Ήδη από την δεκαετία του 1960, ο Καναδός θεωρητικός των ΜΜΕ, Μάρσαλ ΜακΛούαν, εξέπεμπε από το Κέιμπριτζ την ιδέα ενός «παγκόσμιου χωριού», ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης της πληροφορίας, ως συστατικού της επικαιρότητας και της ειδησεογραφίας.

Κι ήδη από το 1986, Ο Μέιρογουιτς εισήγαγε στη μελέτη της επικοινωνίας τον όρο deteritorrialisation (θα μπορούσε να αποδοθεί  ως «αποτοποποίηση»), θέλοντας να προσδιορίσει την διαδικασία εκείνη κατά την οποία το υποκείμενο σταματά να διαμορφώνει την ταυτότητά του με γνώμονα τον γεωγραφικό και κοινωνικό του χώρο, αλλά διαμέσου του συμβολικού χώρου των ηλεκτρονικών μέσων που ορίζουν το πληροφοριακό του περιβάλλον.

Πρόκειται για μια προέκταση της σκέψης του Μπωντριγιάρ, που το 1983 υπήρξε από τους πρώτους θεωρητικούς που συνέδεσαν τον μεταμοντερνισμό με την παγκοσμιοποίηση, περιγράφοντας μια «μεσο-γενή υπερ-πραγματικότητα», μιαν αντικατάσταση δηλαδή της απτής πραγματικότητας παλαιότερων εποχών, από ένα πεδίο συνείδησης που τα μέσα δημιουργούν. Ο πρόδρομος της εικονικής πραγματικότητας είχε γεννηθεί και οριστεί.

Το ότι στην Ελλάδα του 2014 το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο βρίσκει πρακτική εφαρμογή στον τρόπο με τον οποίο αναπαράγονται ειδήσεις από το εξωτερικό δελτίο, δεν είναι από μόνο του κάτι το κατακριτέο, ή το ανησυχητικό. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο η παγκόσμια πληροφορία, επιλέγεται και εντάσσεται στην ειδησεογραφία, είναι συχνά αποκαρδιωτικός. 

Χαρακτηριστικά τελευταία παραδείγματα εκείνα της πτήσης 370 των Μαλαισιανών Αερογραμμών και του πρόσφατου ναυαγίου στην Κορέα. Αμφότερα (κυρίως το πρώτο) αποτέλεσαν για σειρά ημερών, ή και εβδομάδων, πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και πρώτη είδηση στα ενημερωτικά σάιτ της αντιγραφής και του συστηματικού copy-paste.  Ο πιθηκισμός απέναντι στα κραταιά ξένα δίκτυα και στις μεγάλες ξενόγλωσσες ιστοσελίδες συνάντησε την εμμονική τάση διαχείρισης της επικαιρότητας με όρους εκφραστικών κλισέ και δραματοποίησης και το αποτέλεσμα υπήρξε θλιβερό.

Ρεπόρτερ και συνάδελφοι, που στελεχώνουν τις αίθουσες σύνταξης υπό συνθήκες εργασίας εχθρικές προς τη δημιουργικότητα και την έρευνα, επιστράτευσαν τις ίδιες βαρύγδουπες συνεκδοχικές νόρμες, υπερτόνισαν το «μοιραίο», το «δραματικό» και το «τραγικό», επένδυσαν το θέμα με σπαραξικάρδιες εικόνες και ειδησάρια ανθρώπινου πόνου, συντηρώντας για μέρες θέματα που εξοστρακίζουν την ουσία από τον δημόσιο διάλογο, αντικαθιστώντας την με τον εντυπωσιασμό – τον εύκολο δρόμο του θηρεύματος της συγκίνησης.

Ειδικά στην περίπτωση της πτήσης 370, το θέμα κατάντησε αηδία. Την ώρα που στη μέση ανατολή η αιματοχυσία και ο διωγμός συνεχίζονταν, ενώ στην Ευρώπη οι ζυμώσεις στον δρόμο προς τις επικείμενες εκλογές κορυφώνονταν, καθώς στην Ουκρανία η σύγκρουση Ανατολής-Δύσης εκδηλωνόταν με τρόπο ιστορικό, ο Έλληνας τηλεθεατής βρέθηκε ενώπιον μιας άνευ προηγουμένου αναζήτησης συντριμμιών και μαύρων κουτιών, μιας παρέλασης προσωπικών ιστοριών ανθρώπων πολύ μακρινών από την καθημερινότητά του, ξένων προς τα προβλήματα και τα διακυβεύματα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας.

