Στις τράπεζες για να μη «σκάσει» το δάνειο θα πηγαίνει ό,τι ποσό περισσεύει από τη διαφορά εισοδήματος και εξόδων διαβίωσης. Η διάρκεια πληρωμής θα επιμηκύνεται και το νοικοκυριό θα διευκολύνεται στην εξυπηρέτησή του. Κάπως έτσι περιγράφεται ο νέος τρόπος με τον οποίο θα ρυθμίζονται τα «κόκκινα» δάνεια των νοικοκυριών, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη λήψη αποφάσεων για την άρση εμποδίων, προκειμένου να διακανονιστούν και τα δάνεια των επιχειρήσεων.

Το κυβερνητικό συμβούλιο διαχείρισης ιδιωτικού χρέους που θεσπίστηκε κατόπιν συμφωνίας τρόικας και κυβέρνησης για να εφαρμοστεί το λεγόμενο ιρλανδικό μοντέλο στα δάνεια και τις τράπεζες έπιασε από χθες Παρασκευή δουλειά και ξεκινά τις διαδικασίες.

Δύο είναι οι βασικές αρχές τις οποίες και αναμένεται οι υπουργοί Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας και Δικαιοσύνης να καθιερώσουν, προκειμένου να μην υπάρχουν αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις τράπεζες και τους δανειολήπτες. Οι «ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης» και ο «συνεργάσιμος δανειολήπτης».

1. Οι «ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης», σύμφωνα με το ιρλανδικό μοντέλο, είναι μία επίσημη λίστα με τα αναγκαία έξοδα των νοικοκυριών, είτε αυτά είναι οικογένειες με παιδιά, είτε ζευγάρια είτε μεμονωμένα άτομα. Έχει γίνει αποδεκτός από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ένας κατάλογος με τα μηνιαία έξοδα για διατροφή, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση, ψυχαγωγία, ένδυση, επικοινωνία, ασφαλιστική κάλυψη, θέρμανση, ηλεκτροδότηση κ.λπ.

Έχει ληφθεί υπόψη ένα μέσο αποδεκτό κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών (ανάλογα με τα μέλη) και σύμφωνα με αυτό οι τράπεζες και οι δανειολήπτες προχωρούν σε συμφωνίες για τη διευθέτηση των οφειλών. Η λίστα με τις δαπάνες είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς έχει καταρτιστεί με βάση το αρχείο και τις μετρήσεις που κάνει η ιρλανδική στατιστική αρχή, κάτι το οποίο αναμένεται να πράξει στη χώρα μας και η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται ανάμεσα στα 550 με 1.000 ευρώ ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού.

2. Πέρα από αυτόν τον κατάλογο των εξόδων, καθιερώθηκε και η έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Είναι αυτός, με απλά λόγια, που δεν κρύβει στοιχεία από τις τράπεζες, π.χ. έσοδα, περιουσιακά στοιχεία. Με τον ορισμό αυτό η κάθε τράπεζα δεν μπορεί να χαρακτηρίζει με αδιαφανή κριτήρια κάποιο δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο και να απορρίπτει a priori σχέδια αναδιάρθρωσης χρεών. Συνεπώς, η τράπεζα υποχρεώνεται να εξετάσει σοβαρά κάθε περίπτωση ξεχωριστά, εφόσον πληρούνται βασικές προϋποθέσεις.

Έτσι, με τον κατάλογο που περιλαμβάνει τις «ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης» καθώς και τα κριτήρια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», οι τράπεζες και τα δανεισμένα νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταποκριθούν λόγω της ύφεσης στις δανειακές υποχρεώσεις τους θα μπορούν να καθίσουν σε ένα τραπέζι και γρήγορα να έλθουν σε έναν συμβιβασμό.

