Την αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4% το 2017, με σηµαντική αύξηση των επενδύσεων κατά 9,6% καταγράφει σε έκθεσή του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.

Ωστόσο, σημειώνει ότι σημείο προβληματισµού αποτελεί η ατονία της ιδιωτικής κατανάλωσης, ειδικά καθώς συνδυάστηκε µε ενίσχυση των εισαγωγών. Το γενικό επίπεδο τιµών παρέµεινε σχεδόν στάσιµο σε σχέση µε τον Φεβρουάριο του 2016.

Η ανεργία τον ∆εκέµβριο του 2017 διαµορφώθηκε στο 20,8% µε τάση σταθεροποίησης τους τελευταίους µήνες συγκριτικά µε τη σηµαντική αποκλιµάκωση που έχει πραγµατοποιηθεί από τα τέλη του 2016. ∆ιατηρήθηκε η θετική εικόνα του ισοζυγίου των ροών µισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τοµέα, µε τις καθαρές νέες θέσεις εργασίας να ανέρχονται σε 143.545 κατά το 2017.

Τουρισμός και επενδύσεις στήριξαν το ΑΕΠ

Τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ είχαν οι επενδύσεις, αναφέρεται στην μελέτη. Καταγράφεται αύξηση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου κατά 9,6% και του συνολικού κεφαλαίου κατά 15,7%.

Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στον “εξοπλισμό μεταφορών”, ενώ οι κατηγορίες “κατοικίες” και “άλλες κατασκευές” (κυρίως Π∆Ε) κατέγραψαν πτώση (βλ. γραφική απεικόνιση σε παράρτημα).

“Προβληματισμό προκαλεί η σχεδόν μηδενική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην αύξηση του ΑΕΠ, γεγονός που συνδέεται με την πίεση που ασκούν στα νοικοκυριά οι ασφαλιστικές και φορολογικές τους υποχρεώσεις. Με δεδομένο ότι η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί σχεδόν το 70% του ΑΕΠ είναι αναγκαία η ανάκαμψή της για να επιτευχθούν ακόμα υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στο μέλλον”. Σημαντική άνοδο κατά 6,8% κατέγραψαν οι εξαγωγές, κυρίως λόγω της αύξησης εξαγωγών υπηρεσιών (κατά βάση τουρισμός). Ακόμη υψηλότερη ήταν η άνοδος των εισαγωγών (+7,2%) με αποτέλεσμα η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ το 2017 να είναι αρνητική κατά περίπου 5,1 δισ. ευρώ, επισημαίνεται.

Πρωτογενή πλεονάσματα

Όπως αναφέρει, την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2017, το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ, σε ταμειακή βάση, ανήλθε σε 3,3% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,8% του ΑΕΠ, την αντίστοιχη περίοδο του 2016. “Η βελτίωση του ταμειακού αποτελέσματος της ΓΚ οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των δαπανών της ΓΚ (-1,4%) η οποία αντιστάθμισε την μείωση των εσόδων (-0,6%)”. Στο σκέλος των δαπανών της ΓΚ, τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψαν οι δαπάνες για αγορές μη χρηματοοικονομικών παγίων, καθώς και οι δαπάνες για κοινωνικές παροχές και ειδικότερα για συντάξεις. Στο σκέλος των εσόδων της ΓΚ, μείωση εμφάνισαν οι εισπραχθείσες μεταβιβάσεις και τα φορολογικά έσοδα. Αντίθετα, οι αυξημένες εισπράξεις από ασφαλιστικές εισφορές και πωλήσεις μη χρηματοοικονομικών παγίων (κυρίως έσοδα από την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport) συντέλεσαν στην συγκράτηση της πτώσης των εσόδων σε σχέση με το 2016.

Όπως επισημαίνεται, η μείωση τόσο των εισπραχθεισών μεταβιβάσεων, όσο και των αγορών μη χρημ/κων παγίων προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από ταμειακές υστερήσεις που κατέγραψε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αφού σε επίπεδο Κρατικού Προϋπολογισμού τόσο οι δαπάνες όσο και τα έσοδα του ΠΔΕ ήταν μειωμένα σε σχέση με το 2016 κατά 338 εκατ. ευρώ και 1.729 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημαντική συνεισφορά στο θετικό ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα της ΓΚ είχαν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) οι οποίοι κατέγραψαν πολύ υψηλότερο πλεόνασμα από το προβλεπόμενο στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2018. Με δεδομένο ότι, μεταξύ άλλων, οι απλήρωτες οφειλές των ΟΚΑ αλλά και του συνόλου της ΓΚ ακολούθησαν το 2017 σημαντική καθοδική πορεία αναμένεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ σε όρους Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (ΣΧΔ) θα υπερβεί το ταμειακό και ενδέχεται να ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ.

“Τα πρώτα στοιχεία του 2018 δείχνουν ότι η καλή δημοσιονομική επίδοση συνεχίζεται αφού τόσο σε επίπεδο ΚΠ όσο και ΓΚ εμφανίζονται υψηλότερα πλεονάσματα σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2017. Ενθαρρυντικό είναι επίσης ότι τα έσοδα του ΠΔΕ αυξήθηκαν σημαντικά ήδη από τον πρώτο μήνα του έτους, τόσο σε σχέση με πέρυσι όσο και ως προς τον στόχο” επισημαίνει.

Οφειλές ιδιωτών

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι η σχετικά χαμηλή εισπραξιμότητα παλαιών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, συνεχίζει να τροφοδοτεί τη διόγκωση των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ελληνικό δημόσιο οι οποίες ξεπέρασαν τα 100 δισ. ευρώ. Οι συνολικές εισπράξεις έναντι “παλαιού” και “νέου” ληξιπρόθεσμου χρέους διατηρήθηκαν στα ίδια σχεδόν επίπεδα με αυτά του 2016. Εξάλλου η δημιουργία νέου ληξιπρόθεσμου χρέους συνέχισε την καθοδική της πορεία το 2017 σε σύγκριση με προηγούμενα έτη. Η μείωση αυτή υπολογίζεται αντιστοίχως σε 1.282 εκατ. ευρώ έναντι του 2016 και σε 2.605 εκατ. ευρώ έναντι του 2015. Η βελτίωση οφείλεται στην εντατικοποίηση των ελέγχων, στα νέα μέτρα αντιστάθμισης με επιστροφές φόρων, επίλυσης φορολογικών διαφορών, ή την επιβολή αναγκαστικών μέτρων.

Παρ’ όλα αυτά, εκτιμάται ότι η αυξητική τάση του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους θα συνεχιστεί λόγω κυρίως της σύνθεσής του (το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελείται από μη φορολογικά έσοδα εκ των οποίων, ποσοστό άνω του 70% αντιστοιχεί σε πρόστιμα του ΚΒΣ με πολύ χαμηλή εισπραξιμότητα).

Facebook Comments