Είναι εξαιρετικά επίκαιρο το ζήτημα των Δανείων σε συνάλλαγμα και ιδίως σε ελβετικό φράγκο (CHF), είτε πρόκειται για στεγαστικά ή επιχειρηματικά δάνεια, που είναι και τα συνηθέστερα είτε για καταναλωτικά τα οποία σήμερα έχουν δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στους δανειολήπτες, για την επίλυση του οποίου καταφεύγουν ορθά σε πολλές περιπτώσεις στα Ελληνικά Δικαστήρια.

Τα δάνεια αυτά τα συνήψαν οι δανειολήπτες, κυρίως κατά την περίοδο 2006-2009, σε ελβετικό φράγκο συχνά κατόπιν παρότρυνσης των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων, με δέλεαρ την επίτευξη χαμηλότερου επιτοκίου, καθώς αυτό θα συνδεόταν με το νόμισμα του δανείου (CHF) και θα είχε ως συνέπεια, με δεδομένη και την τότε ισχυρή θέση του ευρώ, τον καθορισμό μικρότερης τοκοχρεολυτικής δόσης, τόσο τρέχουσας όσο και στην μακροχρόνια προοπτική της.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου τραπεζικού προϊόντος προβάλλονταν σε δύο επίπεδα, αφενός ότι προσέφεραν κατά τον χρόνο της εκταμίευσής τους σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τον δανεισμό σε ευρώ και αφετέρου ότι συνδύαζαν την επιτοκιακή ασφάλεια του σταθερά χαμηλού επιτοκίου με τα πλεονεκτήματα του κυμαινόμενου.

Έτσι, ο δανειολήπτης, συχνά εντελώς ανυποψίαστος, χωρίς ιδιαίτερες χρηματοοικονομικές και τραπεζικές γνώσεις που τον έκαναν να αγνοεί τους κινδύνους που ενείχε η συγκεκριμένου τύπου σύμβαση, αλλά έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στους «ειδικούς» των πιστωτικών ιδρυμάτων, συναινούσε στην κατάρτισή της και γινόταν η εκταμίευση του δανείου τυπικά σε ελβετικά φράγκα και στην συνέχεια γινόταν η μετατροπή τους σε ευρώ μέσω τυπικά επαναγοράς των ελβετικών φράγκων από την τράπεζα, καθώς αυτό ήταν το νόμισμα (ευρώ) το οποίο επιθυμούσε στην πραγματικότητα ο δανειολήπτης.

Ωστόσο, ο δανειολήπτης φέρεται να οφείλει, με βάση την αρχική εκταμίευση, το άληκτο ποσό του δανείου σε ελβετικά φράγκα, νόμισμα στο οποίο αποτυπώνεται και η περιοδική, μηνιαία ή τριμηνιαία, δόση του δανείου και η οποία καταβάλλεται σε ευρώ, ανάλογα με την ισοτιμία, ανά περίοδο καταβολής της κάθε δόσης, των δύο νομισμάτων (ευρώ-ελβετικού φράγκου).

            Αρχικά, και όσο το ευρώ υπερίσχυε συναλλαγματικά σημαντικά έναντι του ελβετικού φράγκου, η λειτουργία του δανείου φαινόταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον δανειολήπτη, ο οποίος ένιωθε να βγαίνει στην πράξη κερδισμένος από την επίτευξη χαμηλού επιτοκίου.

Ωστόσο, στην πορεία, και ιδίως από το 2011 και έπειτα, η ισοτιμία ανάμεσα στα δύο νομίσματα, EUR και CHF, έβαινε διαρκώς μειούμενη, καθώς βαθμηδόν υποτιμήθηκε το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα η μηνιαία δόση σε ευρώ που θα έπρεπε να καταβάλλει ο δανειολήπτης, προκειμένου να εξοφλήσει το αναλογούν ποσό μηνιαίας δόσης, να αυξάνεται μήνα με το μήνα, με αποτέλεσμα δανειολήπτες, ακόμα και μετά από αρκετά έτη συνεπών καταβολών, να βρίσκονται να οφείλουν ως άληκτο κεφάλαιο σε ελβετικά φράγκα ποσό ίδιο ή ακόμα και μεγαλύτερο από το αρχικώς αναληφθέν!

