-Λοιπόν θα τον πιούμε εκείνο τον καφέ που είπαμε ;

-Εντάξει, εντάξει. Το μεσημέρι στην πλατεία αν δεν είμαι εκεί στις δύο, να μη με περιμένετε, θα τόχω μετανιώσει

Αποφάσισα να πάω με τα πόδια στο ραντεβού μου με τον Σταύρο. Στην πλατεία Εξαρχείων, στην έδρα του. Αθήνα, μια μέρα μετά τα επεισόδια για την επέτειο του θανάτου του Αλέξη. Μου ζήτησε ο πατέρας του, φίλοι από παιδιά, να του μιλήσω. Τον ξέρω από μικρό τον Σταύρο, μοναχοπαίδι, το καμάρι του πατέρα του. Και τι δεν έκανε γι’ αυτόν. Τα καλύτερα παιχνίδια όταν ήταν παιδί, θυμάμαι πήγαινε για δουλειές στο εξωτερικό και τούφερνε κουτιά ολόκληρα. Μετά σχολείο, ιδιωτικό βέβαια. Όταν μεγάλωσε λίγο, άρχισαν τα ταξίδια. Παντού. Οι τρείς τους γύρισαν όλο τον κόσμο, Ευρώπη, Αμερική, θυμάμαι και σαφάρι στην Αφρική πήγαν, δώρο του Νίκου όταν ο Σταύρος πέρασε στο Πολυτεχνείο. Ο Νίκος είχε τον τρόπο του, καλοαναθρεμμένος και αυτός γόνος αστικής οικογένειας, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση με αντιπροσωπείες από μηχανήματα και την πήγε καλά. Άνετο σπίτι στα Βόρεια προάστια, εξοχικό στο νησί, επενδύσεις σε ακίνητα και σε μετοχές, ταξίδια, διασκέδαση, τραπεζώματα σε φίλους και συνεργάτες. Πετυχημένος, άνθρωπος του κόσμου, ανοιχτόκαρδος, αγαπητός. Η μεγάλη του αδυναμία όμως ήταν ο Σταύρος. Είχε όνειρα ο Νίκος για τον Σταύρο. Πολυτεχνείο, μεταπτυχιακό μετά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Αμερική, δουλειά για λίγα χρόνια σε μια από τις εταιρίες που συνεργαζόταν στο εξωτερικό, να μάθει τη δουλειά, επιστροφή στην οικογενειακή επιχείρηση για να την αναλάβει. Τόσοι κόποι δικοί του, τέτοια στημένη δουλειά, ο Σταύρος θα ήταν ευτυχισμένος, στρωμένα όλα για μια ζωή άνετη.

Ανεβαίνω τη Στουρνάρη. Οι κάδοι είναι αναποδογυρισμένοι, ο Δήμος δεν έστειλε ακόμα τα συνεργεία, υπάρχει μια μυστική συμφωνία έμαθα. Μετά τα επεισόδια, αφήνει πάντα να περάσει το πρωί, να εκτονωθεί η κατάσταση, να μην προκαλέσει τα παιδιά. Πέτρες, κομμάτια μάρμαρο, σπασμένα τζάμια, η οθόνη του ATM της Τράπεζας κρέμεται από τα καλώδια. Ο ψιλικατζής δίπλα καθαρίζει το μαγαζί του από την κάπνα, στην καφετέρια έχουν πάρει το λάστιχο και πλένουν τα τραπέζια. Πλησιάζω στην πλατεία, το αεράκι που φυσάει χορεύει τα αποκαϊδια που περνούν μπροστά μου, πατάω πάνω σε ένα ξεσκισμένο πανό, διαβάζω ό,τι έχει μείνει «ρούνια δολοφόνοι». Φτάνω στην πλατεία. Ένα χέρι σηκώνεται, με χαιρετάει. Ο Σταύρος. Έχει αλλάξει πολύ, δεν θα τον γνώριζα.

