Η ανεργία είναι αναμφισβήτητα η χειρότερη μορφή περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Ο άνεργος ωθείται στο περιθώριο, αντιμετωπίζει το φάσμα της ανέχειας, είναι μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα, με ιδιαίτερη έφεση στην ανάπτυξη αντικοινωνικών συμπεριφορών.

Στην Ελλάδα του 2014 η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία κινείται στα επίπεδα του 27-27,5%. Στη πραγματικότητα το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο. Εάν δε συμπεριληφθούν οι υποαπασχολούμενοι ή μη απασχολούμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες, το μέγεθος αυξάνει δραματικά.

Ιδιαίτερο πρόβλημα αδυναμίας ένταξης στη παραγωγική διαδικασία αντιμετωπίζει η νεολαία. Εκεί το ποσοστό ανεργίας ίσως να υπερβαίνει και το 60%. Επίσης μεγάλο πρόβλημα «επανένταξης» αντιμετωπίζουν και οι ηλικίες 45-55, όταν πρώην εργαζόμενοι απολυθούν και επιχειρήσουν να ξαναβρούν εργασία.

Η ανεργία ποτέ δεν ήταν αμελητέα στη χώρα μας. Ανέκαθεν αφορούσε ένα ποσοστό 7-8% του ενεργού εργατικού δυναμικού, το οποίο όμως στη πλειοψηφία του βρισκόταν σε καθεστώς επιλεκτικής ανεργίας. Είχε δηλαδή εισοδήματα εξασφαλισμένα από άλλες πηγές και συνεπώς τη πολυτέλεια να περιμένει να επιλέξει είδος εργασίας. Και συνήθως, εάν αυτή δεν ήταν ξεκούραστη και αποδοτική, την απέφευγε.

Στην Ελλάδα της χρεοκοπίας και της ύφεσης όμως το σύνηθες ποσοστό υπερτριπλασιάστηκε. Σήμερα κάπου 1,5 εκατομμύριο συμπολίτες μας αδρανούν και αρκετοί ακόμη υποαπασχολούνται. Η ανεργία αυτή δεν είναι κυκλική, αλλά διαρθρωτική. Γι αυτό και η αντιμετώπιση της μπορεί να γίνει αποκλειστικά με τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας στη πραγματική οικονομία.

Για να φτιαχτούν θέσεις εργασίας όμως, κάποιοι πρέπει να τις δημιουργήσουν. Και αυτοί είναι οι δυνητικοί εργοδότες. Για να υπάρχουν εργοδότες, πρέπει το θεσμικό πλαίσιο να είναι φιλικό, ώστε να τους διευκολύνει να επιχειρήσουν και να τους ωθεί να αναλάβουν κινδύνους. Το ισχύον πλαίσιο αντιθέτως απωθεί και αποθαρρύνει το επιχειρείν:

Το επενδυτικό περιβάλλον είναι απολύτως αρνητικό. Αρχικά απουσιάζει η σταθερότητα. Ο υποψήφιος επενδυτής δεν είναι σε θέση να κάνει προγραμματισμό απόσβεσης των επενδυθησόμενων κεφαλαίων. Οι νόμοι αλλάζουν καθημερινά και ουδείς είναι σε θέση να προγραμματίσει, αφού δεν γνωρίζει τι θα ξημερώσει αύριο και για πόσο ακόμη θα ισχύουν οι διατάξεις του σήμερα. Και όπως είναι γνωστό η ανασφάλεια φοβίζει και αποθαρρύνει.

Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και για το φορολογικό περιβάλλον. Κάθε χρόνο και ανάλογα με τις εισπρακτικές ανάγκες της συγκυρίας, το κράτος μεταβάλλει τη φορολογική νομοθεσία και τους φορολογικούς συντελεστές. Επιβάλλει συνεχώς πρόσθετες επιβαρύνσεις, έκτακτες εισφορές, αναδρομικές φορολογίες, τροποποιεί διατάξεις για αφορολόγητα αποθεματικά και συντελεστές απόσβεσης, επιβάλλει, αυξομοιώνει ή αίρει κατά το δοκούν, φορολογία επί των διανεμομένων κερδών. Και όπως είναι γνωστό η διαρκής αμφιβολία φοβίζει και αποθαρρύνει.

