Ισπανία και Καταλονία

Η Ισπανία είναι μια μεγάλη χώρα με έκταση 506000 τ.χλμ. και πληθυσμό 46,5 εκατομμύρια.

Είναι χωρισμένη σε 14 αυτόνομες κοινότητες – «επαρχίες», σε τρεις από τις οποίες (Γαλικία, χώρα των Βάσκων, Καταλονία) έχει αναγνωριστεί επίσημα το ιδιαίτερο εθνικό στοιχείο ως «εθνότητα» (nacionalidades).

Ειδικά η Καταλονία (με έκταση 32,108 km2 και πληθυσμό 7,5 εκατομμύρια) διαθέτει δική της κυβέρνηση και δικό της κοινοβούλιο με αυξημένες αρμοδιότητες και επιπλέον η καταλανική θεωρείται επίσημη γλώσσα του ισπανικού κράτους (!) και φυσικά της ίδιας.

Τα παιδιά του δημοτικού στην Καταλονία διδάσκονται στα καταλανικά, με τα ισπανικά να διδάσκονται μόνο 2 ώρες την εβδομάδα.
Και όλα τα παραπάνω μολονότι το 46,5% του πληθυσμού της θεωρεί την ισπανική ως μητρική γλώσσα έναντι 37,3% που έχουν ως μητρική γλώσσα τα καταλανικά.

Διαθέτει λοιπόν μεγάλη αυτονομία, αναγνώριση των κατοίκων της ως «εθνότητας», σεβασμό στη γλώσσα της, ενώ συγχρόνως απολαμβάνει το προνόμιο να ανήκει σε μια μεγάλη και ιστορική χώρα και παράλληλα να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι αυτονομιστές

Με αυτά ως δεδομένα, θα έλεγε κανείς ότι είναι μάλλον ανόητοι και φανατικοί εθνικιστές αυτοί που επιθυμούν την απόσχιση από την υπόλοιπη Ισπανία.

Ωστόσο, όταν υπάρχει δημοκρατία, όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν τις απόψεις τους και να επιδιώκουν να υπερισχύσουν αυτές έναντι των άλλων.

Με τον απαράβατο όμως όρο, να μην παραβιάζεται η δημοκρατία, όπως αυτή εκφράζεται από την τήρηση ενός δημοκρατικού συντάγματος, το οποίο τους έχει παραχωρήσει τόσα πολλά προνόμια σε σχέση με αυτονομία και ιδιαιτερότητα. Πολύ περισσότερο όταν η ίδια η Καταλονία υπέφερε από ιδιαίτερη καταπίεση κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο, το οποίο μεταξύ άλλων δεν επέτρεπε να μιλούνται τα καταλανικά πουθενά σε δημόσιους χώρους…

Το ισπανικό σύνταγμα λοιπόν δεν προβλέπει «απόσχιση» ισπανικών εδαφών και δημιουργία ανεξαρτήτων κρατών και φυσικά ούτε δημοψηφίσματα που να επιλύουν παρόμοια ζητήματα. Επιπλέον το ανώτατο δικαστήριο της χώρας είχε χαρακτηρίσει άκυρο οποιοδήποτε δημοψήφισμα θα επιχειρείτο με το ερώτημα της ανεξαρτητοποίησης.

Το «δημοψήφισμα» και η απόπειρα καταστολής του

Κόντρα σε όλα αυτά, ο Καταλανός πρόεδρος Carles Puigdemont και το καταλανικό κοινοβούλιο αποφάσισε (με ανορθόδοξες μεθόδους, όπως κατήγγειλε η αντιπολίτευση) τη διενέργεια δημοψηφίσματος.

