Εν μέσω γεωπολιτικής και ενεργειακής «καταιγίδας» και με τα spreads σε ολόκληρη την ευρωζώνη να έχουν διευρυνθεί σημαντικά, η Ελλάδα «αναμετρήθηκε» με τις αγορές, αντιμετωπίζοντας όπως αναμενόταν, υψηλό κόστος δανεισμού.
Άντλησε 1,5 δισ. ευρώ από την επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο στο 2,366%, σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τα ταμειακά διαθέσιμα κοντά στα 39 δισ. ευρώ καθώς και να κεφαλαιοποιήσει τα θετικά νέα, όπως η διπλή αναβάθμιση από S&P και DBRS.
Με την επανέκδοση του 7ετούς καλύπτεται το 38% περίπου του ανώτερου φετινού εκδοτικού στόχου του ΟΔΔΗΧ των 12 δισ. ευρώ, ή τα 4,5 δισ. ευρώ.
Πόσο ανησυχητικός είναι ο ακριβότερος δανεισμός για τις προοπτικές της χώρας;
Το βέβαιο είναι πως ο φθηνός δανεισμός έχει πλέον τελειώσει οριστικά και ενόψει της ομαλοποίησης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το πιθανότερο είναι να γίνει ακριβότερος το επόμενο διάστημα, παρά τις θετικές εξελίξεις που περιβάλλουν την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα ωστόσο με τους αναλυτές, το ελληνικό χρέος παραμένει βιώσιμο ακόμα και μετά την εκτόξευση του κόστους δανεισμού.
Η εικόνα της ζήτησης αλλά και της απόδοση του «ανοίγματος» του 7ετούς ελληνικού τίτλου είναι χαρακτηριστική της δυσκολίας που αντιμετωπίζει πλέον η Ελλάδα σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο διάστημα, απόρροια της αλλαγής της πολιτικής της ΕΚΤ η οποία άλλαξε πλεύση προς μία πιο επιθετική πολιτική σε σχέση με τα δύο χρόνια στήριξης που προσέφερε στα κόστη δανεισμού, αλλά και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Επιπλέον, παρά την έντονα ανοδική τροχιά που έχει η αξιολόγηση της χώρας από τους οίκους, η Ελλάδα παραμένει κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και αυτό παίζει ρόλο σε συνθήκες αυξημένου ρίσκου στις αγορές. Η απόδοση κοντά στο 2,4% που φέρει ο τίτλος, ο οποίος έχει λήξη τον Απρίλιο του 2027 και άρα ουσιαστικά έχει 5ετή διάρκεια, αν συγκριθεί με την αντίστοιχης διάρκειας περσινή έκδοση, δείχνει ακριβώς αυτή την αλλαγή στο σκηνικό των αγορών και της αντίληψης των επενδυτών. Τον Μάιο του 2021, το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε 5ετές ομόλογο με ιστορικά χαμηλή απόδοση της τάξης του 0,2%.
Βέβαια, αν αναλογισθεί κανείς ότι κατά την έκδοση 5ετούς ομολόγου τον Φεβρουάριο του 2019, η απόδοση ήταν 3,6%, αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι σχετικά «ελεγχόμενα» και οι ελληνικοί τίτλοι διατηρούν τη θετική αποδοχή τους από την επενδυτική κοινότητα.
Η εκτόξευση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να κινείται πλέον πάνω από το 3%, να έχει αρχίσει να προκαλεί ερωτηματικά για την μελλοντική πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Όπως επισημαίνει η Scope Ratings, αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη – αν και εξακολουθεί να αναμένεται συνέχιση της ανάκαμψης της Ελλάδας το 2022-2023 – τα ευρύτερα δίδυμα ελλείμματα και η προσωρινή διακοπή μιας φθίνουσας τροχιάς του χρέους της γενικής κυβέρνησης, αποτελούν πρόκληση για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Υπονομεύουν σε κάποιο βαθμό κινητήριες δυνάμεις όπως η βελτίωση των προοπτικών βιωσιμότητας του χρέους ή/και η βελτίωση του εξωτερικού τομέα που θα μπορούσε να υποστηρίξει μια πιο ευνοϊκή προοπτική αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου ή το επίπεδο αξιολόγησης. Ωστόσο, κατά τον οίκο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και η τροχιά της αξιολόγησης της Ελλάδας συνεχίζουν να υποστηρίζονται από τα μέτρα της Ε.Ε, όπως το «όπλο» της ΕΚΤ η οποία είναι πιθανό να παρέμβει μέσω του PEPP εάν οι ελληνικές αποδόσεις αυξηθούν υπερβολικά υψηλά, ακόμα και καθώς η ΕΚΤ αρχίζει να αυξάνει τα επιτόκια.
Από την πλευρά της η Société Générale επισημαίνει πως το ακόμα και με ακριβότερο κόστος δανεισμού, το ελληνικό χρέος παραμένει βιώσιμο. Πιο αναλυτικά, όπως τονίζει, η διευκολυντική νομισματική πολιτική που ακολούθησε εδώ και χρόνια η ΕΚΤ θα επιτρέψει στο χρέος να παραμείνει βιώσιμο τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας -Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία – ακόμη και σε ένα περιβάλλον σημαντικής αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων.
Τα επίπεδα χρέους μετά την κρίση της COVID-19 έγιναν πολύ υψηλότερα από ό,τι μετά την οικονομική κρίση του 2009 για τις περισσότερες οικονομίες. Ωστόσο, υψηλότερη επιβάρυνση χρέους δεν σημαίνει απαραίτητα υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σημειώνει η Société Générale. Για τις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι πληρωμές τόκων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020 ήταν χαμηλότερες από ό,τι το 2009 χάρη στην διευκολυντική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ενώ οι πληρωμές τόκων ως ποσοστό του χρέους δεν ήταν ποτέ χαμηλότερες από ότι είναι σήμερα και οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας των ευρωπαϊκών κρατών έχουν βελτιωθεί σημαντικά από την κρίση δημόσιου χρέους του 2012.
Υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ των χωρών τα περιφέρειας (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), οι οποίες και είναι συνήθως στο επίκεντρο της συζήτησης για τη βιωσιμότητα του χρέους στην Ευρώπη. Ενώ τα επίπεδα χρέους για όλες τις χώρες έχουν αυξηθεί, μόνο η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν επί του παρόντος χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης χρέους από ό,τι πριν από το 2009.
Κατά τη γαλλική τράπεζα τα κόστη δανεισμού των χωρών της περιφέρειας θα παραμείνουν ελεγχόμενα τα επόμενα χρόνια και δεν αναμένεται να εκτροχιάσουν τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, το επίπεδο στο κόστος δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας το οποίο δεν δημιουργεί προβλήματα στη βιωσιμότητα του χρέους είναι το 2%, ενώ για την Ελλάδα και την Πορτογαλία είναι το 4%. Πέραν αυτών των επιπέδων, το κόστος εξυπηρέτησης μπορεί να αρχίσει να αποσταθεροποιεί τον δείκτη χρέους, όπως σημειώνει
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Société Générale, τα επόμενα πέντε χρόνια, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι αρκετά κοντά στα όρια του 2% για την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ για την Ελλάδα και την Πορτογαλία θα είναι πολύ χαμηλότερο από το όριο του 4%. Έτσι, έχουν μια πιο αισιόδοξη άποψη για την τροχιά του χρέους της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Και εάν δεν υπάρξει κάποια απότομη ύφεση ή σημαντική αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα κόστη δανεισμού αυτών των χωρών θα παραμείνουν σε ελεγχόμενα επίπεδα διατηρώντας βιώσιμο το χρέος.
Facebook Comments