Ένα ακόμα Eurogroup πέρασε άπρακτο. Παρά τις προ ολίγων ημερών διαβεβαιώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού από βήματος της Βουλής ότι οριστικά στις 20 Μαρτίου θα κλείσει η αξιολόγηση, μετά τον «έντιμο συμβιβασμό» που είχε, υποτίθεται, επιτευχθεί στο προηγούμενο Eurogroup. Βεβαίως, ο Αλέξης Τσίπρας κι οι υπουργοί του μας διαβεβαίωναν ότι η αξιολόγηση θα είχε κλείσει από τις 5 Δεκεμβρίου. Κι από τότε έχουν περάσει περίπου 4 μήνες χωρίς να έχει προχωρήσει ούτε ένα μικρό βήμα. Μάλιστα στην τελευταία συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (που συμπτωματικά και μόνον συνέπεσε με την πρώτη μέρα της άνοιξης, ημερολογιακά), ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κι ο αναπληρωτής του Γ. Χουλιαράκης, που εκπροσώπησαν την Ελλάδα, δεν πήραν το παραμικρό. Ούτε καν μια ημερομηνία επιστροφής των εκπροσώπων των δανειστών για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, που βρίσκονται σε τέλμα. Καθώς η κυβερνητική φενάκη περί «πολιτικής λύσης», που για μια ακόμα φορά ήλπιζαν οι συριζαίοι κυβερνήτες μας, συνεχίστηκε. «Πολιτική λύση», όπως την περιμένουν ο κ. Τσίπρας κι οι σύντροφοι του, δεν υφίσταται. Όπως δεν υπήρξε ποτέ από το 2015 και μετά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο χρόνος περνάει αμείλικτα για την ελληνική οικονομία, για την αγορά και το τραπεζικό σύστημα, που βυθίζονται στη διαρκή αβεβαιότητα και στην τρομακτική έλλειψη ρευστότητας.

Τώρα, η κυβέρνηση θέτει νέο…ορόσημο. Την 7η Απριλίου, το επόμενο Eurogroup, οπότε ελπίζεται ότι θα κλείσει η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement), προκειμένου στο μεθεπόμενο Eurogroup στις 22 Μαϊου να έχει πλήρως ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση και να γίνει η εκταμίευση των 6,5δις ευρώ, που εκκρεμούν και που είναι εντελώς απαραίτητα για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας μας, καθώς όσο μπαίνουμε στο καλοκαίρι, οι πιέσεις θα γίνονται ασφυκτικές. Αλλά κι αυτό το ορόσημο είναι πολύ πιθανόν να ξεπεραστεί άπρακτο. Ήδη κάτι τέτοιο το υπονόησε κι ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάϊσελμπλουμ, που τόνισε σε συνέντευξη του ότι η αξιολόγηση δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα. Αυτό λένε κι οι διεθνείς αναλυτές. Σε τελευταία έκθεση του, ο τραπεζικός κολοσσός Citigroup ισχυρίζεται ότι όλα πάνε για το καλοκαίρι και βλέπουμε. Ενώ το διεθνές πρακτορείο Bloomberg προβλέπει ότι η Ελλάδα μπαίνει σε νέες, σκληρές περιπέτειες, που θυμίζουν το αλήστου μνήμης καλοκαίρι του 2015, που φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού.

Το ότι το ορόσημο του Απριλίου δεν πρόκειται να πιαστεί, αντίθετα από ότι λένε οι συνεχώς διαψευδόμενοι κυβερνήτες μας, ενισχύεται κι από δύο ακόμα γεγονότα. Το πρώτο είναι χρονικό. Από την στιγμή, που δεν ορίστηκε ημερομηνία επιστροφής της τρόϊκας, ο χρόνος μέχρι τις 7 Απριλίου είναι απελπιστικά λίγος, 17 μόλις μέρες, για να έχει ολοκληρωθεί μια διαπραγμάτευση, που καρκινοβατεί εδώ και μήνες και πρόοδος δεν υπάρχει, ιδίως στα εργασιακά και τα ενεργειακά, που είναι για την κυβέρνηση Τσίπρα ακόμα πιο ακανθώδη ζητήματα από ότι είναι η μείωση του αφορολογήτου (που έχει συμφωνηθεί) κι η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις (για την οποίαν ο χρόνος εφαρμογής της δεν έχει ακόμα συμφωνηθεί).

Το δεύτερο αφορά την στάση του ΔΝΤ, που ακόμα δεν έχει πλήρως αποσαφηνισθεί και εκτιμάται ότι δεν πρόκειται να λάβει τις οριστικές του αποφάσεις για τον τρόπο συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα πριν από την εαρινή του σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί αμέσως μετά το Πάσχα, το β’ 15νθήμερο του Απριλίου στην Ουάσιγκτον.

Βεβαίως χτες τόσο ο κ. Ντάϊσελμπλουμ όσο κι ο αρμόδιος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί επιχείρησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις δηλώνοντας ότι είναι εφικτό να υπάρξει μια συμφωνία μέχρι τις 7 Απριλίου. Αλλά αυτό είναι λίαν αμφίβολο αν κι οι ίδιοι το πιστεύουν. Καθώς το μεγάλο αγκάθι παραμένει το ζήτημα των εργασιακών μέτρων, κι ιδίως ο συνδικαλιστικός νόμος, τον οποίον φοβάται η κυβέρνηση, διότι θα την φέρει αντιμέτωπη με την αριστερή πτέρυγα της και τους συνδικαλιστές, περισσότερο κι από την μείωση των συντάξεων.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον των συνεχιζόμενων(;) διαπραγματεύσεων, η αγορά κι η οικονομία εκπέμπουν SOS. Ποτέ η κατάσταση δεν ήταν χειρότερη από το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015, όσο σήμερα. Από την αρχή του έτους, η οικονομία εκτιμάται ότι βρίσκεται σε βαθιά ύφεση. Ο τζίρος της αγοράς είναι στο ναδίρ κι η έλλειψη ρευστότητας πρωτοφανής. Συνεχίζονται οι εκροές καταθέσεων με το τραπεζικό σύστημα να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 4 δις έφυγαν το τελευταίο τρίμηνο από τις συστημικές τράπεζες. Τα λουκέτα πολλαπλασιάζονται, η ανεργία αυξάνεται, ο ΟΑΕΔ καταγράφει συνεχώς νέους ανέργους, τα «κόκκινα δάνεια» δεν εξυπηρετούνται, ακόμα κι αυτά που μπήκαν σε ρύθμιση, οι κατασχέσεις από την Εφορία πέφτουν βροχή, ένας στους δύο Έλληνες έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο, η μεγάλη μετανάστευση πολιτών και επιχειρήσεων συνεχίζεται με αυξανόμενη ένταση. Και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, που οι οικονομικοί αναλυτές θεωρούν ότι μπορεί να οδηγήσει σε ξαφνικό κραχ, ο κ. Τσίπρας προτιμά να συνεχίζει τους επικοινωνιακούς του αποπροσανατολισμούς, ανακοινώνοντας νέες εξεταστικές επιτροπές για την Υγεία και τις αμυντικές δαπάνες επί υπουργίας του Γιάννου Παπαντωνίου.

Facebook Comments