Τεκμαρτό ελεύθερων επαγγελματιών: Η ελευθερία στο εκτελεστικό απόσπασμα
Η πρόσφατη «φορολογική μεταρρύθμιση» ή αλλιώς τεκμαρτό των ελευθέρων επαγγελματιών αποτελεί ένα ακόμα πολύ σοβαρό πλήγμα στην ήδη κακή θέση της χώρας
Η πρόσφατη «φορολογική μεταρρύθμιση» ή αλλιώς τεκμαρτό των ελευθέρων επαγγελματιών αποτελεί ένα ακόμα πολύ σοβαρό πλήγμα στην ήδη κακή θέση της χώρας
Δεν χρειάζεται παρά να ανατρέξει κανείς στις πρόσφατες έρευνες του ΚΕΦΙΜ για να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα μόνο εύκολη χώρα δεν είναι για το επιχειρείν. Στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας η Ελλάδα βρίσκεται στην 70η θέση παγκοσμίως και στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον δε δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα καταλαμβάνει την 27η θέση ανάμεσα σε 38 χώρες.
Η πρόσφατη «φορολογική μεταρρύθμιση» ή αλλιώς τεκμαρτό των ελευθέρων επαγγελματιών αποτελεί ένα ακόμα πολύ σοβαρό πλήγμα στην ήδη κακή θέση της χώρας ως προς τον οικονομική ελευθερία και την φορολογική ανταγωνιστικότητα, αλλά κυρίως πλήγμα στις ατομικές ελευθερίες και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Ξεκινώντας από το υπαρκτό πρόβλημα της φοροδιαφυγής, η στόχευση του τεκμαρτού ήταν η είσπραξη ενός μίνιμουμ ποσού/κεφαλικού φόρου από κάθε φορολογούμενο (και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης) αδιαφορώντας για την πραγματικότητα του κατά πόσον υπάρχει όντως φοροδιαφυγή, αλλά αντίθετα δημιουργώντας ένα «τεκμήριο φοροδιαφυγής» το οποίο συνίσταται στην ιδέα ότι «όποιος δεν βγάζει όσα ο μισθωτός του κατώτατου μισθού είναι ψεύτης και κλέφτης και άρα φορολογείται κατ’ελάχιστον για το ποσό αυτό». Οι υπέρμαχοι της ιδέας αυτής, θα υποστηρίξουν ότι το τεκμήριο είναι μαχητό και το ότι αμφισβητήθηκε από ελάχιστους αποδεικνύει το γεγονός ότι οι αυτοαπασχολούμενοι είναι ψεύτες και κλέφτες. Αντίθετα, οι άμεσα θιγόμενοι θα υποστηρίξουν ότι πρόκειται για ένα αυθαίρετο τεκμήριο, που δεν προκύπτει από πραγματικά δεδομένα και ότι η πρόκληση του τεκμηρίου απέναντι σε ένα καφκικό κράτος είναι ένας εφιάλτης, στον οποίο κανένας λογικός άνθρωπος δεν επιθυμεί (οικειοθελώς) να υποβληθεί.
Η νομοθεσία αυτή -της οποίας η ακύρωση εκκρεμεί στο ΣτΕ- είναι εξόχως προβληματική σε περισσότερες πτυχές της.
