Η ψήφιση για το μοίρασμα του πλεονάσματος παρατάθηκε για την επόμενη εβδομάδα, λόγω των δυσάρεστων γεγονότων που συνέβησαν στη Δυτική Αττική. Την επόμενη εβδομάδα, με την προϋπόθεση ότι θα έχει ψηφιστεί, θα μπορούμε να κάνουμε τις επισημάνσεις και τις παρατηρήσεις μας επ’ αυτού.

Το άλλο μεγάλο θέμα των ημερών έχει να κάνει με τη δημοσίευση της Απόφασης του ΣτΕ σχετικά με τους φορολογικούς ελέγχους που διενεργούνται μέσω των ανοιγμάτων τραπεζικών λογαριασμών και με το ποιες χρήσεις έχουν παραγραφεί και ποιες όχι. Σε ποιες χρήσεις δηλαδή μπορεί να κοινοποιήσει το Ελληνικό Δημόσιο πράξεις φορολογητέες που προέκυψαν μετά από φορολογικό έλεγχο.

Αξίζει να θυμίσουμε ότι με την Απόφαση του καλοκαιριού 1738/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ είχε ήδη κριθεί ότι δεν είναι δυνατόν οι παραγραφές των χρήσεων να παίρνουν παράταση άνω της πενταετίας, εκτός εάν δεν έχει υποβληθεί η φορολογική δήλωση που σε αυτήν την περίπτωση η παραγραφή είναι δεκαπενταετής.

Επίσης, στην ίδια Απόφαση ορίζονταν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων η παραγραφή των χρήσεων θα μπορούσε να παραταθεί για άλλη μία πενταετία, άρα να είναι δεκαετής. Σύμφωνα με αυτήν την Απόφαση λοιπόν, οι χρήσεις «ανοίγουν» για άλλα πέντε χρόνια :

  • Όταν η δήλωση θεωρείται ανακριβής.
  • Όταν υπάρχουν στοιχεία από άλλες χώρες σύμφωνα με το πλαίσιο της διοικητικής συνδρομής
  • Όταν προκύψει από συμπληρωματικά στοιχεία ότι το εισόδημα του φορολογούμενου είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν.

Ο διοικητής της Α.Α.Δ.Ε με την υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 15.09.2017 Απόφασή του, η οποία τροποποίησε την υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Β 1189202 ΕΞ 2016/28-12-2016, ουσιαστικά οριοθέτησε ότι οι χρήσεις του 2005 και πίσω θεωρούνται χρήσεις παραγραμμένες με την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί η δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δεν τίθεται θέμα ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Οι χρήσεις 2006 και μετά συνεχίζονταν να ελέγχονται με βάση τη λογική των συμπληρωματικών στοιχείων. Το μεγάλο ερώτημα που υπήρχε και το είχαμε θέσει και σε παλαιότερο άρθρο μας (βλ. Παραγραφή – Απόφαση 1738/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ) είχε να κάνει με το εάν οι τραπεζικοί λογαριασμοί της Ελλάδας μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικό στοιχείο ή ήταν στοιχείο που είχε ή θα μπορούσε να έχει η φορολογική αρχή στην κατοχή της.

Σύμφωνα με την Απόφαση 2934/2017 που έλαβε το ΣτΕ δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 3296/2008, ΣτΕ 2703/1997, ΣτΕ 2473/1996) είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια (πρβλ. ΣτΕ 2426/2002, ΣτΕ 2700/1965), ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο.

Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην σκέψη 10, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων εισοδήματος, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να διενεργείται, κατ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης στο ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 1 πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπόλοιπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή. Τούτων έπεται ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) την επιμήκυνση της (κατ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α του ΚΦΕ.

Επιπρόσθετα, η ίδια Απόφαση ορίζει ότι εάν συνέτρεχε θέμα χαρακτηρισμού των υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών και των τραπεζικών κινήσεων ως συμπληρωματικών στοιχείων ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής, που όριζε η προηγούμενη Απόφαση, δεν θα είχε κατ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει νομοθεσία βάσει της οποίας ο φορολογικός έλεγχος μπορεί να ζητήσει και να λάβει γνώση των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου και να τις συμπεριλάβει στον έλεγχο που διενεργεί, άρα ουσιαστικά οι τραπεζικές κινήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν από μόνες τους συμπληρωματικό στοιχείο.

Ο αμέσως επόμενος προβληματισμός που μπορούμε να θέσουμε έχει να κάνει με τους λογαριασμούς του εξωτερικού και τις διάφορες λίστες που έχουν υπάρξει ανά διαστήματα, όπως είναι οι λίστες Λαγκάρντ, Ρηνανίας, της Hsbc , λίστες εμβασμάτων εξωτερικού κλπ. και με το κατά πόσο αυτές μπορούν να θεωρηθούν νέο στοιχείο.

Μελετώντας την Απόφαση συμπεραίνουμε ότι ο τρόπος επεξεργασίας τους οδηγεί σε στοιχεία τα οποία θεωρούνται μη συμπληρωματικά. Για παράδειγμα τα εμβάσματα που έφυγαν από ελληνικές τράπεζες αποτελούν στοιχεία που θα μπορούσε να έχει η φορολογική αρχή στην κατοχή της. Επίσης το ίδιο ισχύει με τα εισερχόμενα εμβάσματα που κατέληξαν σε ελληνικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Επίσης, υπάρχει μεγάλος προβληματισμός στο κατά πόσο οι λίστες από μόνες τους αποτελούν στοιχείο, δεδομένου ότι δεν είναι προϊόν διακρατικής συμφωνίας και επίσημου στοιχείου της ξένης χώρας.

Εδώ και πολύ καιρό έχουμε επανειλημμένως πει ότι οι έλεγχοι θα έπρεπε να επικεντρώνονταν στις χρήσεις που θα ήταν σίγουρο το Υπουργείο Οικονομικών ότι θα μπορούσε να μαζέψει έσοδα από την φοροδιαφυγή. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν το έπραξε με αποτέλεσμα να βάλει τις υπηρεσίες του να ασχολούνται με ελέγχους σε χρήσεις οι οποίες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, σπαταλώντας χιλιάδες εργατοώρες οι ελεγκτές.

Ακόμη, κλείνοντας, να σημειώσουμε δύο πράγματα: το πρώτο αφορά την παράταση τουΝ.4446/2016 έως τις 25 Νοεμβρίου για τις χρήσεις στις οποίες δεν πρόκειται κανείς να υποβάλλει συμπληρωματικές δηλώσεις, αλλά και την αστοχία του Υπουργείου Οικονομικών στον ίδιο νόμο όταν δεν συμπεριέλαβε στις υποθέσεις που θα μπορούσαν να υπαχθούν, εκείνες στις οποίες είχαν εκδοθεί οριστικά φύλλα ελέγχου, όπου μέσω αυτών θα μπορούσε το Ελληνικό δημόσιο να αποκομίσει κάποια έσοδα.

Σε συνεργασία με τον Φοροτεχνικό Ηλία Χατζηγεωργίου

Facebook Comments