Ένα φάντασμα πλανάται πάνω απ’ την Ευρώπη: το φάντασμα του αποπληθωρισμού. Το 1933, μέσα στις πιο μαύρες μέρες της Μεγάλης Σύνθλιψης μετά το Κραχ του 1929, ο Αμερικανός Irving Fisher δημοσίευσε ένα απ’ τα σημαντικότερα άρθρα στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης: το «Debt-Deflation Theory of Great Depressions», με το οποίο εξήγησε τον κίνδυνο απ’ το διαρκώς καθοδικό σπιράλ τιμών, μισθών, περιουσιακών αποτιμήσεων και προσδοκιών όταν αυτή η αρνητική δυναμική εδραιωθεί για αρκετό χρονικό διάστημα.

Όταν ο πληθωρισμός γίνεται αρνητικός λόγω παρατεταμένης σύνθλιψης της συνολικής ζήτησης, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα από το δεύτερο τρίμηνο του 2012, τότε εγκαθίσταται ένας φαύλος κύκλος που αποθαρρύνει τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, ιδίως για διαρκή καταναλωτικά αγαθά, με την προσδοκία περαιτέρω μελλοντικής μείωσης των τιμών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιωτικές επενδύσεις, για παράδειγμα στην αγορά

ακινήτων, που αναβάλλονται διαρκώς εν αναμονή καλύτερων ευκαιριών. Αυτό φέρνει πτώση των πωλήσεων των επιχειρήσεων, που με τη σειρά τους αναπροσαρμόζονται αναγκαστικά προς τα κάτω συμπιέζοντας κι άλλο τις τιμές τους και απολύοντας εργατικό δυναμικό ή αναβάλλοντας προγραμματισμένες προσλήψεις.

Όμως αυτό το καθοδικό σπιράλ αυξάνει διαρκώς την πίεση του ιδιωτικού χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, επειδή οι δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες παραμένουν σταθερές σε ονομαστικές τιμές αλλά αυξάνονται σε πραγματικούς όρους, αφού δηλαδή λάβουμε υπόψη τον αρνητικό πληθωρισμό. Αυτή η αυξανόμενη πίεση του χρέους, με τη σειρά της, οδηγεί τους δανειολήπτες σε διαρκή αύξηση του ρυθμού αποπληρωμής των δανείων τους και τις τράπεζες σε απομόχλευση, δηλαδή σε πιστωτική περιστολή και αναχρηματοδότηση απλώς των υπαρχόντων δανείων μέχρι την οριστική τους εξυπηρέτηση.

Έτσι, εγκαθιδρύεται μια αυτοεκπληρούμενη διαδικασία όπου οι δαπάνες των νοικοκυριών ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος μειώνονται διαρκώς λόγω της προσπάθειας αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους και η ρευστότητα που διατίθεται στην αγορά από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περιορίζεται λόγω της εσωτερίκευσης της διαρκούς μείωσης της ζήτησης και της πτώσης των τιμών.

Η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ που φέρνει αυτή η δίνη αυξάνει αυτομάτως το ποσοστό του χρέους/ΑΕΠ, δυσχεραίνοντας έτσι την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Ο αποπληθωρισμός είναι μια κινούμενη άμμος, όπου όσο προσπαθείς να ξεφύγεις τόσο περισσότερο βουλιάζεις.

Όταν εδραιωθεί αυτό το φαινόμενο γενικευμένης υποτίμησης, η αρχική ευφορία λόγω της πτώσης του δείκτη τιμών καταναλωτή παραχωρεί τη θέση της στη μόνιμη οικονομική στασιμότητα και σε γενικευμένη απαισιοδοξία.

Τότε είναι κρίσιμο να συμπιέσει η κεντρική τράπεζα όσο γίνεται το επιτόκιο αναφοράς της και να αυξήσει την ποσότητα του προσφερόμενου χρήματος μέσω μεγάλης νομισματικής επέκτασης. Επίσης, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να γίνουν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις μέσω δημοσιονομικής τόνωσης για την αύξηση της συνολικής ζήτησης και την αναθέρμανση της οικονομίας.

Μέσα σε αυτό το ανησυχητικό σκηνικό, η Ελλάδα επέστρεψε επιτέλους στις αγορές, με την πρώτη έκδοση πενταετούς ομολόγου από το Μάρτιο του 2010. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική, αν μη τι άλλο γιατί δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί ξανά αυτοτελώς στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου επειδή το «ρίσκο χώρας» έχει ελαττωθεί σημαντικά. Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον συμπίεσης της αναπτυξιακής δυναμικής λόγω αποπληθωριστικών τάσεων, το άνοιγμα μιας νέας πηγής χρηματοδότησης θα μπορούσε να έχει μιαν ιδιαίτερα θετική επίπτωση ως αντικυκλικό μέτρο τόνωσης της συνολικής ζήτησης και συνεπώς αναστροφής της εξαετούς συνεχόμενης ύφεσης.

Υπό μία προϋπόθεση, όμως: την ύπαρξη ενός ενσωματωμένου μηχανισμού στη νομοθεσία και στις ρυθμίσεις της διοικητικής μηχανής που να διασφαλίζει ότι αυτά τα έσοδα του προϋπολογισμού θα διοχετευθούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα σε πραγματικά παραγωγικές κεφαλαιουχικές επενδύσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που θα μοχλεύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, θα διευρύνουν την παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας και θα τονώσουν την απασχόληση, και όχι στις (κατ’ ευφημισμόν) «καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου». Διότι μόνο στην πρώτη περίπτωση καθίσταται αναπτυξιακά ελκυστική η διαφορά επιτοκίου μεταξύ του δανεισμού απ’ το μηχανισμό στήριξης της ευρωζώνης και του δανεισμού απ’ τις αγορές κεφαλαίων.

Εφόσον προβλεφθεί ένας τέτοιος πολιτικά ασφαλής και επιχειρησιακά άρτιος μηχανισμός και δεν επανέλθουμε απλώς στην αδράνεια της προηγούμενης κατάστασης στα πλαίσια της «ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας», τότε η χώρα μπορεί πραγματικά να αρχίσει να ελπίζει σε μια σταδιακή αναστροφή της οικονομικής καταστροφής. Ειδάλλως, ποιος μας

εγγυάται για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης που θα έρθει;

Facebook Comments