Το ελληνικό Χρηματιστήριο συνεχίζει να μην τιμολογεί τα όποια καλά νέα προκύπτουν από το μέτωπο της εγχώριας εταιρικής κερδοφορίας, των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και των θετικών εκθέσεων των οίκων.

Αναλυτές επισημαίνουν πως ένα σημαντικό μέρος της υποτονικότητας και της μη αποφασιστικότητας που δείχνει ο Γενικός Δείκτης, τα οποία και εκμεταλλεύονται οι πωλητές, είναι ο τραπεζικός κλάδος, με τις τραπεζικές μετοχές να δείχνουν ότι δεν μπορούν να δώσουν υψηλότερες τιμές, “τραβώντας” έτσι τη συνολική αγορά. O τραπεζικός δείκτης απέχει περίπου 10% από τα προ διμήνου υψηλά του, παρά τις ελκυστικές μερισματικές διανομές, τη μείωση του business risk και άλλες θετικές εξελίξεις.

Στα βασικά αίτια είναι και το εν αναμονή placement της Εθνικής Τράπεζας. Αφενός υπάρχει αβεβαιότητα για την τιμή στην οποία θα γίνει αυτό, αφετέρου τα χαρτοφυλάκια “φυλάνε” ή μαζεύουν ρευστότητα, ώστε να μπορέσουν να συμμετέχουν στη διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τη συστημική τράπεζα.

Και όταν ο ημερήσιος τζίρος στο Χ.Α. έχει υποστεί καθίζηση – σε σχέση και με τις υψηλές πτήσεις που κατέγραφε στις αρχές τους έτους – είναι λογικό αυτή η ρευστότητα που βγαίνει να πιέζει και να εγκλωβίζει το σύνολο της αγοράς. Άλλωστε κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με άλλα placements τα οποία προηγήθηκαν το τελευταίο 12μηνο. Συνεπώς, παράγοντες της αγοράς θεωρούν ότι όταν η υπόθεση “placement Εθνικής” ολοκληρωθεί, η αγορά θα μπορέσει να πάρει σημαντικές ανάσες.

Ωστόσο σημειώνουν επίσης πως, όπως δείχνει το χρονοδιάγραμμα, αυτό θα συμπέσει με μια κρίσιμη περίοδο για τις αγορές και τους επενδυτές γενικότερα, που δεν είναι άλλη από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Οι διαθέσεις των επενδυτών αυτή την περίοδο θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την πορεία του Χ.Α. 

Εκτός αυτού, οι κίνδυνοι στο ευρύτερο διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον παραμένουν σημαντικοί, με το φάντασμα της ύφεσης να έχει επιστρέψει σε μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία, ενώ φόβοι υπάρχουν και για τις ΗΠΑ. Όπως τόνισε και η Citigroup, οι γεωπολιτικοί και οι οικονομικοί κίνδυνοι επανέρχονται στο επίκεντρο εν μέσω κλιμάκωσης των εντάσεων στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, καθώς και ενόψει των αμερικάνικων προεδρικών εκλογών και της πιθανής οικονομικής επιβράδυνσης των ΗΠΑ και αλλού, αυξάνοντας την πιθανότητα ενός νέου σοκ.

Παράλληλα, η ανησυχία ότι η κορυφή που σημειώνουν πολλές μεγάλες διεθνείς αγορές μπορεί να οδηγήσει σε κάποια νέα και σημαντική διόρθωση, είναι ένα χαρακτηριστικό των τελευταίων μηνών. Όπως προειδοποιεί και η Barclays, έπειτα και από το ράλι που έχουν σημειώσει οι αγορές, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος αποχώρησης των επενδυτών από τις θέσεις τους σε μετοχές ενόψει των εκλογών στις ΗΠΑ.

Η προ ημερών δημοσιοποίηση της αξιολόγησης από τον οίκο Moody’s, ο οποίος ανέβαλε εκ νέου την επενδυτική αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου, αφαίρεσε άλλον ένα καταλύτη ενεργότερης συμμετοχής των επενδυτών στην αγορά.

