Οι αποδόσεις στα ελληνικά 10ετή ομόλογα διαμορφώθηκαν κάτω από αυτές των αντίστοιχων ιταλικών, κάτι στο οποίο σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι αποφάσεις της ΕΚΤ αλλά και η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στη γειτονική χώρα.
Πάντως, και χωρίς το στοιχείο της πολιτικής, η Ελλάδα κέρδιζε ήδη πόντους έναντι της Ιταλίας, και οι αναλυτές θεωρούσαν ότι ήταν θέμα χρόνου προτού δούμε και πάλι, όπως το 2019 και το 2020, το spread Ελλάδας-Ιταλίας να «γυρίζει» στα αρνητικά.
Η ΕΚΤ έβαλε τέλος στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων έπειτα από οκτώ χρόνια, με μία κίνηση, αυξάνοντας στη συνεδρίαση του Ιουλίου τα τρία βασικά επιτόκιά της περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, κατά 50 μονάδες βάσης, επιβεβαιώνοντας έτσι τις ανησυχίες ότι ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει από τον έλεγχο και «χτυπάει» ήδη την ανάπτυξη, ενώ εγκρίθηκε ομόφωνα το νέο εργαλείο κατά του κατακερματισμού, το TPI το οποίο θα ενεργοποιείται εάν και όποτε κρίνει το διοικητικό συμβούλιο. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, αυτές οι δύο αποφάσεις αποτελούν «ιστορική στιγμή» για την ίδια και για την ΕΚΤ.
Η αγορά ομολόγων χαιρέτησε την απόφαση της ΕΚΤ καθώς, σύμφωνα με τους αναλυτές, το νέο εργαλείο μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό. «Η ΕΚΤ δεν διευκρινίζει τι είδους εξελίξεις στην αγορά θα προκαλούσαν την ενεργοποίηση του TPI, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος όρων από τους οποίους η ΕΚΤ ανέφερε ρητά μόνο τέσσερις δείκτες. Ωστόσο, συνολικά θα μπορούσε να λειτουργήσει, καθώς οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές από τα προηγούμενα προγράμματα και το μέγεθος των αγορών είναι απεριόριστο», σημείωσε η ING. H απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε την Παρασκευή στο 3,26% και στα χαμηλότερα επίπεδα από τον περασμένο Απρίλιο, με το spread να συρρικνώνεται στις 223 μ.β από πάνω από 305 μ.β που είχε βρεθεί τον προηγούμενο μήνα. Στα 10ετή ιταλικά η απόδοση κινήθηκε στο 3,4% και το spread στις 237 μ.β.
Η επιλεξιμότητα της κάθε χώρας στο TPI θα βασίζεται σε τέσσερα βασικά κριτήρια, τα εξής:
1) Συμμόρφωση με το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε.: η εκάστοτε χώρα να μην υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) ή να μην έχει αξιολογηθεί ότι δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα ως απάντηση σε σύσταση του Συμβουλίου της Ε.Ε.
2) Απουσία σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών.
3) Δημοσιονομική βιωσιμότητα: για να βεβαιωθεί ότι η τροχιά του δημόσιου χρέους είναι βιώσιμη, το Δ.Σ. θα λάβει υπόψη αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλους θεσμούς, σε συνδυασμό με την εσωτερική ανάλυση της ΕΚΤ.
4) Υγιείς και βιώσιμες μακροοικονομικές πολιτικές: συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις που υποβλήθηκαν στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας υπό το Ταμείο Ανάκαμψης και με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου.
Οι αναλυτές σημειώνουν πως, σαν βάση, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα και η Ιταλία έχει, από μόνο του σημαίνει ότι το μεταξύ τους spread δεν μπορεί παρά να είναι σχετικά μεγάλο. Ωστόσο, συγκρίνοντας τις δύο χώρες, η ζυγαριά των πλεονεκτημάτων γέρνει προς την πλευρά της Ελλάδας, ενώ είναι ξεκάθαρο πως η Ιταλία έχει πάρει τη θέση της χώρας μας ως η μεγάλη ανησυχία για την Ευρωζώνη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί οίκοι.
Τα μέτωπα στα οποία η Ελλάδα κερδίζει πόντους έναντι της Ιταλίας είναι οι οικονομικές προοπτικές, τα θεμελιώδη μεγέθη και το προφίλ του χρέους. Οι διεθνείς οίκοι προβλέπουν πολύ ανώτερη ανάπτυξη για την Ελλάδα φέτος, με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις να κινούνται στο 3,5%-6,5% (π.χ Bofa, ING, HSBC), ενώ για την Ιταλία δεν ξεπερνούν το 2,8%. Επίσης, η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, ενώ η ιταλική κυβέρνηση έχει δηλώσει πως έως το 2025 η Ιταλία θα έχει ακόμη έλλειμμα, με τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι η αποκατάσταση του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι βασική προϋπόθεση για να είναι βιώσιμο το χρέος της Ιταλίας.
Σε ό,τι αφορά το χρέος, αν και ο δείκτης χρέους/ΑΠΕ της Ελλάδας είναι ο υψηλότερος (193% έναντι του 150%), η Ελλάδα απολαμβάνει ένα πολύ πιο ευνοϊκό προφίλ με μέση διάρκεια λήξης τα 20 έτη, τη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη.
Επιπλέον, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά πλεονεκτική θέση και λόγω του περιορισμένου μεγέθους της αγοράς εμπορεύσιμων ομολόγων της. Κατά τους αναλυτές της ING, η ευέλικτη επανεπένδυση όλων των ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ (PEPP) αυτό και το επόμενο έτος θα είναι αρκετή για να καλύψει την εκδοτική δραστηριότητα των μικρότερων χωρών της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Επίσης η Ιταλία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση. Η υψηλή εξάρτηση της Ιταλίας από τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία (40% όλων των εισαγωγών φυσικού αερίου και σχεδόν το 15% των εισαγωγών πετρελαίου της προέρχονται από εκεί) την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις εξελίξεις στο ενεργειακό μέτωπο. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η Ιταλία θα πληγεί περισσότερο από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ η κυβέρνηση εκτιμά ότι σε ένα σενάριο έλλειψης φυσικού αερίου η ανάπτυξη θα κινηθεί 0,8%-2,3% χαμηλότερα φέτος.
Για την Ελλάδα, η εκτόξευση του πληθωρισμού λόγω (και) της ενεργειακής κρίσης έχει σίγουρα αυξήσει τους κινδύνους για την οικονομία, ωστόσο, όπως έχει επισημάνει και η Moody’s, δεν κατατάσσεται στις χώρες που κινδυνεύουν ιδιαίτερα, καθώς η έκθεσή της σε ένα σοκ του φυσικού αερίου είναι μέτρια, ενώ η οικονομική ισχύς, όπως και η δημοσιονομική ισχύς είναι υψηλές, παράγοντες που παίζουν ρόλο στην πιστοληπτική αξιολόγηση.
Facebook Comments