Για πόσο καιρό θα βρίσκεται σε «ομηρία» το ελληνικό Χρηματιστήριο
Το ελληνικό Χρηματιστήριο έχασε τόσο το διεθνές ράλι του 2017, όσο και την τρελή ταχύτητα που έτρεξαν οι διεθνείς αγορές τα τελευταία τρία περίπου χρόνια
Το ελληνικό Χρηματιστήριο έχασε τόσο το διεθνές ράλι του 2017, όσο και την τρελή ταχύτητα που έτρεξαν οι διεθνείς αγορές τα τελευταία τρία περίπου χρόνια
Το ελληνικό Χρηματιστήριο έχασε τόσο το διεθνές ράλι του 2017, όσο και την τρελή ταχύτητα που έτρεξαν οι διεθνείς αγορές τα τελευταία τρία περίπου χρόνια, έχοντας σημειώσει απώλειες πάνω από 30% από τα τέλη του 2014, έστω και αν έζησε την συγκίνηση της μινι-ανόδου το δίμηνο Δεκεμβρίου του 2017 – Ιανουαρίου του 2018. Σε κάθε προσπάθεια ανόδου συναντά ένα τείχος. Και αυτό δεν είναι άλλο από την αβεβαιότητα που συνεχίζει να υπάρχει πάνω από την Ελλάδα, με τους ξένους επενδυτές να μην μπορούν να εμπιστευτούν τα κεφάλαιά τους στο ελληνικό story βλέποντας πως οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θολές, την στιγμή που τόσο οι στόχοι της ανάπτυξης όσο και αυτοί της καθαρής εξόδου εκτροχιάζονται, ενώ η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης οδηγεί σε πολλά χρόνια υψηλών πλεονασμάτων και λι τότητας αλλά και τελικά σε μία ελάφρυνση χρέους μικρού μεγέθους, αντίθετα με τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η ελληνική κυβέρνηση.
Οι ξένοι επενδυτές βλέπουν πως οι δανειστές ακόμα δεν μπορούν να εμπιστευτούν την ελληνική κυβέρνηση και πως το ζήτημα της έλλειψης αξιοπιστίας παραμένει τεράστιο. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που την υποχρεώνουν να υπογράψει ρήτρα μη αντιστρεψιμότητας των μεταρρυθμίσεων, αφού φοβούνται πως ο Αλέξης Τσίπρας για να μπορέσει να κερδίσει εκλογικό έδαφος, είναι ικανός να μην προχωρήσει στα όσα έχουν συμφωνηθεί (μείωση συντάξεων και μείωση του αφορολογήτου) ή και να πάρει πίσω κάποια από τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί. Άλλωστε ο ίδιος είχε απειλήσει για κάτι τέτοιο πέρσι τον Μάιο, με σκοπό να πείσει φυσικά τους βουλευτές του να ψηφίσουν το νέο πακέτο λιτότητας που ξεπέρασε τα 5 δισ. ευρώ, διαμηνύοντας πως εάν η Ελλάδα δεν πάρει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους τότε οι περικοπές σε αφορολόγητο και συντάξεις δεν θα γίνουν.
Εκτός από την έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει, υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος καθυστερήσεων ο οποίος στο παρελθόν έχει απειλήσει το ελληνικό πρόγραμμα με τρικλοποδιά, δημιουργώντας την ανάγκη για την επιβολή περαιτέρω σκληρών μέτρων από τους δανειστές. Το καμπανάκι των καθυστερήσεων άρχισε και πάλι να ηχεί αυτή την εβδομάδα καθώς ο Γάλλος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί επεσήμανε ότι αν και η επίσημη ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση είναι η 21η Ιουνίου και το Eurogroup του Λουξεμβούργου, στην πραγματικότητα είναι πλέον ορατό το ενδεχόμενο η αγωνία να παραταθεί και τον Ιούλιο. Από τα προαπαιτούμενα της δ’ αξιολόγησης έχουν ολοκληρωθεί ελάχιστα με την πλειοψηφία αυτών που απομένουν να είναι εξαιρετικά δύσκολα (αντικειμενικές αξίες, ενέργεια, επιλογή στελεχών του δημοσίου, αποκρατικοποιήσεις κλπ). Αυτό σημαίνει πως η ολοκλήρωση του προγράμματος θα πάει για αργότερα, σενάριο που το ενισχύει και στάση του ΔΝΤ το οποίο φέρεται να επιμένει ότι θέλει να εφαρμοστεί η μείωση του αφορολογήτου έναν χρόνο νωρίτερα, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει νέα καραμπόλα στις διαπραγματεύσεις. Όπως και να έχει, η ορατότητα αυτή τη στιγμή είναι μηδενική και για αυτό οι επενδυτές επιλέγουν να απέχουν από μία αγορά που μπορεί να τους εγκλωβίσει.