Επίσης πολύ σημαντικό, οι επενδυτές έχουν βάλει το story της αναβάθμισης του Χ.Α. στο περιθώριο, έπειτα και από την σιγή ιχθύος για το θέμα από την MSCI τον Ιούνιο, αλλά και τη μετάθεση αυτής της απόφασης από την S&P το επόμενο έτος, καθώς κατανοούν πως θα αποτελέσει θέμα του 2025. Ακόμη η ελληνική αγορά υστερεί σε κάποια κριτήρια για την αλλαγή… πίστας, τα οποία είναι και διαφορετικά για τον κάθε πάροχο δεικτών, με τους σημαντικότερους εξ αυτών, την MSCI και τον FTSE, ξεκάθαρα να θέλουν περισσότερο χρόνο ώστε να διασφαλίσουν ότι η αναβάθμιση δεν θα είναι αναστρέψιμη. Σε κάθε περίπτωση, όταν η αναβάθμιση έρθει, θα ενισχύσει τη συναλλακτική δραστηριότητα, ενώ θα βελτιώσει και την επενδυτική βάση.

Ενδεικτική του επιφυλακτικού κλίματος που κυριαρχεί στο Χ.Α. είναι η πρόσφατη έκθεση της JP Morgan, η οποία ουσιαστικά εξηγεί γιατί η ίδια τηρεί ουδέτερη στάση στις ελληνικές μετοχές αυτή τη στιγμή και μετά την υποβάθμιση στην οποία είχε προχωρήσει τον Ιούλιο, τερματίζονται τη θετική της στάση.

Όπως σημείωσε η αμερικάνικη τράπεζα, δεν βλέπει άλλους καταλύτες για το επόμενο διάστημα, ενώ και το “στοίχημα” της ανάκαμψης των ελληνικών τραπεζικών μετοχών εξαντλείται, καθώς οι αποτιμήσεις τους έχουν σε μεγάλο βαθμό κλείσει το χάσμα με αυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών. Παράλληλα επισημαίνει πως το Χ.Α. παραμένει μια αγορά “υψηλού beta” σε σχέση με την Ευρώπη, δηλαδή έχει πολύ μεγαλύτερη μεταβλητότητα και μεγαλύτερο ρίσκο.

Έτσι, το Χ.Α το οποίο είναι «εγκλωβισμένο» εδώ και πολλές εβδομάδες σε στενότατο εύρος μεταξύ των 1.400 και των 1.450 μονάδων, καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να βρει αλλά και να αξιοποιήσει καταλύτες που θα το οδηγήσουν προς το πολυετές υψηλό του Μαΐου και όχι κάτω από τη διαγραμματική στήριξη των 1.400 η οποία αποτελεί το κοντινότερο «οχυρό» πριν την περαιτέρω επιδείνωση της επενδυτικής ψυχολογίας στη λεωφόρο Αθηνών.

Πάντως, τα δεδομένα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της Ελλάδας και οι προσδοκίες για τη συνέχεια παραμένουν ισχυρά, με το ελληνικό ΑΕΠ να αναμένεται να διαμορφωθεί ψηλότερα από το 2,3% του β΄ τριμήνου στα επόμενα τρίμηνα του 2024 και να φτάσει ενδεχομένως το 2,5% στο τέλος του έτους αν επιταχυνθεί η διαδικασία συμβασιοποίησης επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ παράλληλα οι εξαμηνιαίες επιδόσεις των καθαρών κερδών των εισηγμένων καταγράφουν αύξηση κατά 15% για το α’ εξάμηνο, επισημαίνουν οι αναλυτές.

Αυτά σε συνδυασμό με ένα θετικό κλίμα στις διεθνείς αγορές αρκούν και με το παραπάνω να στηρίξουν μία νέα ανοδική φάση στη λεωφόρο Αθηνών. Η Goldman Sachs πάντως διατηρεί τον στόχο για τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις 1.550 μονάδες, ενώ επισημαίνει ότι τα funds που ποντάρουν στις αναδυόμενες αγορές και ειδικά στον τραπεζικό κλάδο είναι τα περισσότερο overweight στις ελληνικές τράπεζες.

Το εάν και το πότε θα έρθει αυτή η βιώσιμη ανοδική φάση, είναι και το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου….

Facebook Comments