Πρώτο πρόβλημα η πραγματικότητα: Το πρώτο και κυριότερο πρόβλημα του τεκμαρτού είναι η ίδια η πραγματικότητα. Όσο κακόπιστος και να είναι κανείς απέναντι στους αυτοαπασχολούμενους, προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα ότι αρκετά σημαντικό μέρος των αυτοαπασχολουμένων ασχολείται μόνο περιστασιακά ή ευκαιριακά με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Η περιστασιακή αυτή απασχόληση έχει να κάνει είτε με προσωπικά προβλήματα (λόγους υγείας, φροντίδα υπέργηρων γονέων), είτε με ανάγκες της οικογένειας (ανατροφή παιδιών, λοχεία) είτε με πραγματικούς λόγους, όπως π.χ. κατά την περίοδο κόβιντ μεγάλο μέρος των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων είχαν παγώσει, είτε τέλος με την ελεύθερη επιλογή του επαγγελματία να εργάζεται μόνο περιστασιακά και με τους δικούς του όρους. Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή αυτή παίζει και το γεγονός ότι με το ελεύθερο επάγγελμα εξασφαλίζεται ασφάλιση για τον αυτοαπασχολούμενο και την οικογένεια του. Αυτήν άλλωστε την πραγματικότητα την αναγνωρίζει τόσο ο εθνικός, όσο και ο κοινοτικός νομοθέτης έχοντας δημιουργήσει πληθώρα κανόνων γύρω από το καθεστώς των πολύ μικρών επιχειρήσεων (εξαιρουμένων από το ΦΠΑ), με όριο τζίρου μόλις τα 10.000 € στην Ελλάδα και τα 85.000 € στην ΕΕ. Πώς γίνεται κατά συνέπεια ο εθνικός νομοθέτης του τεκμηρίου να έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την απτή πραγματικότητα που ο ίδιος έχει αναγνωρίσει νομοθετικά? Πρακτική συνέπεια της αντίφασης αυτής είναι ο νομοθέτης να αναγνωρίζει ότι ατομικές επιχειρήσεις μπορεί να έχουν τζίρο μέχρι 10.000 € (δηλαδή ας υποθέσουμε κέρδη 50% αυτού 5.000 ευρώ), ωστόσο τεκμαίρει την ίδια στιγμή ότι η ίδια επιχείρηση έχει κέρδη 14.534,52 € (τεκμαρτό για αυτοαπασχολούμενο 13ετίας)!!
Δεύτερο πρόβλημα η ανισότητα: Το δεύτερο εξίσου σημαντικό πρόβλημα με την αγνόηση της πραγματικότητας είναι η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων και η ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων που επιτυγχάνεται μέσα από τη νομοθέτηση του τεκμαρτού.
Πρώτον, η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων συνίσταται στην ανισότητα μεταξύ ατομικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που έχουν διαφορετική νομική μορφή. Ουσιαστικά «ποινικοποιούνται» οι ζημιές ανάλογα με τον τύπο επιχείρησης, ατομικής ή μη. Στην περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής είσαι ελεύθερος να έχεις ζημιές ή μικρά κέρδη (έχεις δικαίωμα δηλαδή να ισχύει η πραγματικότητα του επιχειρείν, να έχεις μια κακή χρονιά), στην περίπτωση όμως της ατομικής επιχείρησης, εφ’όσον δεν δούλεψες για τον οποιονδήποτε λόγο και έχεις μπει και μέσα από τις πληρωμές παγίων εξόδων και ασφαλιστικών εισφορών, τότε ο νομοθέτης σε βαφτίζει ψεύτη και κλέφτη και σε φορολογεί για κέρδη 14.534,52 € (τεκμαρτό για αυτοαπασχολούμενο 13ετίας).
Δεύτερον, η ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων συνίσταται στην φορολόγηση μη μισθωτών με βάση την κατώτατη αμοιβή των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι τελούν σε τελείως διαφορετικές συνθήκες. Όπως έκρινε άλλωστε και το ΣτΕ στην απόφαση που έκρινε την αντισυνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου «η υπαγωγή στην ασφάλιση, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών (άρθρα 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016), αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες».