Το ανωτέρω παράδοξο σε βάρος των δανειοληπτών συνέβη καθώς στην δανειακή σύμβαση περιλαμβανόταν όρος σύμφωνα με τον οποίο το δάνειο θα έπρεπε να επιστραφεί, στα πλαίσια της καταβολής των τοκοχρεολυτικών δόσεών του, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής.

Για την αναγνώριση της ακυρότητας του ανωτέρω όρου και των δυσμενών συνεπειών του στο πρόσωπο του δανειολήπτη, ο τελευταίος έχει δικαίωμα να καταφύγει στα ελληνικά Δικαστήρια, ασκώντας αγωγή με την οποία να αξιώνει τον υπολογισμό της ισοτιμίας στις μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις σε αυτήν που ίσχυε στον χρόνο ανάληψης του δανείου, ώστε οι δόσεις που καταβάλλει να «πιάνουν τόπο», αποσβένοντας τόκους και κεφάλαιο και να μπορεί να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι ακριβώς πληρώνει και τι ακριβώς χρωστάει.

Παράλληλα, μπορεί να ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να καταβάλλει μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αγωγής του το ποσό της δόσης που θα πλήρωνε αν το δάνειο είχε αναληφθεί αρχικώς σε ευρώ.

Παρόλο που το τοπίο δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει πλήρως σε επίπεδο νομολογίας, έχουν εντούτοις εκδοθεί σημαντικές αποφάσεις υπέρ των δανειοληπτών δανείων σε ελβετικό φράγκο.

Έτσι, όπως έχουν κρίνει τα Δικαστήρια, οι σχετικές συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο και ιδίως οσχετικός ως άνω όρος που περιέχουν, που σε συνάρτηση με την υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου αποτελεί την πηγή του προβλήματος, τυγχάνει άκυρος ως καταχρηστικός και κατά πλεονεκτικός, καθώς είναι αντίθετος στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών και του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες που συνάπτονται με τους καταναλωτές», καθώς δεν ήταν πάντα αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, δεν έγινε κατανοητός από τον τελευταίο αφού δεντου επεξηγήθηκε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης από το πιστωτικό ίδρυμα και τους προστηθέντες και υπαλλήλους αυτού ως προς τις πλήρεις συνέπειές του.

Κατ’ ουσίαν επέρριπτε στον δανειολήπτη τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ του εγχώριου νομίσματος (ευρώ) και του νομίσματος του δανείου (ελβετικό φράγκο), με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην αντιληφθεί κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτοί οι όροι κατά την διάρκεια λειτουργίας και εξόφλησης του δανείου, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου.

Επίσης, συχνά δεν προηγήθηκε της ανάληψης του δανείουλεπτομερής και πλήρης ενημέρωση-πληροφόρησητου δανειολήπτη για τους κινδύνους που ο ανωτέρω όρος εγκυμονούσε, όπως ενδεικνύει και το γεγονός ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο δανειολήπτης να αναλάβει, στερούμενος εξάλλου των αναγκαίων γνώσεων και πληροφοριών, τον συγκεκριμένο συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, μολονότι η ανωτέρω ειδική και εναργής ενημέρωση ήταν αναγκαία προκειμένου ο δανειολήπτης ως διαθέτων την αντίληψη του μέσου και μη εξοικειωμένου με εξειδικευμένες οικονομικές παραμέτρους και νομισματικούς κανόνες, καταναλωτή, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης να συμβληθεί στις σχετικές συμβάσεις, γνωρίζοντας προηγουμένως κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τις επίμαχες συμβατικές δεσμεύσεις του, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (όπως έχει κριθεί και με τις Εφ Πειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356ΜΠΡοδ 58/2015, ΜΠ Κοζ 342/2014).

Ειδικά δε, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις που δύναται να προκύψουν από έναν ασαφή πλην πολυσήμαντο όρο του δανείου, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς και κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις (ad hoc Πολ Πρωτ Ξάνθης 23/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Έτσι και με βάση τα ανωτέρω μπορεί ο σχετικός όρος να κριθεί άκυρος ως καταχρηστικός στα πλαίσια άσκησης αγωγής για το δάνειο σε ελβετικό φράγκο ή ανακοπής στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την παράλληλη άσκηση ασφαλιστικών μέτρων, όπου αυτό απαιτείται, για την υπέρ του δανειολήπτη επίλυση του σχετικού ζητήματος.

Facebook Comments