Η ανισότητα είναι το καυτό θέμα των ημερών. Η αντίδραση στο βιβλίο Capital in the Twenty-First Century του Thomas Piketty καταδεικνύει ότι το άγχος για το πρόβλημα αυξάνεται. Αλλά ο κ. Piketty έδωσε σχεδόν όλη την προσοχή στο γιατί έχει σημασία η ανισότητα ή στο γιατί το κόστος μείωσής της ίσως είναι μεγαλύτερο από τα πιθανά πλεονεκτήματα. Αυτό το κενό πρέπει να καλυφθεί.

Η συζήτηση για το βιβλίο έχει επικεντρωθεί στις πολιτικές παραμέτρους της ανισότητας. Όμως αξίζουν προσοχή και οι οικονομικές παράμετροι. Προς έκπληξή μου, το προσωπικό του ΔΝΤ, του πλέον συντηρητικού θεσμού, αντιμετώπισε αυτά τα ερωτήματα τον Φεβρουάριο σε έκθεση με τίτλο «Αναδιανομή, Ισότητα και Ανάπτυξη» (Redistribution, Inequality and Growth).

Κατέληξε σε σαφή συμπεράσματα: οι κοινωνίες που ξεκινούν με μεγαλύτερη ανισότητα τείνουν σε περισσότερη αναδιανομή εισοδημάτων, η χαμηλότερη καθαρή ανισότητα (μετά τις παρεμβάσεις) οδηγεί σε ταχύτερη και πιο διαρκή ανάπτυξη και η αναδιανομή έχει γενικώς ήπιες επιδράσεις στην ανάπτυξη και επιπτώσεις μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις.

Τα συμπεράσματα είναι αξιοσημείωτα. Γιατί όμως να ισχύουν;

Η προφανής εξήγηση για το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι, τουλάχιστον στις δημοκρατικές χώρες, όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα που δημιουργεί η αγορά τόσο μεγαλύτερη είναι και η πολιτική πίεση για αναδιανομή, αφού οι ψήφοι διανέμονται με μεγαλύτερη ισότητα από το χρήμα. Όσοι έχουν χρήμα αντιδρούν προσπαθώντας να αγοράσουν το δικαίωμα ψήφου των φτωχών, άμεσα ή έμμεσα. Μπορεί ακόμη να επιχειρήσουν να ζητήσουν τη στήριξη των κατώτερων στρωμάτων της εισοδηματικής πυραμίδας, δίνοντας έμφαση σε κοινωνικές και πολιτιστικές ανησυχίες. Επιπλέον, οι πλούσιοι πάντα ασκούν πολιτική επιρροή. Το ότι αυτή η αναδιανομή συνήθως βγαίνει κερδισμένη δεν είναι άξιον απορίας.

Το δεύτερο συμπέρασμα: Η ανισότητα μπορεί στην ουσία να προωθήσει την ανάπτυξη γιατί καθρεφτίζει τα μεγάλα κίνητρα για καινοτομία και επιχειρηματικότητα. Επίσης σημαίνει υψηλότερα επίπεδα αποταμιεύσεων, άρα και υψηλότερες επενδύσεις, αφού οι πλουσιότεροι πιθανόν να αποταμιεύσουν μεγαλύτερα ποσά απ όσα οι φτωχότεροι. Μάλιστα, ο ίδιος ο John Maynard Keynes κάποτε χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα για τη βικτωριανή ανισότητα. Στις φτωχές χώρες, η ανισότητα μπορεί να προσφέρει σε ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού τους πόρους που χρειάζεται για να ξεκινήσει μια επιχείρηση ή για σπουδές.

Ωστόσο, ο αντίλογος λέει ότι η ανισότητα μπορεί να στερήσει από τους φτωχούς τη δυνατότητα να παραμείνουν υγιείς, να μάθουν μια τέχνη ή να αναθρέψουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Μπορεί να δημιουργήσει αστάθεια, λόγω πολιτικής πόλωσης μεταξύ του συντηρητισμού των χαμηλών φόρων και του λαϊκισμού της εισοδηματικής διανομής. Μπορεί επίσης να αποτρέψει τη συναίνεση για το πώς θα αντιμετωπιστεί μια κρίση.

Στο τρίτο συμπέρασμα, είναι εύκολο να δούμε πώς οι πολιτικές αναδιανομής θα μπορούσαν να πλήξουν την ανάπτυξη. Το οικονομικό κόστος των φόρων αυξάνεται δυσανάλογα, καθώς φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, ορισμένες πολιτικές αναδιανομής μπορεί να επιφέρουν πολύ μετριοπαθή ή ακόμη και αρνητικά κόστη: Η κατάργηση των φορολογικών ελαφρύνσεων που ευνοούν τους πλούσιους είναι ένα παράδειγμα. Η χρήση των φορολογικών εσόδων για τη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων, εκπαίδευσης ή υγείας είναι ένα άλλο.

Τέτοια μέτρα προωθούν περισσότερη ισότητα και μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Θεωρητικά, λοιπόν, οι συνδέσεις μεταξύ ανισότητας, αναδιανομής και ανάπτυξης θα μπορούσαν να πηγαίνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι απαντήσεις βρίσκονται στην προσεκτική ανάλυση των στοιχείων, όσο ατελή κι αν είναι. Τα αποτελέσματα της έρευνας του ΔΝΤ είναι εντυπωσιακά ξεκάθαρα.