Ακολουθεί ο παράγων «γραφειοκρατία, αδιαφάνεια, διαφθορά και δημόσια διοίκηση». Η υποδοχή ενός επενδυτικού σχεδίου από τη διοίκηση και τους χιλιάδες αρμόδιους φορείς της είναι συνήθως εχθρική. Ο επενδυτής αντιμετωπίζεται ως εν δυνάμει απατεώνας και κλέφτης. Οι ασάφειες της νομοθεσίας  επιτρέπουν στους λειτουργούς του κράτους να εκβιάζουν τους υποψήφιους επενδυτές, να απαιτούν χρήματα έναντι αντιπαροχής της φυσιολογικής εξυπηρέτησης που θα ετύγχαναν. Οι δεκάδες αδειοδοτήσεις, που χρειάζεται μια νέα επιχείρηση, ακολουθούν τα αργόσυρτα βήματα του ελληνικού δημοσίου και, εάν και όταν χορηγηθούν, έχουν εξουθενώσει χρονικά και οικονομικά τους υποψήφιους επιχειρηματίες.

Η εργατική νομοθεσία, παρά τις μεταβολές που συντελέστηκαν τα χρόνια του μνημονίου υπό τη πίεση των δανειστών, παραμένει ετεροβαρής. Στο σύνολο της είναι προσανατολισμένη στην απόλυτη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή που ο εργοδότης, που αποφασίζει να προσλάβει, επωμίζεται σειρά δεσμεύσεων, πολλές από τις οποίες επώδυνες.

Σε μια εποχή που η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι ζήτημα επιβίωσης για τη χώρα, το κράτος λογικά θα έπρεπε να επιβραβεύει εκείνους που τις δημιουργούν. Αντιθέτως, τους τιμωρεί.

Τους τιμωρεί με τους περιορισμούς στις απολύσεις. Όταν προσλαμβάνει κάποιος προσωπικό, δεν υπάρχουν περιορισμοί. Προσλαμβάνει όσους χρειάζεται. Όταν όμως πρέπει να απολύσει, είτε επειδή δεν τους χρειάζεται πιά, είτε διότι δεν είναι σε θέση να τους μισθοδοτεί, τότε υπάρχουν θεσπισμένοι περιορισμοί. Επομένως κάθε δυνητικός εργοδότης το σκέπτεται πολύ προτού προσλάβει, διότι, όταν το κάνει, αισθάνεται πως παίρνει τον εργαζόμενο του «προίκα».

Τους τιμωρεί με το ετεροβαρές νομοθετικό εργατικό πλαίσιο, το οποίο με τις υπερβολικά προστατευτικές διατάξεις του εξωθεί τους εργαζομένους σε δικαστικές διεκδικήσεις διαφόρων μορφών, υπαρκτές ή ανύπαρκτες. Κατά τις οποίες συνήθως δικαιώνονται.

(Θυμάμαι ένα προσωπικό περιστατικό πρίν είκοσι και πλέον χρόνια. Επιχειρούσα τότε ως εργολήπτης-κατασκευαστής. Συγγενείς μου ζήτησαν να δώσω δουλειά σε ένα χωριανό τους, που ήλθε για πρώτη φορά από το νησί στην Αθήνα και υποσχέθηκαν να του εξασφαλίσουν εργασία. Πράγματι τον προσέλαβα και του ανέθεσα μια απλούστατη εργασία διαμορφώσεων και διαστρώσεων υποβάσεων πεζοδρομίων με θραυστό υλικό 3 Α. Μετά από δύο εβδομάδες διαπίστωσα ότι του ήταν αδύνατο να εκτελέσει και αυτή ακόμη την απλή εργασία ανειδίκευτου εργάτη. Επί πλέον με την αργοπορία του δημιουργούσε αρνητικό κλίμα και στο υπόλοιπο συνεργείο εργαζομένων. Τον απέλυσα λοιπόν, αφού προηγουμένως τον εξόφλησα και του επικόλλησα τα δέκα οικοδομικά ένσημα που εδικαιούτο για τις αντίστοιχες εργάσιμες ημέρες.

