H κρίσιμη ημέρα πλησιάζει. Και το ερώτημα που τίθεται πάντα στους οπαδούς της ενωμένης Ευρώπης είναι: «Ωραία, για ποιο λόγο να ψηφίσουμε σε αυτές τις ευρωεκλογές;» Όταν πρόκειται για προεδρικές, βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές, το ερώτημα αυτό δεν τίθεται με την ίδια βαρύτητα. Εδώ, όμως, υπάρχει μια εμφανής αμφιβολία.

Η πρώτη απάντηση που πρέπει να δοθεί σε αυτό το ερώτημα είναι πως, όχι, ο λόγος που πρέπει να ψηφίσουμε στις ευρωεκλογές δεν είναι ότι θα αλλάξουν τα πράγματα από τη μια μέρα στην άλλη. Καμιά εκλογική αναμέτρηση δεν άλλαξε ποτέ ξαφνικά το τοπίο, γιατί το οικονομικό, κοινωνιολογικό και πολιτικό βάρος είναι πάντα ισχυρότερο από την αποφασιστικότερη βούληση για μεταρρύθμιση. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το ευρωκοινοβούλιο, τον μοναδικό ευρωπαϊκό θεσμό που προκύπτει από καθολική ψηφοφορία, οι εξουσίες του είναι περιορισμένες. Δεν εισπράττει φόρους. Δεν μπορεί παρά να εγκρίνει ή να απορρίψει έναν προϋπολογισμό, που το μέγεθός του είναι πολύ χαμηλό και αποφασίζεται με συναίνεση από τους 28 ηγέτες. Οι ευρωβουλευτές δεν μπορούν λοιπόν παρά να δίνουν μάχες, να προτείνουν, να προσπαθούν να τροποποιούν αποφάσεις που δεν παίρνουν οι ίδιοι, καθώς για όλα τα ουσιαστικά αποφασίζουν τα κράτη και οι ηγέτες τους.

Ο δεύτερος λόγος που δεν μπορεί να περιμένει κανείς άμεσες αλλαγές από αυτή την ψηφοφορία είναι η πλήρης θεσμική ανισορροπία ανάμεσα στα δύο όργανα της Ενωσης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τη Γερουσία, και αντιστρόφως. Σαυτό που απέχει πολύ ακόμη από το να λέγεται Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, όλες οι εξουσίες είναι συγκεντρωμένες σε ένα όργανο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωκοινοβούλιο δεν μπορεί παρά να εγκρίνει ή να απορρίπτει τις αποφάσεις του.

Τα ευρωπαϊκά κράτη ήθελαν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο για να διατηρήσουν το μονοπώλιο της εξουσίας και να μη δημιουργηθεί ένα άλλο όργανο με πανευρωπαϊκή νομιμότητα. Το αποτέλεσμα είναι η συμμετοχή στις ευρωεκλογές να μειώνεται συνεχώς, η αποχή αυτή να απονομιμοποιεί το ευρωκοινοβούλιο και οι πολίτες να μην ενδιαφέρονται για την εκλογή των ευρωβουλευτών. Πρόκειται λοιπόν για τρεις καλούς λόγους που δικαιολογούν την αποχή στις 25 Μαϊου;

Όχι, απαντά ο Μπερνάρ Γκετά στη Λιμπερασιόν. Πρέπει να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Πρέπει να νομιμοποιήσουμε το Κοινοβούλιο για να του δώσουμε τα μέσα να αλλάξει τις ισορροπίες ανάμεσα στα δύο όργανα της Ενωσης. Η ανάγκη αυτή είναι απόλυτη και επείγουσα γιατί, όσο δεν γίνεται αυτό, η ευρωπαϊκή πολιτική θα εξακολουθεί να απορρέει όχι από μια πανευρωπαϊκή λαϊκή βούληση, αλλά από σκοτεινούς συμβιβασμούς ανάμεσα σε ηγέτες διαφορετικών πολιτικών στρατοπέδων.

Οσο δεν γίνεται αυτό, θα εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε ποιος και τι αποφασίζει στην Ενωση και να θεωρούμε κατά συνέπεια την τελευταία μια δικτατορία μη εκλεγμένων τεχνοκρατών που περιφρονούν τις εθνικές δημοκρατίες.

Ο πρώτος λόγος για να λάβουμε μέρος σε αυτές τις εκλογές είναι για να εδραιώσουμε την ύπαρξη ενός εκλεγμένου κοινοβουλίου, που έχει ένα πρόγραμμα για την Ευρώπη και ελέγχεται από τους ευρωπαίους πολίτες. Να βγούμε από τη σημερινή σύγχυση και να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που παρουσιάζεται για την τοποθέτηση ως επικεφαλής της Ευρώπης του αρχηγού της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας η οποία θα προκύψει από τις 25 Μαϊου.

Η μάχη αυτή δεν είναι κερδισμένη προκαταβολικά. Οσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή και όσο πιο καθαρή είναι η πλειοψηφία, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τα κράτη να αγνοήσουν τη βούληση των ψηφοφόρων. Η Επιτροπή θα γίνει έτσι ο δεύτερος ευρωπαϊκός θεσμός που θα προκύπτει από οικουμενική ψηφοφορία. Και αν κερδίσει η Αριστερά, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα μπορέσουν να αντιταχθούν στην πολιτική που εφαρμόζει η φιλελεύθερη πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για να πάμε να ψηφίσουμε. Οπλισμένοι με μια πανευρωπαϊκή εξουσιοδότηση, οι βουλευτές και οι επίτροποι θα μπορέσουν να υποστηρίξουν με μεγαλύτερη θέρμη μια προσπάθεια ανάπτυξης μέσα από επενδύσεις, και όχι μόνο μέσα από τη στείρα μείωση των δαπανών.

Facebook Comments