Χειρότερα ακόμα, μια χαμένη πτήση στην άλλη άκρη του πλανήτη, κρίθηκε σε πολλές περιπτώσεις ιεραρχικά σημαντικότερη είδηση από την υπόθεση Μπαλτάκου, ή τις πραγματικές συνθήκες εξόδου της Ελλάδας στις αγορές. Ομοίως, αν και με μικρότερη ένταση, και με το θέμα του κορεατικού ναυαγίου.

Που, για να βάλουμε το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις, αφορά ένα πλοίο που βυθίστηκε περί τα 9000 χιλιόμετρα μακριά από τις ελληνικές ακτές (το Costa Concordia δεν απείχε ούτε 500 μίλια από την Ελλάδα). Ναι, τα πλοία ενίοτε βυθίζονται. Πόσο μας αφορά αυτό; Ενδεχομένως, λίγο περισσότερο από όσο ο εκάστοτε ελέφαντας που παίζει φυσαρμόνικα στον ζωολογικό κήπο της Κοπεγχάγης – μια «είδηση» που θα βρει τη θέση της στις οθόνες μας πιο εύκολα από την ένοπλη αντίσταση των πολιτών της Νεβάδα στις απαλλοτριώσεις εκτάσεων από πλευράς ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Διερωτάται κανείς, κατά πόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, στη χώρα της «μικρής Μαρίας», ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η φτωχοποίηση βυθίζει την κοινωνία σε ολοένα και βαθύτερα χαρακώματα, φέρνοντας στην επιφάνεια χθαμαλά ένστικτα, επιτείνοντας τη σαχλοποίηση και την πορνοποίηση των δημοσίων θεαμάτων και ενισχύοντας το τάισμα των κοινών με «σπέρμα και αίμα».

Από μία άποψη, λαμβάνοντας υπ’όψιν το χαμηλό πνευματικό επίπεδο των παροικούντων την δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ (η παιδεία και η μόρφωση των δημοσιογράφων αντικαθίστανται από μια χαλαρή έννοια κατάρτισης), η απάντηση μοιάζει αρνητική. Από την άλλη, αυτό που δύσκολα θα ξεκινήσει ως ανατροπή από τη βάση, δηλαδή από εξουθενωμένους δημοσιογράφους παλαιότερων γενεών και αδαείς, «ψαρωμένους» νεότερους, θα μπορούσε να συντελεστεί εφόσον υπήρχε μια κεντρική συνεννόηση μεταξύ διευθυντικών στελεχών, ιδιοκτητών μέσων και διαφημιστών.

Ακόμα περισσότερο, ο θεσμικά σκεπτόμενος νους δεν μπορεί παρά να σημειώσει για ακόμα μια φορά την απουσία της ΕΣΗΕΑ από τη ρόλο ενός σωματείου που μεριμνά για την ποιότητα του δημοσιογραφικού προϊόντος – και μαζί να καταγράψει την αδιαφορία του ΕΣΡ απέναντι σε μια κατάσταση που εμπίπτει σαφώς στο πεδίο αρμοδιότητας της εν λόγω ρυθμιστικής αρχής.

Λείπει το κίνητρο, λείπει η ευαισθησία, λείπει και το κουράγιο του καταναλωτή, να αλλάξει κανάλι, καθώς απουσιάζουν και οι προσβάσιμες από το ευρύ κοινό εναλλακτικές επιλογές. Ο κύκλος διαγράφεται φαύλος. Σε αυτό το περιβάλλον, ο ενοχλητικός λόγος προβάλλει ως σημαντική αναγκαιότητα και η φιλοξενία του σε δυναμικές γωνιές του διαδικτύου αποκτά χαρακτήρα υποτυπώδους παρηγοριάς.

Facebook Comments