Μήνες αργότερα μου επιδόθηκε από το οικείο υποκατάστημα ΙΚΑ της έδρας μου δήλωση καταγγελίας του συγκεκριμένου ατόμου, σύμφωνα με την οποία είχε εργαστεί πενήντα ημέρες, ενώ εγώ τον ασφάλισα μόνο για τις δέκα εξ αυτών.

Προσήλθα στο υποκατάστημα, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής κρίσης, κατέθεσα τα πραγματικά περιστατικά, το ημερολόγιο του έργου και μαζί μου κατέθεσαν ως μάρτυρες και άλλοι συνάδελφοι του, που επιβεβαίωσαν τα λεγόμενα μου.

Η επιτροπή δικαίωσε, ως είθισται, τον «εργαζόμενο» άνευ περαιτέρω εξηγήσεων και μου καταλόγισε ποσό 220.000 δραχμών έναντι μη επικολληθέντων ενσήμων ασφάλισης για τις υπόλοιπες σαράντα ημέρες (που ισχυρίστηκε και δέχτηκαν ότι δούλεψε) και άλλα τόσα ως πρόστιμο. Όταν τον συνάντησα εκτός της αίθουσας και εκνευρισμένος τον ρώτησα γιατί συμπεριφέρθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο, η απάντηση του ήταν αφοπλιστική: «Πήγα να θεωρήσω το βιβλιάριο υγείας και μου είπαν ότι χρειάζονταν τουλάχιστον πενήντα ημέρες εργασίας εντός του έτους με τα ανάλογα ένσημα. Ο υπάλληλος μου σύστησε να κάνω καταγγελία και να διεκδικήσω τη διαφορά, για να έχω ασφάλιση» !!! )

Τους τιμωρεί τέλος με τις υψηλά καθορισμένες αποζημιώσεις. Αυτές μειώθηκαν βέβαια με τις τελευταίες ρυθμίσεις, αλλά συνεχίζουν να παραμένουν αδικαιολόγητα υψηλές. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η αποζημίωση του απολυόμενου έχει την έννοια του προσωρινού βοηθήματος, ώστε να μη βρεθεί αιφνιδίως χωρίς καθόλου εισόδημα. Στη χώρα μας η αποζημίωση έχει καταστεί ένα είδος ιδιωτικού εφ’άπαξ. Αναλόγως του χρόνου προϋπηρεσίας μπορεί να ξεπεράσει και τους μισθούς ενός έτους. Αντί να επιβραβεύεται ο εργοδότης που κράτησε πολλά χρόνια τον υπάλληλο, τιμωρείται γι αυτό.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα υπερρυθμισμένο νομοθετικό πλαίσιο, που κάθε άλλο παρά προτρέπει τους πολίτες να γίνουν εργοδότες. Η πλειονότητα αρνείται να αναλάβει τόσους κινδύνους και τόσες δεσμεύσεις και προτιμά να απασχοληθεί με υπαλληλική σχέση σε άλλους εργοδότες.

Τώρα λοιπόν που το χρεοκοπημένο κράτος μας αδυνατεί να συνεχίσει να παριστάνει τον εθνικό εργοδότη, ελάχιστοι ιδιώτες είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν αυτό το ρόλο. Ακόμη λιγότεροι εκείνοι που αψηφούν το αντιεπενδυτικό περιβάλλον και αποφασίζουν να «κάνουν δουλειές». Υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχει ένδεια υποψηφίων επενδυτών-εργοδοτών. Αυτή είναι η γενεσιουργός αιτία της ανεργίας και συνάμα το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας.

Ο μόνος τρόπος για να αντιστραφεί η τάση είναι η άρση των αντικινήτρων και της υπερρύθμισης. Πράγμα ανέξοδο, που απαιτεί πολιτική βούληση και μόνο. Είναι επιτακτική εθνική ανάγκη να συμβεί αυτό. Διαφορετικά δεν πρόκειται να δούμε ανάκαμψη της οικονομίας, ούτε απορροφητικότητα ανέργων σε υγιείς θέσεις εργασίας. Με ό,τι και τα δύο συνεπάγονται…για το μέλλον.

Facebook Comments