Η μηνιγγίτιδα είναι μια λοίμωξη που περιβάλλεται από αρκετό δέος και φόβο μαζί. Δεν είναι μια κατ΄ εξοχήν εποχική λοίμωξη όπως η γρίπη, χαρακτηρίζεται όμως από περίοδο έξαρσης, κατά  το χειμώνα και την άνοιξη.  Αυτό  ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η αυξημένη, γενικότερα,  νοσηρότητα αυτής της περιόδου συμπαρασύρει και αυτή τη λοίμωξη.

Μηνιγγίτιδα, η φλεγμονή που συμβαίνει στις μήνιγγες, τις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο  ή/και το νωτιαίο μυελό. Οφείλεται σε βακτήρια (ονομάζεται μικροβιακή) αλλά και ιούς(ιογενής μηνιγγίτιδα).  Οι ιογενείς μηνιγγίτιδες είναι συχνότερες,  διαδράμουν κατά κανόνα ήπια, χωρίς σοβαρές επιπλοκές, ενώ οι μικροβιακές έχουν πολύ σοβαρή εικόνα και εξέλιξη με θνητότητα που κυμαίνεται στο 5-10% των περιστατικών! Επίσης  1 στους 5 επιζώντες ενδέχεται να υποφέρει από εγκεφαλική βλάβη όπως μαθησιακές δυσκολίες,  απώλεια ακοής ή κινητικά προβλήματα.

Στη χώρα μας, εντός του 2016 καταγράφηκαν συνολικά 40 περιστατικά, εκ των οποίων ένα δίχρονο παιδάκι από τα Γρεβενά έχασε τη ζωή του μετά από σηπτικό σοκ, ενώ ένα πεντάχρονο κοριτσάκι από το Καματερό κατέληξε σε ακρωτηριασμό. Παράλληλα νέα κρούσματα συνεχίζουν να εμφανίζονται σε παιδιά ακόμα και τις μέρες που διανύουμε. Από την αρχή του 2017 έχουν καταγραφεί συνολικά 10 κρούσματα της νόσου, εκ των οποίων το ένα κατέληξε.

Το κυριότερο μικρόβιο που ανευρίσκεται στην μικροβιακή μηνιγγίτιδα είναι ο μηνιγγιτιδόκοκκος.  Έχει διαφόρους πρότυπους όπως ο τύπος B, C, A , W135, Y  κ.α. Ο οροτυπος Β είναι συχνότερος και συναντάται σε ποσοστό 85-90%.

Αρχικά τα συμπτώματα μπορεί να μιμηθούν μια κοινή ίωση.  Γρήγορα όμως εντείνονται και η εικόνα επιδεινώνεται.  Κυρίαρχο σύμπτωμα είναι ο πυρετός, υψηλός συνήθως και με κακουχία, αυτό που λέμε επηρεασμένη γενική κατάσταση του παιδιού.

Πονοκέφαλος (συχνά αυχεναλγία), αυχενική δυσκαμψία,  που  συνοδεύεται,  από  εμέτους , φωτοφοβία ,  ενδεχομένως και άλλα νευρολογικά συμπτώματα (ευερεθιστότητα, σύγχυση,  σπασμοί, διαταραχές της όρασης, διπλωπία – βλέπει δηλαδή διπλά,  περίεργες κινήσεις).

Πολλές φορές διαπιστώνουμε  πετεχειώδες  εξάνθημα στο δέρμα . Είναι μικρές κηλίδες πάνω στο δέρμα που δεν εξαφανίζονται, παροδικά,  αν τις πιέσουμε με το δάκτυλο μας.

Στα πολύ μικρά παιδιά, τα βρέφη,  μπορεί να έχουμε έντονη ανησυχία, άρνηση τροφής,  κλάμα ή υπνηλία, συμπτώματα όχι τόσο χαρακτηριστικά που μπορεί να παραπλανήσουν και να καθυστερήσουν τη διάγνωση.

Η νόσος μπορεί να παραπλανήσει στην αρχική της εικόνα. Εφ όσον όμως τεθεί υποψία για μηνιγγίτιδα διενεργείται ειδικός έλεγχος όντος περιβάλλοντος νοσοκομείου που επιβεβαιώνει τη λοίμωξη. Ο χρόνος που θα μεσολαβήσει έως την διάγνωση είναι συνήθως καθοριστικός  για την έκβαση της νόσου και την επιβίωση του ασθενούς.

Οι πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες:

Κυρίως αφορά στην παιδική ηλικία με μεγαλύτερη συχνότητα στην ηλικία από 0-4 ετών, μετά στην εφηβική και νεανική ηλικία και σπανιότερα στους ηλικιωμένους.