Μιλώντας για εγκλωβισμό, αυτό ακριβώς βιώνουν όλοι όσοι τοποθετήθηκαν στην αγορά μετά το swap των ελληνικών ομολόγων και χάρηκαν από το δίμηνο ράλι των τραπεζικών μετοχών το δίμηνο Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου, βλέποντας πως πλέον αποτελούν τον μεγάλο αδύναμο κρίκο του Χ.Α ο οποίος συντηρεί και ενδυναμώνει το επιφυλακτικό κλίμα, καθώς από τον Φεβρουάριο έχουν μπει σε έναν χορό αβεβαιότητας, εν αναμονή της ολοκλήρωσης των stress tests τον Μάιο. Έτσι, τα ηνία της αγοράς έχουν παραδοθεί στους πωλητές και τους shorts οι οποίοι κατοικοεδρεύουν στην αγορά από το καλοκαίρι και συνεχίζουν να ποντάρουν υπέρ του ενδεχομένου της περαιτέρω υποχώρησης. Και μέχρι στιγμής έχουν νικήσει αφού αν και έχασαν την μάχη του μινι-ράλι, δεν έχουν χάσει ακόμα τον πόλεμο, αφού τόσο η τρέχουσα διόρθωση όσο και η διόρθωση του περασμένου καλοκαιριού/φθινοπώρου τους έχουν αποφέρει σημαντικά κέρδη.
Χέρι βοηθείας για τους σορτάκιδες έρχεται και από το μπαράζ των αρνητικών εκθέσεων των ξένων οίκων, το τελευταίο διάστημα, με επίκεντρο τις ελληνικές τράπεζες.
Η ΑΒN Amro σημειώνει πως οι τράπεζες στην Ελλάδα θα πρέπει να θυσιάσουν πολλά μελλοντικά έτη κερδοφορίας για να αντιμετωπίσουν το “βουνό” των NPLs, ενώ η Moodys προειδοποίησε πριν μερικές ημέρες ότι οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν εκτελεστικό ρίσκο στη μείωση των NPEs τους και ακόμα και εάν πετύχουν τον στόχο του 2019, θα συνεχίσουν να έχουν ένα από τα υψηλότερα επίπεδα προβληματικών δανείων στην Ε.Ε., περιορίζοντας την ανοδική δυναμική της πιστωτικής τους ποιότητας και των αξιολογήσεών τους.
Από την πλευρά της, η Goldman Sachs υποστηρίζει πως οι προκλήσεις θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στις ελληνικές τράπεζες για πολλά χρόνια, καθώς, αν και έχουν καταγραφεί ορισμένες θετικές εξελίξεις στον κλάδο και έχουν ληφθεί μέτρα για να είναι πιο εφικτή η πώληση των NPLs και η διάθεση περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, το μέγεθος των ανισορροπιών παραμένει υψηλό, με τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια να παραμένουν κοντά στο 50%. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια προσφορά πίστωσης θα παραμείνει πιθανότατα περιορισμένη, αποτελώντας βαρίδι στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η BofA Merrill Lynch συστήνει στους επενδυτές να είναι προσεκτικοί με τις ελληνικές τράπεζες, καθώς εκτιμά ότι η ποιότητα κεφαλαίων είναι αδύναμη και η κερδοφορία θα παραμείνει χαμηλή, αφού αντιμετωπίζουν εμπόδια στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα και αυξημένο κόστος κινδύνου στα επόμενα χρόνια. Θωρεί ότι το μέγεθος του κεφαλαιακού προβλήματος στις ελληνικές τράπεζες θα είναι καθοριστικό στο μακροπρόθεσμο διάστημα και βλέπει σημαντικό κίνδυνο ανάγκης νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Σε αυτό το σκηνικό, το οποίο συνεχίζει να επιβαρύνεται και από την αβεβαιότητα στο πολιτικο-γεωπολιτικό μέτωπο, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η αγορά θα χρειαστεί νέους καταλύτες και αυτοί εντοπίζονται στις μεταρρυθμίσεις στις οποίες πρέπει να προχωρήσει η κυβέρνηση, δίνοντας σήμα εμπιστοσύνης προς τους επενδυτές, αλλά και στα πιο ξεκάθαρα μηνύματα σε ό,τι αφορά το μετα-μνημονιακό καθεστώς της Ελλάδας, καθώς και την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Με τίποτα από τα παραπάνω να μην έχει κλείσει, δύσκολα να αναμένει κανείς… φως από το Χ.Α στο επόμενο διάστημα.
Facebook Comments