Πριν από δύο εβδομάδες, εξηγούσα σ’ αυτήν τη στήλη γιατί ο τομέας των ασφαλίσεων είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ευρωπαϊκή οικονομία και θα πρέπει να ενοποιηθεί. Σε σειρά παλαιότερων άρθρων μου, εξηγούσα γιατί οι αποπληθωριστικές τάσεις στην Ε.Ε. όχι μόνο δεν είναι κάτι το «καλό» (επειδή ρίχνουν τις τιμές προς όφελος του καταναλωτή), αλλά αντιθέτως αποτελούν μιαν ολέθρια εξέλιξη, τόσο σε μακρο- όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο, η οποία οφείλει να ανασχεθεί ριζικά.

Ως γνωστόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θορυβημένη και αυτή απ’ το φάσμα του αποπληθωρισμού, εγκαινίασε στις 9 Μαρτίου 2015 ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, διογκώνοντας ραγδαία τη νομισματική βάση του ευρώ μέσω της επαναγοράς ομολόγων στη δευτερογενή αγορά.

Αυτή η τολμηρή για την ευρωπαϊκή νομισματική ορθοδοξία κίνηση ήρθε έξι χρόνια μετά τα εγκαίνια του πρώτου προγράμματος QE (Quantitative Easing) της Fed και είχε ως βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα τη διολίσθηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο καθώς και τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού των κρατών μελών της ευρωζώνης (πλην της Ελλάδος).

Εδώ όμως έρχεται το παράδοξο: ενώ οι δύο παραπάνω εξελίξεις είναι πολύ καλές για την ευρωπαϊκή οικονομία, δεδομένου ότι μειώνουν το κόστος δανεισμού των κρατών μελών (εφόσον, βεβαίως, αυτά αποφασίσουν να εκμεταλλευτούν τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια για να αυξήσουν το επίπεδο δημοσίων κεφαλαιουχικών επενδύσεων και όχι απλώς τα δημοσιονομικά τους πλεονάσματα) και τονώνουν τις εξαγωγές λόγω της πτώσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, ταυτόχρονα δημιουργούν νέα, δυσεπίλυτα προβλήματα στον ορίζοντα, τα οποία είναι ικανά να ανατροφοδοτήσουν την κρίση στην πραγματική οικονομία. Πράγματι, όλες πια οι εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης στην Ευρώπη, ακολουθώντας τη μακροχρόνια αμερικανική τάση, προσφέρουν στα στελέχη και σε πολλούς εργαζομένους τους ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα (ζωής, σύνταξης, περίθαλψης). 

Αυτή η ασφαλιστική αγορά, η οποία σχηματίζει τον λεγόμενο «τρίτο πυλώνα» του ασφαλιστικού συστήματος δίπλα στον αναδιανεμητικό και τον επικουρικό, διαρκώς διογκώνεται για να αναπληρωθεί εν μέρει η μεγάλη μείωση των παροχών του κλασικού ασφαλιστικού συστήματος λόγω των περικοπών στις επιδοτήσεις του προϋπολογισμού χάριν λιτότητας, της υψηλής δομικής ανεργίας και της δημογραφικής γήρανσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τα ασφαλιστικά προγράμματα των εταιρειών έχουν εξελιχθεί, μαζί με την πολιτική των μπόνους, στον βασικό πόλο έλξης ικανών στελεχών μέσα σε μια πολύ ανταγωνιστική διεθνή αγορά εργασίας.

 

Ωστόσο η βιωσιμότητα του τρίτου πυλώνα βασίζεται στις υψηλές αποδόσεις των τοποθετήσεων του ασφαλιστικού τομέα, ο οποίος αγοράζει περιουσιακά στοιχεία και τα διαχειρίζεται με μακροπρόθεσμη προοπτική λόγω της φύσης των ασφαλιστικών συμβολαίων ως αντιστάθμισης κινδύνων. Λόγω των κανόνων συνετής διαχείρισης ρίσκου που δεσμεύουν τη δράση των περισσότερων ασφαλιστικών οργανισμών, πολλοί από αυτούς έχουν τοποθετηθεί σε «σίγουρα» ομόλογα δημοσίου προκειμένου να εξασφαλίσουν μια σταθερή απόδοση για τα κεφάλαιά τους και να μετριάσουν τις έντονες διακυμάνσεις των αγορών.

Όμως η τρέχουσα μείωση στις αποδόσεις των ομολόγων (έχουν καταγραφεί μέχρι και αρνητικά επιτόκια δανεισμού!) αυτομάτως πλήττει την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών προγραμμάτων. Αυτό φέρνει αλυσιδωτά την ανάγκη σχηματισμού μεγαλύτερων προβλέψεων απ’ τα αποθεματικά των εταιρειών προκειμένου να αναπληρωθούν οι χαμένες – και συχνά εγγυημένες προς τα στελέχη – αποδόσεις, με αποτέλεσμα μια μεγάλη επιβάρυνση στους εταιρικούς ισολογισμούς. Αυτή, με τη σειρά της, επιδεινώνει τα περιθώρια κέρδους και άρα επιβραδύνει σημαντικά το πρόγραμμα επενδύσεων, που γεννά μακροχρόνια ανάπτυξη.

Ας ελπίσουμε να μην είναι πολύ αργά για να καταλάβουν οι ιθύνοντες της ΕΕ την βραδυφλεγή βόμβα πάνω στην οποία κάθεται η ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της παρατεταμένης υφεσιακής και αποπληθωριστικής διαχείρισης της κρίσης απ’ το 2010 και εντεύθεν.

 

Facebook Comments