Λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος στο διάστημα πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, προκειμένου να αποφευχθεί η φυγή καταθέσεων και ένα ενδεχόμενο τραπεζικό κραχ, αποκαλύπτονται στο βιβλίο της Τράπεζας της Ελλάδος «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης 2008-2013», το οποίο πρόκειται να παρουσιαστεί την προσεχή Τετάρτη.

Σύμφωνα με το «Βήμα», στο βιβλίο αποκαλύπτεται ότι η ΤτΕ είχε προχωρήσει σε τρεις έκτακτες εισαγωγές μετρητών, μία από την Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας ύψους 1,5 δις. ευρώ και δύο από την Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας -η πρώτη τον Ιούνιο του 2011 ύψους 1,92 δις. ευρώ και η δεύτερη στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιοι έτους ύψους 1,86 δις. ευρώ- και κατάφερε έτσι να ανταποκριθεί στην έκτακτη ζήτηση για μετρητά που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης και κορυφώθηκε λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές.

Με τις χρηματαποστολές αυτές, η ΤτΕ ενίσχυσε την αξία των χαρτονομισμάτων που είχε στο θησαυροφυλάκιό της κατά 5,26 δισ. ευρώ, αποτρέποντας ένα bank run με καταστροφικές συνέπειες.

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η ΤτΕ χρειάστηκε να εφοδιάσει τις τράπεζες με διπλάσια μετρητά από ό,τι συνήθως, ώστε να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση, μια επιχείρηση η οποία υπήρξε σύνθετη, καθώς έπρεπε να διασφαλιστεί ότι και το τελευταίο ΑΤΜ του πιο απομακρυσμένου τραπεζικού καταστήματος δεν έπρεπε να ξεμείνει από μετρητά.

Την κατάσταση περιέπλεκε το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης για μετρητά δεν ήταν ομαλός. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται, υπήρξαν 11 εβδομάδες με εκροές πάνω από 1 δις. ευρώ. Κορυφαία ήταν η εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, με το ύψους τους να φτάνει τα 3 δις. ευρώ.

Για να ανταπεξέλθει στις συνθήκες, η ΤτΕ πραγματοποίησε πολλαπλές χρηματαποστολές. Μόνο στο διήμερο 14-15 Ιουνίου, πριν από τις εκλογές, από το κέντρο διακίνησης χρημάτων στο Χαλάνδρι (Νομισματοκοπείο) εξυπηρετήθηκαν αντιστοίχως 76 και 71 αυτοκίνητα χρηματαποστολών, έναντι ημερήσιου μέσου όρου 20 οχημάτων (παραδόσεις, αλλά και παραλαβές) υπό φυσιολογικές συνθήκες.

Τα χρήματα έφευγαν από τα θησαυροφυλάκια της ΤτΕ σε χρηματοδέματα («τούβλα») των 1.000 χαρτονομισμάτων. Στην κορύφωση της κρίσης διοχετεύτηκαν συνολικά στην αγορά περίπου 135.000 «τούβλα», όταν ο μέσος όρος το 2009 ήταν 85.000. 

Όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, «από την αρχή της κρίσης, ιδίως τη διετία 2011-2012, κύριο μέλημα της ΤτΕ ήταν η αποτροπή μιας αιφνίδιας και γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα που θα οδηγούσε την οικονομία σε κατάρρευση και η απόλυτη προστασία των καταθέσεων, πράγμα που επιτεύχθηκε με σειρά ενεργειών που διασφάλισαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συνέβαλαν καθοριστικά στην αξιοπιστία, στην εξυγίανση και στην ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος».

Η ανησυχία των Ελλήνων δεν αποτυπωνόταν ωστόσο μόνο στις εκροές καταθέσεων, αλλά και στις αυξημένες αγορές χρυσών λιρών. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοραπωλησίας χρυσών λιρών της ΤτΕ, το Μάιο και τον Ιούνιο του 2010, όταν η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο, αγοράστηκαν από την ΤτΕ 68.000 χρυσές λίρες, επί συνόλου 194.500 χρυσών λιρών στο σύνολο του έτους. Επίσης 104.000 λίρες αγοράστηκαν το πεντάμηνο Οκτωβρίου 2011 – Φεβρουαρίου 2012, όταν η πολιτική αστάθεια εντεινόταν, με αφορμή τις προθέσεις του Γ. Παπανδρέου για διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Μικρό το όφελος από το «κούρεμα»

Σε ό,τι αφορά το «κούρεμα» των ομολόγων, στο βιβλίο της ΤτΕ αναφέρεται ότι «η ΤτΕ υποστήριζε ταυτόχρονα με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή».

Θεωρούσε ότι οι στόχοι για το χρέος μπορούσαν να επιτευχθούν αν εφαρμοζόταν πιστά το πρόγραμμα και ότι το «κούρεμα» θα είχε «σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών και των ιδιωτών που είχαν επενδύσει σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου».

Επιπλέον προσθέτει ότι ενώ αρχικά υπολογιζόταν ότι το χρέος θα μειωνόταν κατά 100 δις. ευρώ, το τελικό αποτέλεσμα ήταν η μείωση του χρέους μόνο κατά 51,2 δις. ευρώ.

Προειδοποιήσεις

Για το πώς έφτασε η χώρα στη χρεοκοπία, στο βιβλίο σημειώνεται ότι η ΤτΕ είχε προειδοποιήσει από πολύ νωρίς για τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία των αγορών, στο επιχειρηματικό περιβάλλον και στο Δημόσιο.

Όπως σημειώνεται, η θέση αυτή της ΤτΕ «διατυπώθηκε σε μια εποχή που ισχυρές φωνές συνηγορούσαν για μια πιο επεκτατική πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης κατά τα πρότυπα τότε άλλων ευρωπαϊκών χωρών που είχαν θεσπίσει δημοσιονομικά κίνητρα για τον ίδιο σκοπό. Η ΤτΕ υποστήριζε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια παραδοσιακού τύπου επεκτατική πολιτική και τούτο για τρεις λόγους: το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, το ύψος του δημόσιου χρέους και το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η δημοσιονομική προσαρμογή, εκτιμούσε η ΤτΕ, έπρεπε να επιτευχθεί με μείωση των πρωτογενών δαπανών, βελτίωση της ποιότητας των δημοσίων δαπανών και περιορισμό της φοροδιαφυγής.

Facebook Comments