-Γειά σου ρε Σταύρο, χρόνια και ζαμάνια, τι κάνεις;

-Καλά είμαι κύριε Μανώλη, μόνο τα μάτια μου πονάνε ακόμα από χθες, έριξαν πολύ δακρυγόνο οι μπάτσοι. Τι κάνουν οι δικοί μου, τους βλέπετε καθόλου;

-Τον πατέρα σου ναι Σταύρο τα λέμε πότε – πότε. Τη μάνα σου έχω καιρό. Γιατί ρε Σταύρο δεν τους απαντάς; γιατί δεν θέλεις να τους δεις; Τον πονάει πολύ τον πατέρα σου αυτό

-Κύριε Μανώλη, μη λέμε πάλι τα ίδια. Δεν γουστάρω, δεν θέλουν να καταλάβουν, με θέλουν άλλον από αυτό που είμαι, δεν έχουμε τίποτα κοινό

-Εντάξει ρε Σταύρο, έλα όμως κι εσύ στη θέση τους, ένα γιο σ’ έχουν κι εσύ τους απέρριψες. Στο κάτω – κάτω της γραφής δεν έκαναν και τίποτα κακό. Τα καλύτερα ήθελαν πάντα για σένα

-Τα καλύτερα! Στη γυάλα με ήθελαν πάντα, προστατευμένο, παιδί του συστήματος. Τους το χαρίζω λοιπόν το σύστημα, δεν είναι για μένα. Όλα ψεύτικα. Εδώ είναι η αλήθεια, κοιτάτε γύρω σας. Εδώ γκρεμίζουμε το σύστημα του πατέρα μου, πεθαίνει. Και γεννιέται ένας άλλος κόσμος, ο δικός μας. Η δική μας ελευθερία

-Σταύρο μου, κάποτε περνούσα από δω κάθε μέρα, έχω νάρθω πάνω από είκοσι χρόνια, άβατο όπως λένε. Απαγορευμένη ζώνη την έχετε κάνει την πλατεία, η δική μου ελευθερία να κυκλοφορήσω στην πόλη μου, δεν έχει παραβιαστεί; Ελευθερία μόνο για σας;

-Κοιτάξτε Κύριε Μανώλη. Η πόλη όλη είναι για σας φτιαγμένη, για το σύστημα. Εμείς δεν είμαστε αποδεκτοί πουθενά, βλέπουν κουκούλα και αλλάζουν πεζοδρόμιο. Η πλατεία όμως, τα Εξάρχεια, είναι δικά μας. Εδώ ζούμε αυτό που εμείς πιστεύουμε

-Την αναρχία;

-Ναι την αναρχία, την απόλυτη ελευθερία, το δικαίωμα να είμαστε αυτοί που θέλουμε, χωρίς καθωσπρεπισμούς, χωρίς τη δική σας υποκρισία

-Και να καταστρέφετε ό,τι και όποτε σας κάνει κέφι. Γιατί τουλάχιστον δεν σέβεστε τα δικαιώματα των άλλων, να ζουν και αυτοί όπως θέλουν, τις περιουσίες τους, τους φόρους που πληρώνουν;

-Γιατί θέλουμε να γκρεμίσουμε αυτό το σύστημα, το γεμάτο ψέμα. Αυτή είναι η διαφορά μας, τα δικά τους δήθεν δικαιώματα που έχουν εμάς ως υποκείμενα. Την εκμετάλλευσή μας από το σύστημα που μας έβαλε στη γωνία, που μας απομόνωσε για να μη το μολύνουμε. Περιουσίες; που έγιναν πάνω στη δική μας πλάτη, τους φόρους που επιστρέφουν στους ίδιους για να συντηρούν το δικό τους σύστημα, για να ζουν αυτοί καλά και όλοι οι άλλοι στο περιθώριο, στις εντολές των αφεντικών, στην ανελευθερία

-Εντάξει, υπάρχουν πολλές αδικίες αλλά γιατί δεν τις αντιμετωπίζετε με τα όπλα που δίνει η Δημοκρατία;

