Η ελληνική πρωτογενής παραγωγή αποτελεί πρόκληση και προτεραιότητα για μια μακροχρόνια εθνική ανάπτυξη, που θα συνοδεύεται από ποιότητα ζωής για τους ίδιους τους  Έλληνες. Κατ’αρχήν πρέπει να δούμε τους κύριους στόχους της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τους οποίους πρέπει να ακολουθήσει και η χώρα μας.

Ο πρώτος είναι η κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χώρας και ο δεύτερος η στήριξη του εισοδήματος του αγρότη, ούτως ώστε εκείνος να παραμένει στη γη του και να μπορεί να ακολουθεί ορθές πρακτικές. Τα τελευταία χρόνια είχαμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος. Όμως οι συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο υπόσχονται ευκαιρίες για αύξηση του αγροτικού εισοδήματος στη χώρα μας.

Ο πληθυσμός του πλανήτη πολλαπλασιάζεται ταχέως. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερες ανάγκες για τροφή, αλλά και σχηματοποίηση οικονομικά εύπορων τάξεων σε νέες αγορές, που επιθυμούν την κατανάλωση ποιοτικών προϊόντων, χωρίς να τις απασχολεί για το κόστος. Από την Αφρική μέχρι την Κίνα, υπάρχει η δυνατότητα να προάξουμε τη χώρα μας σε δύο επίπεδα: Από τη μία με barter συμφωνίες, μπορούμε να ανταλλάσσουμε αγροτικά προϊόντα με πρώτες ύλες που εισάγουμε ούτως ή άλλως. Αυτό συνέβαινε και στο παρελθόν και απαιτεί έναν αποτελεσματικό κρατικό συντονισμό. Από την άλλη, με τα υψηλής ποιότητας προϊόντα, στα οποία υπάρχει ήδη μια θετική δυναμική που πρέπει να ενισχυθεί με κίνητρα.

Βεβαίως, όλα αυτά απαιτούν ανθρώπους. Ανθρώπους που θα αποτελέσουν το νέο μοντέλο του Έλληνα γεωργού, που θα στηρίξει την ευρωστία των τοπικών κοινωνιών και θα λειτουργήσουν με τρόπο συμπληρωματικό προς άλλους τομείς της οικονομίας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές και η ενίσχυση του επιχειρείν είναι εδώ αναγκαίες. Είναι, φερ’ειπείν, δυστύχημα, το γεγονός ότι παράγουμε βαμβάκι, το οποίο εξάγουμε ως πρώτη ύλη σε τρίτες χώρες, την ώρα που η ελληνική νηματουργία και υφαντουργία παρακμάζουν. Στο επίπεδο αυτό, ο συνδυασμός ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αλλαγή της επιχειρηματικής κουλτούρας του Έλληνα αγρότη, είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Θα εκπλαγεί δε, κανείς, αν συνειδητοποιήσει πόση καλλιεργήσιμη γη παραμένει ανεκμετάλλευτη στη χώρα μας. Μια πρόταση εδώ, θα αφορούσε σε κίνητρα αντικίνητρα, φορολογικού κυρίως χαρακτήρα, ούτως ώστε οι έχοντες αναξιοποίητη γη να την παραχωρούν σε νέους αγρότες. Όσον αφορά δε στην επιλογή των προϊόντων, ένας καλός σύμβουλος είναι η ιδιαίτερη παράδοση του κάθε τόπου. Ο πλούτος και η ποικιλία των δώρων της ελληνικής γης θα εκπλήξουν όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα. Απαιτείται, δε, πίεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την προστασία των γηγενών ποικιλιών, τη διάσωση και την προώθησή τους.

Οι δυνατότητες είναι σχεδόν ανεξάντλητες. Στην ιχθυοκαλλιέργεια, για παράδειγμα, κατέχουμε το 90% της ευρωπαϊκής παραγωγής – και δεν είναι καθόλου ανεπτυγμένη! Παράγουμε τεράστιες ποσότητες σε τσιπούρες και λαυράκι και η αγορά έχει «μπουκώσει» με τα συγκεκριμένα είδη. Πόση τσιπούρα να φάει κανείς; Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε σε οστρακοειδή, να γίνουμε κολοσσοί σε παγκόσμιο επίπεδο. Άλλωστε έχουμε όση θάλασσα θέλουμε! Κι έχουμε και τόσα ακατοίκητα νησιά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν  – όπως και πάλι παραδοσιακά γινόταν – θαυμάσια βοσκοτόπια. Είναι γνωστή, άλλωστε, η ιδιαίτερα νόστιμη γεύση του κατσικίσιου κρέατος που προέρχεται από ζώα που ζουν σε νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές.

Αυτά, και πολλά άλλα, δεν γίνονται, κυρίως λόγω αδράνειας. Το υπουργείο θα έπρεπε να έχει μια μονάδα, μιαν υπηρεσία, που να κάνει αυτήν ακριβώς τη δουλειά. Να οργανώνει την παραγωγή σε επίπεδο σχεδιασμού και μετά να αναθέτει στους ενδιαφερόμενους την υλοποίηση. Υπάρχουν ακόμα ευρωπαϊκά κονδύλια που μπορούν να απορροφηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η πολιτική, άλλωστε, είναι η συρραφή κανόνων και η κατάρτιση και υλοποίηση σχεδίων για την κατάκτηση συγκεκριμένων στόχων. Και στην περίπτωση μας απαιτεί επίσης αίσθηση της αγοράς, εκτός από επιστημονική κατάρτιση και διαπραγματευτική ικανότητα.

Στους Έλληνες Ευρωπαίους Πολίτες, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα, όπου θέλω να ζήσουν τα παιδιά μου, είναι χαρά μου και καθήκον να θέτω την εμπειρία και τη γνώση μου στην υπηρεσία της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής.

 

Ο Γιώργος Μάλλιαρης γεννήθηκε στη Λάρισα. Χημικός τροφίμων του ΑΠΘ, με μεταπτυχιακά στην Αγγλία και το Βέλγιο, εργάζεται από το 1999 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους τομείς της υγείας, προστασίας καταναλωτή και της γεωργίας. Θέτει υποψηφιότητα για το Ευρωκοινοβούλιο με τους ‘Ελληνες Ευρωπαίους Πολίτες.

Facebook Comments