Βρέφη ηλικίας κάτω του 1 έτους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα. Συγκεκριμένα τα βρέφη αυτά ,είναι 20 φόρες πιο πιθανό να νοσήσουν σε σχέση με το μέση επίπτωση της νόσου για  όλες τις ηλικίες.  Ακολουθούν τα νήπια ηλικίας 1 έως 4 ετών. Επιπλέον, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες έως 25 ετών, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από τη νόσο. Αντίθετα οι άνω των 25 ετών ενήλικες διατρέχουν πολύ μικρό κίνδυνο να νοσήσουν .

Το βακτήριο που προκαλεί τη Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο μπορεί να μεταδοθεί από άτομο σε άτομο μέσω συγκεκριμένων καθημερινών δραστηριοτήτων με τις ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις και υγρά του σώματος όπως το αίμα.  Οι πιο συχνοί τρόποι μετάδοσης είναι το φιλί, ο βήχας και το φτάρνισμα.

Ως επικίνδυνη επαφή ορίζεται η στενή και παρατεταμένη (>8 ώρες) επαφή με τον ασθενή ή η άμεση επαφή με το σάλιο ή τις ρινοφαρυγγικές του εκκρίσεις, μέσα σε επτά ημέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων του ασθενούς έως 24 ώρες μετά την έναρξη κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής.

Το μικρόβιο δεν επιβιώνει μετά από ώρες στο περιβάλλον όποτε κοινοί μέθοδοι απολύμανσης  δεν έχουν καμία χρησιμότητα . Βρίσκεται στο φάρυγγα ακόμη και σε υγιείς  ανθρώπους ( φορείς  είναι  το 10%! του πληθυσμού) . Πρέπει να συντρέξουν όμως,  ειδικές συνθήκες για να νοσήσει κάνεις.  Σε περίπτωση επιβεβαιωμένης  μικροβιακής μηνιγγίτιδας,  προληπτικά χορηγείται συγκεκριμένη  αντιβίωση στα άτομα της οικογενείας του ασθενούς, ή αυτά που ήρθαν σε στενή επαφή μαζί του στο σχολειό.

Ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης για την καταπολέμηση της μηνιγγίτιδας- (όπως άλλωστε και των περισσοτέρων των λοιμωδών νοσημάτων-) είναι ο εμβολιασμός.

Για κάποιους ορότυπους της βακτηριακής  λοίμωξης από μηνιγγιτιδόκοκκο (όπως είναι οι ορότυποι A, C ,W135) εδώ και αρκετά χρόνια το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών συστήνει  τον εμβολιασμό με αντίστοιχα εμβόλια. Το αποτέλεσμα  έως τώρα είναι, για ορισμένους από αυτούς τους ορότυπους όπως ο C να έχουμε θεαματική  μείωση των κρουσμάτων  ώστε ο συγκεκριμένος τύπος να είναι  ελάχιστα πλέον ανιχνεύσιμος στην κοινότητα. 

Για τον ορότυπο Β, που είναι αυτή τη στιγμή ο πιο συχνός «εν ενεργεία»  ορότυπος  μηνιγγίτιδας   που ανιχνεύεται,   υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο  τα τελευταία  4 περίπου  χρόνια.

Πρόσφατα, το Μάιο του 2017, το εμβόλιο ενάντια στη Μηνιγγίτιδα Β εντάχθηκε στους Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών παιδιών, εφήβων και ενηλίκων από την ηλικία των 2 μηνών και αποζημιώνεται για ορισμένες  ομάδες υψηλού κινδύνου.

Αυτές οι  ομάδες αφορούν σε παιδιά που πάσχουν από συγκεκριμένα νοσήματα με ανοσολογική ανεπάρκεια, ασπληνία, δρεπανοκυτταρική αναιμία, φοιτητές που διαμένουν σε φοιτητικές εστίες με κίνδυνο συρροής κρουσμάτων.

Αντίστοιχα, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Ανδόρα, οι οποίες έχουν εντάξει καθολικά ή σε περιοχές υψηλού κίνδυνου, τον εμβολιασμό στα αντίστοιχα Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμών, συστήνουν και αποζημιώνουν το εμβόλιο σε υγιή πληθυσμό και κατά προτεραιότητα σε βρέφη ηλικίας 0 -1 ετών.

Συμπερασματικά, η ιογενής  μηνιγγίτιδα είναι ήπια λοίμωξη που αυτοιάται με ήπια συνήθως πορεία. Η μικροβιακή μηνιγγίτιδα  είναι μεν επικίνδυνη, αλλά με τη χορήγηση του εμβολίου  προλαμβάνεται  αποτελεσματικά.

Facebook Comments