Στην Ιρλανδία και στις άλλες χώρες που εφαρμόζεται το περιγραφόμενο μοντέλο, οι τράπεζες υπολογίζουν με βάση το κόστος διαβίωσης τα έξοδα που χρειάζεται μία οικογένεια για να ζήσει και στη συνέχεια ερευνούν και συζητούν με το δανειολήπτη πώς θα αξιοποιήσουν το εναπομείναν καθαρό εισόδημα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις στην Ιρλανδία, όπως αναφέρουν πληροφορίες, οι δανειστές προχωρούν ακόμη και σε διαγραφές χρεών, όταν διαπιστώνουν πως ένα δάνειο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τη στιγμή που δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα αλλά και ούτε προοπτική δημιουργίας του. Επίσης γίνονται πολλοί διακανονισμοί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη χάνει η τράπεζα αλλά και ο δανειολήπτης να βγαίνει ωφελημένος.

ΤΟ NON-PAPER ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ – ΤΡΟΪΚΑΣ
Επτά προβλήματα στις αναδιαρθρώσεις

Πέρα από τους δύο βασικούς κανόνες, η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα έχουν διαπιστώσει διάφορα εμπόδια, δυσλειτουργίες και παραλείψεις που κρατούν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών «κόκκινα» δάνεια. Μόνο αν αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα οι τράπεζες θα μπορέσουν να προχωρήσουν στη ρύθμιση δανείων, χωρίς να διακινδυνεύσουν τα κεφάλαιά τους. Τα προβλήματα περιγράφονται από κυβερνητικές πηγές ως εξής:

Ελλειψη εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης

«Οι υπηρεσίες παροχής συμβουλών αναδιάρθρωσης των οφειλών ιδιωτών είναι σχεδόν ανύπαρκτες στην Ελλάδα και ως εκ τούτου οι οφειλέτες δεν είναι σε θέση να διακρίνουν αν μια λύση αναδιάρθρωσης των δανείων που προτείνεται από έναν πιστωτή είναι υπέρ τους ή όχι. Αυτό τους δημιουργεί απροθυμία σε προτεινόμενες αναδιαρθρώσεις και τροποποιήσεις των δανείου τους, με αποτέλεσμα να προτιμούν τη δικαστική διέξοδο. Οι υπηρεσίες των τραπεζών είναι περιορισμένες και δεν θεωρούνται αμερόληπτες, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να μην τις εμπιστεύονται». Στο σημείο αυτό προτείνεται η δημιουργία γραφείων παροχής συμβουλών σε νοικοκυριά. Αυτά θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από ειδικούς στους δήμους αλλά και σε ενώσεις καταναλωτών. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, έχει διαπιστωθεί ότι έχουν βελτιωθεί οι υπηρεσίες τους.

Εκπαιδευτική στήριξη των μικρών επιχειρήσεων

«Πολλές χώρες έχουν ενώσεις ή ιδρύματα για την εκπαίδευση των ΜμΕ αναφορικά με τις τραπεζικές συναλλαγές. Μόνο οι επαγγελματικές υπηρεσίες παροχής συμβουλών είναι διαθέσιμες στην Ελλάδα και το κόστος είναι συχνά απαγορευτικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις». Συζητείται η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη δημιουργία γραφείων ενημέρωσης στα επιμελητήρια.

Εντοπίζονται μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης.

«Τα δικαστήρια δεν ακολουθούν τα χρονικά όρια που τίθενται από την πολιτική δικονομία. Εκδίκαση απαιτήσεων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων λαμβάνουν δικάσιμο μέχρι και 3 χρόνια μετά την κατάθεση. Οι υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών μπορεί να συζητηθούν ακόμα και μετά από 10 χρόνια». Ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν έχει ακόμη λειτουργήσει. Το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ξεκινήσει να τον μελετά και θέλει να τον προωθήσει. Στις σκέψεις είναι επίσης η δημιουργία ενός μητρώου όπου δεν θα είναι μόνο δικηγόροι αλλά και άλλες ειδικότητες και οι δανειολήπτες θα επιλέγουν άτομα για τη συνεννόηση με τις τράπεζες προκειμένου να ρυθμίσουν τα δάνεια. Τα νοικοκυριά δεν θα ταλαιπωρούνται από τα δικαστήρια.

