Μάχη στήθος με στήθος ανάμεσα στην Κάμαλα Χάρις και στον Ντόναλντ Τραμπ δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ, σχεδόν τρεις εβδομάδες πριν τις προεδρικές εκλογές, και αυτό οδηγεί ορισμένους επενδυτές να προετοιμαστούν για ένα ασαφές ή αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω στις αγορές.
Δεδομένων των προσπαθειών του Τραμπ να ανατρέψει την ήττα του από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν το 2020, οι επενδυτές αναμένουν ότι οποιοδήποτε «στενό» αποτέλεσμα μπορεί να αμφισβητηθεί και φέτος. Η ισορροπία δυνάμεων στο Κογκρέσο διακυβεύεται επίσης, με μια σειρά από δυνητικά στενές διαμάχες που θα μπορούσαν να αυξήσουν την αβεβαιότητα.
«Μάχη μέχρις εσχάτων θα χρειαστεί να δώσουν οι δύο υποψήφιοι και είναι λογικό ότι η πιθανότητα να υπάρξει κάποιου είδους διαφωνία είναι υψηλή», σημειώνει Walter Todd, επικεφαλής επενδύσεων στην Greenwood Capital. Όπως δήλωσε στο Reuters, αναμένει ότι οι μετοχές θα πραγματοποιήσουν sell-off εάν το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο για πολλές ημέρες. «Στις αγορές δεν αρέσει η αβεβαιότητα και σίγουρα δεν θα τους αρέσει το γεγονός εάν δεν ξέρουμε ποιος είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών μία ή δύο μέρες μετά τις εκλογές», όπως τόνισε.
Προς το παρόν, η πολιτική αβεβαιότητα φαίνεται να μειώνει ελάχιστα τον ενθουσιασμό για τις μετοχές, καθώς η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ βοήθησε τον S&P 500 να καταγράψει νέα ιστορικά υψηλά, με τον δείκτη να έχει σημειώσει άνοδο άνω του 20% μέχρι στιγμής φέτος και βρίσκεται σε καλό δρόμο για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά διψήφιων κερδών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εκλογές δεν είναι στο ραντάρ των επενδυτών. Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX, ο οποίος μετρά τη ζήτηση επιλογών για προστασία από διακυμάνσεις μετοχών εντός περιόδου 30 ημερών, έχει αυξηθεί περίπου 6 μονάδες από τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου και τώρα βρίσκεται στο 20,9 – ένα επίπεδο που συνήθως σχετίζεται με υψηλές προσδοκίες για αναταράξεις της αγοράς. Μέρος της ανόδου του VIX αποδίδεται στις επικείμενες εκλογές, λένε οι επενδυτές.
Οι αγορές δικαιωμάτων προαίρεσης (options) αντανακλούν επίσης αυξημένες ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο ενός σοκ στις αγορές. Ο δείκτης Nations TailDex, μια μέτρηση αυτού του κινδύνου, πρόσφατα έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο ενός μήνα.
Ο Michael Purves, Διευθύνων Σύμβουλος της Tallbacken Capital Advisors, πιστεύει ότι οι επενδυτές είναι πολύ συγκεντρωμένοι στις ημέρες πριν και αμέσως μετά τις εκλογές, καθώς ένα αμφισβητούμενο αποτελέσματα θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρές αναταράξεις στις αγορές τις εβδομάδες μετά τις 5 Νοεμβρίου. «Πραγματικά δεν έχει να κάνει τόσο με το αποτέλεσμα, όσο με τον πιθανό κίνδυνο το επόμενο πρωί, οι εκλογές να μην θεωρηθούν έγκυρες από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού», είπε. «Αυτό για μένα είναι ένας πραγματικός κίνδυνος, μια δικαστική έκβαση, όπου οι μετοχές θα καταγράψουν sell-off», όπως επισημαίνει.
Σημειώνεται πως οι μετοχές σημείωσαν απότομη πτώση στα τέλη του 2000, όταν η κούρσα μεταξύ του Τζορτζ Μπους και του Αλ Γκορδεν είχε κριθεί για περισσότερο από ένα μήνα μετά από το ζήτημα που τέθηκε από την εκστρατεία του Γκορ με βάση αμφισβητούμενα αποτελέσματα στη Φλόριντα, το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αμφισβητούμενων εκλογών στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ.
