποτύχει, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Η κύρια δυνατότητά του αυτή τη στιγμή για να συμβάλει ουσιαστικά στην αλλαγή του τοπίου στο μέλλον και να αποτελέσει και το ίδιο μέρος του μέλλοντος αυτού με κάποιον τρόπο, είναι να απαιτήσει τη μεταρρύθμιση των θεσμών, πρώτα από όλα. Αυτών που αναπαράγουν το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα. Να θέσει δυο βασικές προϋποθέσεις για τη στήριξη οποιασδήποτε κυβέρνησης, είτε του κ. Τσίπρα είτε του κ. Μεϊμαράκη:
α) την άμεση, αμέσως μετά τη συγκρότησή της νέας Κυβέρνησης, αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Με την καθιέρωση ιδανικά ενός συστήματος διακοσίων μονοεδρικών, που θα κατανέμονται αναλογικά με τη δύναμη των κομμάτων στην επικράτεια. Και διαφορετικό ψηφοδέλτιο για κόμμα και τοπικό βουλευτή, με το δεύτερο ενιαίο για όλα τα κόμματα. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον να επιβάλλει την κατάργηση του bonus των 50 εδρών.
β) την επιβολή και στο ίδιο και στον όποιο Κυβερνητικό εταίρο, τού άμεσου διαχωρισμού ανάμεσα στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Από την πρώτη Κυβέρνηση. Κανένας βουλευτής υπουργός. Μια κυβέρνηση πολιτικών, τεχνοκρατών, υπό όποιον από τους δυο Πρωθυπουργό, αλλά ελεγχόμενη και στηριζόμενη από τους βουλευτές στο κοινοβούλιο. Όχι βουλευτές σε κυβερνητικές θέσεις. Θα ελευθερώσει τα χέρια του Πρωθυπουργού και θα επιτρέψει και στους βουλευτές, χωρίς το βάρος και τις αντιφάσεις της διακυβέρνησης, να συνδεθούν και πάλι με την κοινωνία όχι μέσω ρουσφετιών αλλά πολιτικής δράσης και ελέγχου των κυβερνητικών αποφάσεων.
Αυτές οι δυο αλλαγές θα δημιουργήσουν τις συνθήκες σταδιακής και διαρκούς βελτίωσης του πολιτικού προσωπικού σε ένα ανοιχτό και ανταγωνιστικό πολιτικό περιβάλλον και τη σοβαρότητα του πολιτικού διαλόγου. Και, συνεπώς, την ποιότητα διακυβέρνησης και την αυτοσυνείδηση των πολιτών. Θα ανοίξουν και πάλι την πολιτική στους πολίτες.
Ο Ματέο Ρέντζι στην Ιταλία, παρά την κρίση και τα επείγοντάτης, πρώτο στην ατζέντα έθεσε το θέμα της μεταρρύθμισης των θεσμών ώστε να μπορούν να κυβερνήσουν, να λάβουν αποφάσεις και να λειτουργήσει η δημοκρατία σωστά. Γιατί, δίχως αυτό, ό,τι και να πετύχαινε στην οικονομία θα πήγαινε στράφι στην επόμενη γύρα. Εκεί τα έπαιξε όλα και άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού που δημιουργούσε το πρόβλημα.
Δυστυχώς, δεν φαίνεται αυτά να είναι ζητήματα πρώτης προτεραιότητας στον πολιτικό του λόγο. Να έχουν αναδειχτεί ξεκάθαρα ως συνθήκες sine qua non. Βασικά, εκτός σωστής εμμονής στην Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, δεν φαίνεται να έχει στη συνείδηση του κόσμου κατορθώσει να ταυτιστεί με οποιεσδήποτε δυο – τρεις βασικές προτάσεις πρώτης προτεραιότητας. Να έχει σηκώσει δυο σημαίες που να τις ξέρουν όλοι. Πέρα από πολλές ενδιαφέρουσες και συγκροτημένες προτάσεις. Να πει ο πολύς ο κόσμος, “αν ψηφίσω Θεοδωράκη, θα κάνει τουλάχιστον αυτό κι αυτό”. Και αυτά δεν θα τα διαπραγματευτεί, θα τα επιβάλει. Δύο, τα σημαντικότερα, όχι παραπάνω. Διαφορετικά δεν κερδίζονται εκλογές, συνήθως.
Αυτό λοιπόν είναι ένα μέρος του προβληματισμού μου για το «Τι ψηφίζεις, κύριος;» στις παρούσες συνθήκες. Ψηφίζουμε στην ουσία για τη μεθεπόμενη κυβέρνηση, όχι μόνο για την επόμενη. Αυτή, η μεθεπόμενη, θα είναι η κρίσιμη. Η οποία θα βελτιώσει ή θα διαλύσει ό,τι μέτριο ή καλό θάχει πετύχει η προηγούμενη.
Σε ποια περίπτωση υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιστραφεί ο κύκλος του κακού προς το χειρότερο και να δημιουργηθεί ένα βιώσιμο πολιτικό σύστημα, με κανονικά πολιτικά κόμματα; ΄Eνα ευρωπαϊκό δεξιό, ένα φιλελεύθερο, ένα σοσιαλδημοκρατικό και -ενδεχόμενα- ένα πράσινο κόμμα, που να εναλλάσσονται, να συζητούν, να συγκρούονται, να συμμαχούν, φέρνοντας νέες ιδέες στον δημόσιο διάλογο και κάνοντας τη χώρα να προχωρά στον δρόμο του λογικού; Και να εκτοπίσουν τους λαϊκισμούς, δεξιούς και αριστερούς, στο πολιτικό περιθώριο;
Με δυο λόγια, πώς θα γίνει να επινοήσουμε αντιπολιτεύσεις που ψάχνουν να γίνουν καλύτερες από τις εκάστοτε κυβερνήσεις;
Αφού λοιπόν κανείς επιλέξει ποιο νομίζει πως είναι το καλύτερο σενάριο, σκέφτεται τι να ψηφίσει για να έχει περισσότερες πιθανότητες να πάει προς αυτό. Και καταπίνει τον εγωϊσμό του, τις δικές του προτεραιότητες ή τοποθέτηση, και το κάνει.
Φυσικά, ό,τι και να αποφασίσει να πριμοδοτήσει κανείς με την ψήφο του από τα παραπάνω, (ή να νομίσει ότι πριμοδοτεί), κανείς δεν αποκλείει τις περιπτώσεις του απρόβλεπτου γεγονότος. Του ατυχήματος ή του ευτυχήματος.
Ή, κατ’ άλλους, του θαύματος.
Facebook Comments