Στα τελευταία 50 χρόνια, σημειώνει το ΔΝΤ, η ανισότητα της αγοράς (δηλαδή πριν από την παρέμβαση) αυξάνεται σε χώρες υψηλού εισοδήματος και πέφτει σε ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό είναι κάτι που το περιμένουμε σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, επίσης αναμενόμενο, η διαφορά ανάμεσα στην ανισότητα της αγοράς και την ανισότητα μετά την παρέμβαση στις υψηλοεισοδηματικές χώρες είναι μικρότερη συγκριτικά.

Η ανάλυση βασίζεται σε πολυεθνικά δεδομένα για την ανάπτυξη, την ανισότητα και την αναδιανομή. Εξετάζει την επίπτωση τόσο της ανισότητας όσο και της αναδιανομής στην ανάπτυξη, με βάση το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα σε 5ετή περίοδο καθώς και τη διάρκεια των περιόδων ανάπτυξης. Στις 5ετείς περιόδους, το ξεκάθαρο συμπέρασμα είναι ότι η ανισότητα μειώνει την ανάπτυξη. Η άμεση επίπτωση της αναδιανομής εισοδημάτων είναι αμελητέα αρνητική. Αλλά η έμμεση επίπτωση, μέσω του περιορισμού της ανισότητας, είναι ευεργετική για την ανάπτυξη. Βλέπουμε επίσης ότι η αυξημένη ανισότητα μειώνει την πιθανότητα να διαρκέσει η περίοδος ανάπτυξης.

Τέλος η έρευνα συμπεραίνει ότι, αν αυξηθούν τα ήδη πολύ υψηλά επίπεδα αναδιανομής, θα πληγεί η ανάπτυξη. Ωστόσο, πέρα από τις περιπτώσεις ακραίων στρατηγικών, η επιπλέον αναδιανομή δεν πλήττει την ανάπτυξη.

Η επίδραση αυτής της έρευνας είναι ίσως αναπάντεχη. Όχι μόνο η ανισότητα ζημιώνει την ανάπτυξη, αλλά και οι προσπάθειες διόρθωσής της, γενικώς, δεν είναι επιζήμιες. Πρόκειται βέβαια για στατιστικούς συσχετισμούς με βάση στοιχεία που καλύπτουν μεγάλο αριθμό ετερογενών κρατών. Σε κάθε περίπτωση, τα συμπεράσματα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ αναδιανομής του πλούτου και ανάπτυξης δεν πρέπει να φέρνουν ανησυχία.

Τα συμπεράσματα αυτά συνάδουν επίσης με την εξής απλή παρατήρηση: Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι οι οικονομίες των σκανδιναβικών κρατών με τα υψηλά επίπεδα αναδιανομής έχουν καλύτερη εικόνα από αυτές στον Νότο με τα χαμηλότερα επίπεδα. Επιπλέον, αυτές οι χώρες με τους υψηλούς φόρους δεν υποφέρουν από δημοσιονομικές κρίσεις. Και πάλι, όποιος αντιλαμβάνεται λίγα πράγματα για την ανάπτυξη γνωρίζει ότι οι πολύ πιο ισότιμες χώρες της ανατολικής Ασίας, ειδικά η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, είχαν πολύ μεγαλύτερη παρουσία σε σύγκριση με τις πολύ λιγότερο ισότιμες χώρες της Λατινικής Αμερικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ασιάτες επένδυσαν πολύ πιο επιτυχημένα στην εκπαίδευση και με αυτόν τον τρόπο και άλλους ενέταξαν τον πληθυσμό μέσα στις δυναμικές σύγχρονες οικονομίες τους.

Αυτή ανάλυση δεν μπορεί, βεβαίως, να λήξει την πολιτική διαμάχη για αυτά τα τεράστια ζητήματα. Αντί αυτού ανοίγει μια μάλλον αισιόδοξη κατεύθυνση.

Είναι όχι μόνο εφικτό, αλλά και πολύτιμο να συνταιριάξουν οι ανοιχτές και δυναμικές οικονομίες των αγορών με την έννοια του κοινού σκοπού και τα επιτεύγματα που αποφέρουν τα ανεκτά επίπεδα ανισότητας. Επιπλέον, η λιγότερη ανισότητα είναι πιθανόν να βοηθήσει τις οικονομίες να αποδώσουν καλύτερα, αυξάνοντας τη δυνατότητα όλου του πληθυσμού να συμμετέχει, υπό πιο ίσους όρους. Μια σημαντική προϋπόθεση γι αυτό, όμως, είναι να σταματήσει να κρέμεται η πολιτική τόσο πολύ από τον πλούτο.

Η διαχείριση ενός τέτοιου συνδυασμού δυναμικής των αγορών και αποτελεσματικής αναδιανομής είναι μία από τα καθοριστικές προκλήσεις της εποχής μας. Θα χρειαστεί στοχευμένη δράση των κρατών και μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ τους, ειδικά στη φορολογία.

Όμως, αν ακόμη και το προσωπικό του ΔΝΤ κάθεται και αναλύσει αυτό το θέμα ταμπού, τότε σίγουρα έχει έρθει η ώρα…

Facebook Comments