Από την ημέρα των εκλογών του 2000 μέχρι την υποχώρηση του Γκορ πέντε εβδομάδες μετά, στα μέσα του Δεκεμβρίου, ο S&P 500 υποχώρησε 5%, ενώ συνολικά τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο εκείνου του έτους ο δείκτης υποχώρησε κατά 7,6%.
Σύμφωνα πάντως με την JPMorgan Asset Management, όποια αστάθεια και αν προκαλούν οι δυνητικά αμφισβητούμενες εκλογές πιθανότατα θα μετριαστεί μόλις υποχωρήσει η αβεβαιότητα. «Οι εκλογές δημιουργούν αβεβαιότητα, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών τελικά την μειώνουν και την εξαφανίζουν. Στο τέλος της ημέρας καταλήγουμε με μία μετεκλογική άνοδο ή ένα ράλι ακριβώς επειδή η αβεβαιότητα έχει φύγει», όπως επισημαίνει.
Κατά την UBS Wealth Management, η οποία πάντως παραμένει σε γενικές γραμμές θετική για τις μετοχές, οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν επενδυτικά καταφύγια, όπως οι μετοχές κοινής ωφελείας και ο χρυσός, για να αποτρέψουν τα χαρτοφυλάκια έναντι ενός «σφιχτού» ή αμφισβητούμενου αποτελέσματος στις κάλπες.
Σε ότι αφορά τις ευρωπαϊκές μετοχές ειδικότερα πάντως, η άποψη της UBS είναι πως έπειτα και από το σημαντικό ράλι που έχουν καταγράψει, τα περιθώρια για ισχυρή περαιτέρω άνοδο είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα, ανεξάρτητα από τις εκλογές των ΗΠΑ. Όποτε θεωρεί πως ο αντίκτυπος των εκλογών θα είναι σε επίπεδο κλάδων, παρά στο σύνολο της αγοράς.
Μια κυβέρνηση Χάρις θα είναι σε μεγάλο βαθμό συνέχεια του status quo, ευνοώντας πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή, οι οποίες θα είναι χρήσιμες για τις εταιρείες – ηγέτες της πράσινης τεχνολογίας της Ευρώπης στους τομείς της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αλλαγές φόρων από την Χάρις θα είναι επωφελής για τους καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων, ευνοώντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες που είναι πιο εκτεθειμένες σε αυτό το τμήμα.
Σε μία κυβέρνηση Τραμπ, η εστίαση θα είναι στους εμπορικούς δασμούς, το πιο χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον, την ώθηση για χαμηλότερους φόρους, τη μερική ανάκληση συγκεκριμένων κινήτρων του IRA (νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού) και την πίεση στην ΕΕ να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Οι κλάδοι της ενέργειας και των τραπεζών θα επωφεληθούν από ένα πιο χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον, ειδικά οι μετοχές εταιρειών και τραπεζών με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ. Ωστόσο οι ευρωπαϊκές τράπεζες με περισσότερο εγχώριο προσανατολισμό, θα μπορούσαν να χάσουν περαιτέρω ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις αντίστοιχες των ΗΠΑ. Οι χαμηλότεροι φόροι στις ΗΠΑ για καταναλωτές υψηλότερων εισοδημάτων θα μπορούσαν να είναι υποστηρικτικοί για τις ευρωπαϊκές εταιρείες ειδών πολυτελείας, ενώ οι επιχειρήσεις που επωφελούνται από υψηλότερες ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες θα έχουν επίσης σχετικά καλή πορεία.
Εάν μια προεδρία Τραμπ καταφέρει να αποδυναμώσει ορισμένες πτυχές του IRA και άλλων πρωτοβουλιών βιωσιμότητας και πράσινης ενέργειας, αυτό μπορεί να επηρεάσει τις βιομηχανίες και τις εταιρείες κοινής ωφελείας της Ευρώπης, καθώς και τους Ευρωπαίους κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ οι υψηλότεροι εμπορικοί δασμοί θα ήταν επίσης αρνητικοί για τις μετοχές εταιρειών με άμεση έκθεση σε εξαγωγές στις ΗΠΑ, όπως κατασκευαστές αυτοκινήτων.
Facebook Comments