Τρίτον, ενώ χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού για το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα ο κατώτατος μισθός του μισθωτού, η ανισότητα επιτείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι για την φορολόγηση αυτού του φανταστικού εισοδήματος χρησιμοποιείται η κλίμακα φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων. Συνέπεια αυτού είναι ότι ενώ ένας μισθωτός 13ετίας με καθαρές αποδοχές 10.052,99 € με 1 παιδί πληρώνει φόρο 11,66 €, ένας αυτοαπασχολούμενος 13ετίας με τις ίδιες καθαρές αποδοχές καλείται να πληρώσει 1897,60 € (ενώ με το προηγούμενο σύστημα θα καλούνταν να πληρώσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 911,65 €). Η απόλυτη ανισότητα δηλαδή!!
Τρίτο πρόβλημα ο περιορισμός της ελευθερίας: Βασικός πυλώνας του ελληνικού Συντάγματος είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, πτυχή της οποίας είναι η συμμετοχή στην οικονομική ζωή και η επαγγελματική ελευθερία, που περιλαμβάνει την επιλογή του επαγγέλματος, καθώς και την επιλογή του τρόπου, τόπου και χρόνου άσκησης του. Η θεσμοθέτηση του τεκμαρτού, παρ’ότι δεν απαγορεύει ρητά την άσκηση κάποιου επαγγέλματος, εμμέσως λειτουργεί ως ένα εμπόδιο για όσους επαγγελματίες έχουν επιλέξει μια περιστασιακή σχέση με το επάγγελμα τους, αφού ουσιαστικά τους επιβάλλει ένα ετήσιο τέλος πολλαπλάσιο του προηγούμενου καθεστώτος του τέλους επιτηδεύματος και το οποίο τελικά καθιστά απαγορευτική την άσκηση του επαγγέλματος της επιλογής τους και εν τέλει τη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας. Ιδιαίτερα πλήττεται η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής και η ίδια η επιλογή της αυτοαπασχόλησης, από ανθρώπους που έχουν επιλέξει να απέχουν της μισθωτής εργασίας. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος πώς επαγγελματίες με πενιχρά εισοδήματα θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ασκούν το ελεύθερο επάγγελμα αντιμετωπίζοντας το δυσβάσταχτο αυτό χαράτσι, το οποίο πρακτικά τους αναγκάζει να κλείσουν τα βιβλία τους και είτε να περάσουν στην μαύρη οικονομία είτε να εγκαταλείψουν το επάγγελμα της επιλογής τους.
Τέταρτο πρόβλημα η επίθεση στους πιο αδύναμους: Τέλος, το τεκμαρτό αντιβαίνει στην όλη φιλοσοφία του φορολογικού μας συστήματος, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η στήριξη των πιο αδύναμων και ιδιαίτερα όσων βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Εκδήλωση της φιλοσοφίας αυτής του ελληνικού φορολογικού συστήματος είναι η προοδευτικότητα της φορολογίας με την απαλλαγή των πολύ χαμηλών εισοδημάτων και η επιβολή ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στους πιο αδύναμους αυτοαπασχολούμενους. Την βασική αυτή αρχή έρχεται να ανατρέψει το τεκμαρτό πλήττοντας με βαναυσότητα τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας.
Έχοντας υπ’όψιν τα δεδομένα του ΕΦΚΑ-ΚΕΑΟ, σύμφωνα με τα οποία η συντριπτική πλειονότητα των οφειλών προέρχονται από αυτοαπασχολούμενους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις ρυθμίσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος είναι καλύτερα εξοπλισμένο από ποτέ με εργαλεία που δεν υπήρχαν ποτέ ιστορικά στο παρελθόν και τα οποία του επιτρέπουν να συλλάβει πολύ πιο εύκολα την φοροδιαφυγή (που ήταν και ο υποτιθέμενος στόχος της φορολογικής μεταρρύθμισης), η θέσπιση του τεκμαρτού είναι άστοχη και ενώ εισπρακτικά μπορεί να πετύχει τον στόχο κάποιων επιπλέον 500 εκ. εσόδων, τα πρακτικά του αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά για μεγάλο μέρος αυτοαπασχολουμένων και δη των πιο αδύναμων.
Facebook Comments