Τι θα έπρεπε να κάνει η κεντρική κυβέρνηση;

Με δεδομένη το Σύνταγμα και τη δικαστική απόφαση για αντισυνταγματικότητα έπρεπε να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να το αναγνωρίσει σε καμιά περίπτωση και ότι, αν παραταύτα διενεργηθεί, δεν θα είναι τίποτα άλλο από απλή έκφραση γνώμης κάποιου τμήματος του πληθυσμού, μια «διευρυμένη» δημοσκόπηση και τίποτα περισσότερο.
Έτσι θα υποβάθμιζε τη σημασία του πριν γίνει και αφού γίνει το «δημοψήφισμα». Πολύ περισσότερο που το αποτέλεσμα δεν αναμενόταν να έχει πάνω από 45% υπέρ της ανεξαρτητοποίησης.

Όμως, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Mariano Rajoy αποφάσισε αλλιώς: Να το απαγορεύσει και να ασκήσει βία εναντίον όσων θα επιχειρούσαν να συμμετάσχουν.

Έτσι κατέστησε «ήρωες» τους αυτονομιστές του Puigdemont προσφέροντας στον τελευταίο το επιχείρημα ότι «καταστρατηγήθηκε η δημοκρατία» και ότι «αν δεν υπήρχε βίαιη καταστολή, το αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς πλειοψηφικό υπέρ της ανεξαρτητοποίησης», κάτι που αποτελεί εντελώς αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό συμπέρασμα.
Σε ένα κρεσέντο τυχοδιωκτισμού μάλιστα δήλωνε (σε άπταιστα… ισπανικά!)  ότι πρόκειται να ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας…

Αυτό κι αν είναι …«δημοκρατία»!

Τώρα η κατάσταση φαίνεται εκρηκτική και αδιέξοδη με τις δύο πλευρές δέσμιες των επιλογών τους σε προφανή δυσκολία να κάνουν πίσω.

Ο Καταλανός πρόεδρος δεν μπορεί να αγνοήσει το 90% των ψήφων υπέρ της απόσχισης, μολονότι η συμμετοχή δεν έφτασε ούτε το 50% (42% για την ακρίβεια) παρά μόνο αν θεωρήσει ο ίδιος άκυρο το «δικό του» δημοψήφισμα, πράγμα εντελώς απίθανο.

Ο Ισπανός πρωθυπουργός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να θεωρήσει παράνομες και αντισυνταγματικές όλες τις επόμενες ενέργειες των αυτονομιστών, που θα βασίζονταν στο άκυρο αποτέλεσμα ενός έκνομου δημοψηφίσματος.

Η βία θεωρείται πλέον αναπόφευκτη όπως και το χάσμα που θα δημιουργηθεί ανάμεσα στους οπαδούς και τους αντιπάλους της απόσχισης με εντελώς ζοφερές προοπτικές για τον ισπανικό και κυρίως για τον καταλανικό λαό, για να μην αναφερθούμε και στην ευρωπαϊκή προοπτική γενικότερα.

Κάποιες γενικότερες σκέψεις για το «δέον γενέσθαι»

·         Στους Καταλανούς πολίτες που πήγαν να ψηφίσουν δεν άξιζε μια τέτοια βίαιη και υποτιμητική μεταχείριση.

Στο κάτω – κάτω δεν έκαναν κανένα έγκλημα!

Υπάκουσαν στα κελεύσματα της τοπικής πολιτικής ηγεσίας, που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει και η οποία ασκούσε νόμιμη εξουσία.

Εξ’ ίσου δικαιολογημένοι ήσαν φυσικά και όσοι δεν πήγαν να ψηφίσουν είτε γιατί δεν ήθελαν, είτε γιατί είχαν συμμορφωθεί με όσα έλεγε η κεντρική (επίσης δική τους και από τους ίδιους ψηφισμένη) κεντρική κυβέρνηση.

Καμία βία δεν δικαιολογείται ηθικά και πολιτικά στην προκειμένη περίπτωση.

·         Παρά τους όποιους συνταγματικούς περιορισμούς, είναι λογικό και δημοκρατικό ακόμα και το σύνταγμα κάποιας χώρας να αλλάζει όταν οι συνθήκες το απαιτούν.

