Χθες, Κυριακή, έκανα μια βόλτα στο κέντρο. Μοναστηράκι (πάντα ανοιχτό την Κυριακή), Ερμού και Μητροπόλεως. Στο ύψος των Marks & Spencer, μια ομάδα διαδηλωτών είχε αποκλείσει 6-7 μαγαζιά με πανώ και ξελαρυγγίζονταν στο τέμπο της ντουντούκας με συνθήματα “κατά των αφεντικών”.  Λίγο πιο κει, 5 αστυνομικοί απλώς κοιτούσαν.

Πλησίασα την είσοδο ενός καταστήματος. Οι διαδηλωτές με μαύρα μπλουζάκια (μπερδεύεσαι πια με την στυλιστική ομοιότητα των άκρων για τον χώρο που εκπροσωπούν…) κινήθηκαν απειλητικά για να μου κλείσουν, και με τα σώματά τους, την είσοδο που είχαν κλείσει ήδη με τα πανώ. Με αναγνώρισαν και άρχισαν να με λούζουν: φασίστα, κάθαρμα, λακέ των αφεντικών. Οι 5 αστυνομικοί απλώς κοιτούσαν.

Πλησίασα τους αστυνομικούς. Τους είπα: “θα σας ρωτήσω κάτι που θα ακουστεί αστείο. Σήμερα είναι Κυριακή, είναι τρεισήμισυ το μεσημέρι, και είναι ώρα κοινής ησυχίας, σωστά; Εκτός από τους καταναλωτές υπάρχουν και οι κάτοικοι των πολυκατοικιών του κέντρου και πολύ πιθανόν να θέλουν να ησυχάσουν. Η διατάραξη της κοινής ησυχίας είναι αυτεπάγγελτο αδίκημα, σωστά; Γιατί δεν κάνετε κάτι;” Χαμογέλασαν αμήχανα, σαν να μου λέγαν “τι ψάχνεις τώρα…” “Εντάξει, τους λέω, αφού είπαμε το έλασσον και γελάσαμε, ας πάμε και στο μείζον: αυτοί οι άνθρωποι μού απαγορεύουν δια της βίας την πρόσβαση σε ένα κατάστημα, απαγορεύοντας και στο κατάστημα να λειτουργήσει, δηλαδή να έχει σήμερα έσοδα για να πληρώσει τους εργαζόμενούς του, ενώ ταυτόχρονα, στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό καθώς αποκλείουν μόνο αυτά τα 6-7 καταστήματα και όχι όλα! Δεν ξέρω ποιους εκπροσωπούν. Αλλά θα μπορούσαν να εκπροσωπούν τους ανταγωνιστές των Marks & Spencer, είναι τόσο απίθανο; Γιατί 30 νοματαίοι, μόνο, δύσκολα θα σε πείσουν ότι εκπροσωπούν “τον λαό”! Λοιπόν, τους λέω, εγώ θα πάω να μπω μέσα κι είστε υπεύθυνοι για ό,τι συμβεί.”

Ήδη, μας είχαν περικυκλώσει, κι εμένα και τους αστυνομικούς, καμιά 20ριά νταγκλαράδες αφιονισμένοι, οι οποίοι πλέον τα συνθήματα τα φώναζαν, γέρνοντας το σώμα, σε απόσταση δύο εκατοστών από το πρόσωπό μου, (αισθανόμουν το δροσιστικό πιτσίλισμα των σιελογόνων αδένων τους) με περιεχόμενο εντελώς προσωπικού χαρακτήρα (το “φασίστα” ήταν το γλυκύτερο εξ αυτών) που συνιστούσε ευθεία απειλή για τη σωματική μου ακεραιότητα. Οι αστυνομικοί μού είπαν “έχετε δίκιο αλλά θα ήταν καλύτερα να μην πάτε, θα μας φέρετε σε δύσκολη θέση”. “Μα αυτό ακριβώς θέλω, απάντησα, να φέρω σε δύσκολη θέση και εσάς και την κυβέρνηση ολόκληρη, που ψήφισε έναν νόμο τον οποίο μια ομάδα 30 τσαμπουκάδων εμποδίζει να εφαρμοστεί, ενώ ταυτόχρονα απειλεί να χτυπήσει έναν άνθρωπο, μπροστά στα μάτια σας, ο οποίος θέλει απλώς να μπει σε ένα ανοιχτό μαγαζί να χαζέψει ή να ψωνίσει αυτή την Κυριακή.” Οι αστυνομικοί, έντρομοι, σχεδόν με ικέτευαν: “Σας παρακαλούμε μην το κάνετε. Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι δεν θα υπάρξουν έκτροπα.”