-Ποια Δημοκρατία Κύριε Μανώλη, με δουλεύετε; Όλα σάπια είναι, παντού διαφθορά. Άχρηστοι όλοι, για μια θέση ζουν, κανόνες φτιάχνουν για να μην αλλάξει τίποτα. Μας πούλησαν ελπίδα πριν τρία χρόνια, θυμάστε τις κουβέντες μας τότε, εγώ και πολλοί άλλοι τους πιστέψαμε. Αλλά έγιναν κι αυτοί ένα με την εξουσία, χειρότεροι κι από τους άλλους, μας κορόιδεψαν, έπαιξαν με τις ζωές μας, θυσίασαν το μέλλον μας στις ορέξεις της Τρόϊκας, μας θέλουν υποταγμένους, δικούς τους. Ε, δεν θα τους κάνουμε τη χάρη

-Και τι θα βγει απ’ όλο αυτό ρε Σταύρο; Κάθε λίγο και λιγάκι ξύλο, χάος, καταστροφές, θα βγει κάτι νομίζεις; Κάποια στιγμή θα κουραστείτε εσείς, θα ψάξτε κι εσείς πως θα μπείτε στο σύστημα που σήμερα βρίζετε, κι ο πατέρας σου κι εγώ ήμασταν νέοι, αμφισβητήσαμε το σύστημα, πιστέψαμε σε αρχηγούς της εποχής, διαψευστήκαμε. Σταύρο, το σύστημα είναι πιο δυνατό, έρχεται η στιγμή που σε ρουφάει, σε καταπίνει, σε κάνει δικό του

-Αυτή τη φορά είναι αλλοιώς Κύριε Μανώλη, είμαστε πολλοί, κάθε μέρα γινόμαστε περισσότεροι, δυναμώνουμε. Θα τα σπάμε μέχρι να νικήσουμε το σύστημα, θα είμαστε παντού με ρόπαλα και βαριοπούλες, θα καταστρέφουμε ό,τι υπηρετεί τη σαπίλα, δεν θα το βάλουμε κάτω, δεν μας φοβίζει τίποτα και δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, έτσι κι αλλοιώς το ίδιο το σύστημα μας καταδίκασε, διέγραψε τη γενιά μας. Πέτρα και στάχτη θα γίνει ο θυμός μας, η απελπισία μας

-Τι θέλεις να πω στον πατέρα σου Σταύρο;

-Πείτε του ότι είμαι καλά, αλήθεια είμαι καλά. Είμαι ο εαυτός μου, έχω φίλους, έχω βρει αυτό που ζητούσα, πιστεύω σ’ αυτό που κάνω. Δεν τον χρειάζομαι, αυτός στο δικό του κι εγώ στο δικό μου κόσμο. Και πείτε του να μην ανησυχεί. Και στη μάνα μου, αν μπορείτε, δώστε της ένα φιλί.

-Σταύρο, αν χρειαστείς κάτι, έχεις το τηλέφωνό μου, γειά χαρά.

Η Στουρνάρη τώρα, κατεβαίνοντας, μου φαίνεται διαφορετική. Σα νάνοιξα την πόρτα του κόσμου που αυτή ανήκει. Οι εργάτες του Δήμου έπιασαν δουλειά, πλένουν τους κάδους και τους τακτοποιούν στη θέση τους, τα μαγαζιά έχουν ανοίξει τις πόρτες τους, ένα πλήθος ανακατεμένο βιάζεται να φτάσει στους προορισμούς του. Που; Αλήθεια δεν ξέρω. Η πόλη δείχνει να θέλει να συνέλθει από τα χθεσινά, να φορέσει πάλι τα καλά της, να ξεχάσει. Μέχρι την επόμενη φορά. Γυρνάω να ρίξω μια κλεφτή ματιά στον Σταύρο που τον άφησα να κάθεται στο καφέ. Έβαλε την κουκούλα του, κρύφτηκε η πλούσια αλογοουρά του, δεν με παίρνει χαμπάρι. Έχει απορροφηθεί στο smartphone του και μάλλον περιπλανάται στον κόσμο. Ναι, σ’ αυτόν τον κόσμο που αμφισβητεί και καταδικάζει. Τον κόσμο που θέλει να αλλάξει. Θα πω του πατέρα του ότι κάτι μου έτυχε και δεν τον είδα.

Αστός Πολίτης

Facebook Comments