Το τέλος του φθηνού δανεισμού
Το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού και το φθηνό χρήμα ανήκουν πλέον στο παρελθόν
Το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού και το φθηνό χρήμα ανήκουν πλέον στο παρελθόν
Το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού και το φθηνό χρήμα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Το φλερτ των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων με τα θετικά επίπεδα μετά από σχεδόν τρία χρόνια, αποδεικνύει αυτό ακριβώς. Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό «ορόσημο» μετά τη διετία «χαλάρωσης» λόγω του σοκ της πανδημίας, καθώς σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα σε ότι αφορά τον δανεισμό, και το τέλος της εποχής των πολύ χαμηλών αποδόσεων και του άφθονου φθηνού χρήματος. Η σημαντική συρρίκνωση της αξίας των ομολόγων διεθνώς που έχουν αρνητικές αποδόσεις, κάτω από τα 9 τρις ευρώ από 18 τρις ευρώ που είχε κορυφωθεί στα τέλη του 2020, συμβολίζει εξάλλου και την επιθυμία της αγοράς να επανέλθει η ομαλότητα αυτή, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές.
Η τάση αυτή έχει κυριαρχήσει σε όλες τις εξόδους των χωρών της ευρωζώνης στις αγορές από τις αρχές του νέου έτους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας με το νέο 10ετές, με τα επιτόκια να είναι εμφανώς αυξημένα σε σχέση με πέρυσι και τα βιβλία προσφορών να συρρικνώνονται από τα ιστορικά ρεκόρ που καταγράφηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Η χώρα μας δανείστηκε σε ορίζοντα 10ετίας με υπερδιπλάσιο κόστος από ότι ακριβώς έναν χρόνο πριν, ενώ η ζήτηση ήταν 50% χαμηλότερη. Ανάλογη αύξηση του κόστους δανεισμού και μείωση της ζήτησης είδαν ωστόσο και άλλες χώρες που βγήκαν στις αγορές αυτόν τον μήνα, όπως οι Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Αυστρία και Βέλγιο. Και αυτό διότι οι επενδυτές τοποθετούνται για το νέο περιβάλλον των αυξήσεων των επιτοκίων από της κεντρικές τράπεζες, τις οποίες ωθεί η άνοδος του πληθωρισμού, και της μείωσης των αγορών περιουσιακών στοιχείων υπό τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, τα οποία και κάλυπταν πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό την εκδοτική δραστηριότητα των χωρών εν μέσω της πανδημίας, διασφαλίζοντας πολύ χαμηλά κόστη δανεισμού.
Το σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που προσέφερε η κρίση που προκάλεσε η πανδημία συνεπώς κλείνει, με τους επενδυτές πλέον να κοιτούν με περισσότερη προσοχή το ρίσκο της κάθε χώρας, και ειδικότερα σε ότι αφορά το πολιτικό περιβάλλον και τα δημόσια οικονομικά. Η αξιολόγηση των χωρών από τους οίκους θα παίζει όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους επενδυτές. Η «παρέμβαση» του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, την περασμένη εβδομάδα, υπογράμμισε για μία ακόμη φορά ακριβώς αυτό. Όπως τόνισε, η απόφαση της ΕΚΤ για την συνέχιση των αγορών ελληνικών ομολόγων αποτελεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αποκτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα. «Πρέπει όμως να σπεύσουμε να την αποκτήσουμε, διότι τα οφέλη της ξεπερνούν τα οφέλη που θα έχουμε λόγω ελληνικών ομολόγων και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς θα προσελκυστούν κεφάλαια.» σημείωσε προσθέτοντάς πως αυτή τη στιγμή γύρω στα 100 περίπου funds ασχολούνται με την Ελλάδα, και όταν πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα γίνουν 1.000.
Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ και η πορεία μείωσής του, η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η γενικότερη στάση της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας, τη στιγμή που παραμένει αβέβαιο ακόμα το πώς θα διαμορφωθούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, αποτελούν συνεπώς για τους επενδυτές στην Ε.Ε «πυξίδα» και αναμένεται να επηρεάσουν τα κόστη δανεισμού.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αν και διαθέτει ευνοϊκό προφίλ χώρας, υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της τάξης των 40 δισ. ευρώ και σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές, ωστόσο παραμένει η μόνη χώρα στην περιοχή της ευρωζώνης που είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας και που έχει τόσο υψηλό δείκτη χρέους κοντά στο 200%. «Η πρόκληση θα είναι κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσει την γρήγορη αυτή πιστωτική της πρόοδο, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων θα αυξάνονται και το κόστος δανεισμού θα αρχίσει να ενισχύεται και πάλι», σημείωσε σε έκθεσή της η Société Generale. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει για τη σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ πλέον σε αυτή τη νέα εποχή των υψηλότερων αποδόσεων και των αυξήσεων των επιτοκίων η δημοσιονομική πειθαρχία και η προσεκτική δημοσιονομική πολιτική είναι πιο σημαντικές από ποτέ.
Ανάλογα είναι και τα «μηνύματα» που έδωσε το ΔΝΤ μέσω της έκθεσης των Προοπτικών της Παγκόσμιας Οικονομίας την περασμένη εβδομάδα, προειδοποιώντας ότι η έξοδος από την πανδημία και η πλήρης ανάκαμψη της οικονομίας έρχονται με αυξημένες προκλήσεις για τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες, καθώς πλέον ο δημοσιονομικός χώρος είναι πιο περιορισμένος, τα κόστη δανεισμού θα ακολουθήσουν ανοδική τροχιά και ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για μεγαλύτερο διάστημα από ότι αρχικά αναμενόταν. Σε αυτό το πλαίσιο οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν μία πολύ προσεκτική δημοσιονομική πολιτική και να εστιάσουν στις βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Όπως τόνισε το Ταμείο, τα δημόσια οικονομικά θα υποστούν πίεση τους επόμενους μήνες και χρόνια, καθώς το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ για να καλυφθούν οι δαπάνες λόγω της πανδημίας και οι φορολογικές εισπράξεις μειώθηκαν κατακόρυφα, ενώ τα υψηλότερα επιτόκια θα κάνουν επίσης πιο ακριβό τον δανεισμό. Συνεπώς, τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις περισσότερες χώρες θα χρειαστεί να συρρικνωθούν τα επόμενα χρόνια, αν και η έκταση της εξυγίανσης θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό της ανάκαμψης. Εάν η πανδημία επιδεινωθεί, η εξυγίανση μπορεί να επιβραδυνθεί, όπου το επιτρέπει ο δημοσιονομικός χώρος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο χώρος αυτός είναι πολύ μειωμένος, επομένως η καλύτερη στόχευση της στήριξης θα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Οι πρωτοβουλίες πρέπει να ενσωματώνονται σε αξιόπιστα και βιώσιμα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια. Τελικά, θα απαιτηθούν υψηλότερη ανάπτυξη και ισχυρότερα φορολογικά έσοδα για πολλές χώρες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος από το πολύ υψηλό χρέους.
Facebook Comments