Αυτό όλο λέγεται πλήρης αντιστροφή της νομιμότητας. Οι αστυνομικοί, προφανώς με εντολή του πολιτικού προϊσταμένου τους, ουσιαστικά  προστατεύουν τον παρανομούντα ενώ εμποδίζουν και τον πολίτη και τον μαγαζάτορα και τους εργαζόμενους, από την νόμιμη και κατωχυρωμένη από το Σύνταγμα μεταξύ τους συναλλαγή. Φασίστας, σύμφωνα με την “νοοτροπία” τους, είμαι εγώ, ενδεχομένως κι όσοι άνοιξαν τα μαγαζιά τους αυτή την Κυριακή, ενώ εκείνοι που με το “έτσι γουστάρω” κλείνουν ξένες πόρτες, απαξιώνουν ξένες περιουσίες, τρελαίνουν στη φασαρία τους περιοίκους και απειλούν με ξυλοδαρμό όποιον δεν υπακούει στα κελεύσματα της ντουντούκας, είναι… αγωνιστές της δημοκρατίας!

Την ίδια στιγμή, εκλιπαρούμε στα τέσσερα σημεία της γης, να έρθουν επενδυτές οι οποίοι θα είναι έρμαια των διαθέσεων κάθε αυτόκλητου “αγωνιστή” δηλαδή κάθε φασισταριού του κερατά, που διδασκόταν στην “αχτίδα”, 40 χρόνια τώρα, ότι “δίκιο είναι ο νόμος του εργάτη”. Αλλά επειδή δεν καταφέρνει να μαζέψει περισσότερα από 30 φασιστόμουτρα, δηλαδή ο πραγματικός εργάτης τον “φτύνει” κανονικά, αποφασίζει να αυτοχρισθεί, μόνος αυτός, εκπρόσωπος των λαϊκών τάξεων και να αναγάγει το “έτσι γουστάρω” σε μεταφυσικό νομικό δικαίωμα.

Κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του λαϊκισμού, 40 χρόνια τώρα. Η ακύρωση της νομιμότητας, κάθε φορά που δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα, καταργεί τη νομιμότητα σχεδόν ολοσχερώς διότι λίγες αποφάσεις δεν άπτονται πολιτικών ζητημάτων. Μάλιστα, εφόσον το κόλπο πιάνει, κάθε επιτήδειος μπορεί να βαφτίσει πολιτικό οποιοδήποτε θέμα και να ασελγεί επί της νομιμότητας ακόμα και με νομιμοφανείς τρόπους. (Θα έχετε υπόψη διάφορα λαμόγια που κινητοποιούν, με το αζημίωτο φυσικά, “οικολόγους” για να μπλοκάρουν με προσφυγές στο ΣτΕ τις επενδύσεις του ανταγωνιστή τους.)

Αν, αντί για μένα και τη γυναίκα μου (η οποία, φυσικά, κάθε άλλο παρά απολάμβανε την επαπειλούμενη σύρραξη…), ήταν μια παρέα φουσκωτών, στρατολογημένων ενδεχομένως από τους πληττόμενους μαγαζάτορες, οι οποίοι θα κρατούσαν κι από ένα στυλιάρι, τι θα συνέβαινε; Τι θα έκανε η αστυνομία αν άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες ψιλές;

Υπακούοντας, όχι στην αστυνομία, αλλά στη γυναίκα μου που ήταν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αποχώρησα. Μόνο για αυτή την Κυριακή. Την επόμενη “ανοιχτή” Κυριακή θα το κάνω επίσημα. Με μια ομάδα εθελοντών από τη “Δημιουργία, ξανά!” θα σπάσουμε τον κλοιό των λαϊκοφασιστών. Θα ειδοποιήσουμε και την αστυνομία. Και τα κανάλια, αν φιλοτιμηθούν. Και θα δούμε τι θα γίνει. Πάντως, η νομιμοποίηση του τσαμπουκά δεν θα περάσει.

Υ.Γ. Είμαι αναφανδόν υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης του ωραρίου, παντού. Σε ένα σοβαρό κράτος ανοίγεις το μαγαζί σου, όπου και να είσαι, όποτε γουστάρεις. Και στις 3 το πρωί. Ή μία ώρα την εβδομάδα. Δικό σου είναι, ό,τι θες το κάνεις. Ήδη και στην Ελλάδα πολλοί τομείς της οικονομίας, και η Ικαρία ολόκληρη (!) λειτουργούν έτσι. Κανένα κράτος, κανένας λαϊκοφασίστας δεν έχει δικαίωμα να σου το απαγορέψει. Και θα δεις πώς πάει. Μπορεί να περπατήσει, μπορεί και να μην αξίζει τον κόπο. (Η άποψη μου είναι ότι το μέτρο στις μη τουριστικές περιοχές δεν θα πιάσει, για λόγους που θα εξηγήσω τις επόμενες μέρες με άλλο άρθρο μου, με τίτλο: “Συνολική απασχόληση και παραγωγικότητα”.) Αλλά εσύ, επαγγελματία, θα το αποφασίσεις και μόνο! Όμως, να εξηγιέμαστε: αν απασχολείς προσωπικό, θα πληρώνεις υπερωρίες ή/και θα δίνεις ρεπό άλλη μέρα της εβδομάδας. Αλλιώς, όπως παλεύω τώρα για να ανοίξεις το μαγαζί, θα παλεύω μετά για να το κλείσεις.

Facebook Comments