Οι διαδικασίες πτώχευσης των επιχειρήσεων χρήζουν ριζικής αναμόρφωσης.

«Στην Ελλάδα το Πτωχευτικό Δίκαιο (Εμπορικό) είναι αρκετά εκσυγχρονισμένο και βασίζεται σε μεταφορά του γερμανικού, αλλά φαίνεται να εφαρμόζεται ελλιπώς. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών που έχει την πλειονότητα των ελληνικών εμπορικών πτωχεύσεων, υπάρχουν μόνο δύο δικαστές, οι οποίοι ασχολούνται με σχεδόν 1.300 εκκρεμείς υποθέσεις πτώχευσης. Οι δικαστές είναι περιορισμένης εκπαίδευσης, ενώ ταυτόχρονα υποχρεούνται ανά δύο χρόνια να αντικαθίστανται». Απαιτείται η τοποθέτηση περισσότερων δικαστών και με μεγαλύτερη πείρα.

Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης δημιουργούν μεγάλες δαπάνες και άσχημα αποτελέσματα.

«Υπάρχουν περιπτώσεις που η διαδικασία μπορεί να φτάσει τα 20 χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί και οι σύνδικοι και εμπλεκόμενοι πληρώνονται μόνο εκ των υστέρων. Οι περισσότερες περιπτώσεις για τις οποίες η διαδικασία της πτώχευσης ολοκληρώνεται σε δύο χρόνια ή και λιγότερο, οφείλονται στην ανυπαρξία περιουσίας – οι εγγυήσεις που δεν αφορούν σε ακίνητα (μηχανήματα, οχήματα, εξοπλισμός, κ.λπ.) είναι συνήθως άνευ αξίας λόγω της υποτίμησης».

Η αποτελεσματική εφαρμογή της πτωχευτικής διαδικασίας παρεμποδίζεται από την έλλειψη έμπειρων και αξιόπιστων διαχειριστών σε θέματα πτωχεύσεων.

«Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, η Ελλάδα δεν έχει ένα σώμα από επαγγελματίες διαχειριστές σε θέματα πτωχεύσεων. Προς το παρόν, μόνο οι δικηγόροι μπορούν να ενεργούν υπό την ιδιότητα αυτή και στερούνται συχνά απαιτούμενων δεξιοτήτων, προκειμένου να προβούν στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων. Επίσης λογιστές, εκτιμητές, φοροτεχνικοί είναι διστακτικοί στο να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, καθώς η πληρωμή τους μπορεί να περάσει τα 10 χρόνια». Εξετάζεται η ενθάρρυνση της παροχής κινήτρων για τους εκκαθαριστές ώστε να αναμειχθούν και να ασχοληθούν. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεσπιστεί αλλαγή στον τρόπο αμοιβής τους. Να γίνεται με κάποιον τρόπο νωρίτερα.

Το Πτωχευτικό Δίκαιο προβλέπει μια προ-διαδικασία πτώχευσης (άρθρο 99), με ελάχιστα παραδείγματα επιτυχούς έκβασης.

«Πολλές εταιρείες εφαρμόζουν την ανωτέρω διαδικασία, αλλά για τις περισσότερες επιχειρήσεις διαπιστώνεται ότι δεν είναι βιώσιμη. Από το 2007, μόνο 12 υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην αναμόρφωση του άρθρου 99 και μόνο 1 ολοκληρώθηκε». Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει έλλειψη πτωχευτικών δικαστών. Επίσης, μόνο οι δικηγόροι δύνανται να επιβλέπουν τη διαδικασία του άρθρου 99, και μόνον όσοι έχουν τουλάχιστον πέντε χρόνια εμπειρίας. Τα δικαστήρια διαπιστώνουν ότι οι δικηγόροι δεν είναι ικανοί για να κάνουν συστάσεις επί επιχειρησιακών θεμάτων.

Facebook Comments