«Καμπανάκι» κρούει για ακόμη μια φορά το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής για τις προοπτικές και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Στην έκθεση του, το γραφείο Προϋπολογισμού τοποθετείται επί όλων των μεγάλων ζητημάτων που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της επικαιρότητας από την περίφημη «καθαρή» έξοδο μέχρι την ανάγκη για επενδύσεις, ενώ προβαίνει και σε μια σειρά συστάσεων για να διατηρηθεί η ανάκαμψη.

“Βλέπει” πρόοδο στις σχέσεις της χώρας με τούς θεσμούς συμπεριλαμβανομένου εκ πρώτης όψεως και του ΔΝΤ, υπό το πρίσμα της ολοκλήρωσης της β΄ αξιολόγησης, αν και δεικτικά σημειώνει ότι «θα ήταν ασφαλέστερο να είχαν συμβεί όλα αυτά νωρίτερα».

Γενικός στόχος της κυβέρνησης είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.

Σχετικά με την προοπτική ολοκλήρωσης του μνημονίου τονίζεται ότι “η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης. Ακόμα και η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους)”. 

Αίσθηση προκαλεί και η εκτίμηση του Γραφείου ότι για την ίδια περίπου περίοδο (την πενταετία 2017-2022) η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί επενδυτικά κεφάλαια ύψους € 100 δισ. (ή και περισσότερα) και όπως τονίζουν οι αναλυτές της έκθεσης “η αναμενόμενη ανάκαμψη κινδυνεύει να απογοητεύσει ή να διακοπεί αν δεν εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και αν δεν γίνουν εκτεταμένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα”. Όμως, όπως αναφέρουν οι ίδιοι αναλυτές  “παρά τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας, τα φορολογικά έσοδα παραμένουν σχετικά χαμηλά. Οι υψηλοί συντελεστές – αλλά και οι άλλοι σχετικοί παράγοντες- λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και ενισχύουν την “έξοδο” των ελληνικών επιχειρήσεων προς άλλες χώρες με πιο φιλικό περιβάλλον για το επιχειρείν”. 

Καμπανάκι και για το θέμα του χρέους. Όπως επισημαίνει η ομαλή εφαρμογή του προγράμματος ως τον Αύγουστο 2018 είναι προϋπόθεση για να γίνει το επόμενο βήμα ελάφρυνσής του. Αυτή η ελάφρυνση είναι αναγκαία όχι τόσο γιατί σήμερα η επιβάρυνση του προϋπολογισμού για πληρωμή τόκων είναι δύσκολα διαχειρίσιμη (όπως δείχνει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά και διότι θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη μετά το 2021. «Χωρίς σοβαρή ελάφρυνση, η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει», τονίζει καθώς την εξαετία 2021 – 2026 οι πληρωμές μόνο των τόκων φτάνουν τα 84,3 δισ. ευρώ.

Facebook Comments