Αν λοιπόν ο καταλανικός λαός ήθελε πράγματι και «μετά λόγου γνώσεως» (δηλαδή, όχι μόνο βάσει συναισθηματισμών αλλά και λογικής) την ανεξαρτητοποίηση, αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν προς την κατεύθυνση τροποποίησης του συντάγματος.

Για το σκοπό αυτό, ένα πρώτο «ενδεικτικό» και όχι δεσμευτικό δημοψήφισμα θα μπορούσε να οργανωθεί, ώστε οι πολίτες να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους.

·         Στην περίπτωση αυτή όλες οι πλευρές θα μπορούσαν να εξηγήσουν στους πολίτες με δεδομένα και επιχειρήματα τα υπέρ και τα κατά του αποσχιστικού εγχειρήματος.

Για παράδειγμα, να εξηγήσουν ότι η ανεξαρτητοποίηση θα οδηγούσε αυτομάτως την Καταλονία εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, βάσει της Συνθήκης της Λισσαβώνας, με ό,τι αυτό θα συναπαγόταν ως προς τη συνέχιση της ευμάρειας και της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής.

·         Για να έχει το «ενδεικτικό δημοψήφισμα» οποιαδήποτε ισχύ και περαιτέρω επίδραση στις εξελίξεις, θα πρέπει να έχουν ψηφίσει υπέρ της απόσχισης πάνω από το 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.

Η αποχή αποτελεί πολιτική πράξη και σωστό είναι να λαμβάνεται υπόψιν.

Αυτός που δεν πάει να ψηφίσει, είτε είναι αδιάφορος, είτε δηλώνει ότι δεν έχει διαμορφώσει σίγουρη και σταθερή άποψη. Προφανώς είναι επαρκώς ικανοποιημένος με το υπάρχον status, οπότε και δεν έχει καμία επιθυμία να το αλλάξει.

(Η πρόνοια αυτή δεν ελήφθη στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος και προέκυψε ένα “brexit”, που έως τώρα μόνο προβλήματα έχει δημιουρήσει στους Βρετανούς πολίτες).

·         Στην περίπτωση που θα επικρατούσε η άποψη της ανεξαρτησίας υπό τις παραπάνω συνθήκες, θα έμπαιναν οι βάσεις για να ζητηθεί (βάσει λογικών και ηθικών επιχειρημάτων) η τροποποίηση του ισπανικού συντάγματος, ώστε να επιτρέψει την απόσχιση επί τη βάσει ενός νέου, έγκυρου και «αποφασιστικής σημασίας» δημοψηφίσματος.

Η διαδικασία αυτή μπορεί φυσικά να έπαιρνε χρόνο, αλλά αυτό δεν είναι ποτέ κακό όταν πρόκειται για τόσο σοβαρά ζητήματα. Οι απόψεις είναι καλό να ωριμάζουν υπό την επίδραση της λογικής επεξεργασίας.

Άλλωστε, οι Καταλανοί δεν βρίσκονταν μέχρι τώρα σε κατάσταση «απόγνωσης» (!) Μια χαρά περνούσαν, καλύτερα από ποτέ και επιπλέον καμάρωναν για τα κατορθώματα της ποδοσφαιρικής «Μπαρτσελόνα», που κατακτούσε ισπανικά (! …) και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.

 

·         Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, θα μπορούσε να ζητηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση να τροποποιηθεί αναλόγως η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ώστε το «νέο κράτος» να μπορεί να παραμένει μέλος της ΕΕ. 

Επίλογος

Είναι πολύ δύσκολα αντιληπτό πώς τις απλές και λογικές σκέψεις, που μπορεί να κάνει ένας απλός πολίτης δεν μπορούν να κάνουν οι «έμπειροι» επαγγελματίες πολιτικοί.

Επισημαίνοντας την παντελή έλλειψη ορθολογισμού και από τις δύο πλευρές, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε ότι «η βλακεία είναι ακατανίκητη» όπως είχε πει παλιότερα ο Μπέρτολντ Μπρέχτ.

Facebook Comments