Τα τελευταία δύσκολα χρόνια της κρίσης αυτό που πίεσε οδυνηρότερα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, περισσότερο κι από τις εισοδηματικές περικοπές ήταν η φορολογία. Η αδήριτη ανάγκη για μηδενισμό των ελλειμμάτων και δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων οδήγησε σε μια φορολογική πολιτική ξεκομμένη από οποιαδήποτε αναπτυξιακή στόχευση και αυστηρά προσανατολισμένη σε εισπρακτικούς σκοπούς.

Δεν πρέπει ασφαλώς να υποτιμήσουμε καθόλου την επιλογή των κυβερνήσεων να περισώσουν (κατά το μέτρο του δυνατού) τις πελατειακές τους εφεδρείες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κάτι που συνέβαλλε καταφανώς στον ετεροβαρή χαρακτήρα της προσπάθειας προσαρμογής σε βάρος του ιδιωτικού τομέα, ωστόσο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη πλάνη να πιστέψουμε ότι μια χώρα υπό καθεστώς -συντεταγμένης έστω- χρεοκοπίας και αποκλεισμένη από τις αγορές ομολόγων μπορούσε να ανταπεξέλθει με το προ κρίσης επίπεδο φορολογίας.

Βεβαίως η φορολογική πολιτική αποτελεί πάντα ένα κρίσιμο πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ασχέτως αν στην Ελλάδα υπήρξε διαχρονικά “χύμα”, πρόχειρη, αναποτελεσματική και ασταθής.

Τώρα όμως που η οικονομία έχει αρχίσει να βλέπει ένα αμυδρό φως στο βάθος του τούνελ οφείλουν οι πολιτικές δυνάμεις να μιλήσουν ξεκάθαρα για το ζήτημα της φορολογίας στη μεταμνημονιακή Ελλάδα χωρίς τον μπαμπούλα της τροϊκα και τον καταιγισμό προφάσεων που αυτός συνεπάγεται.

Το φιλελεύθερο και κεντροδεξιό αφήγημα αναφορικά με την φορολογική πολιτική είναι απλό και σαφές: όσο το δυνατόν λιγότεροι φόροι παντού. Είναι ένα αφήγημα ιδεολογικά συνεπές στη θέση ότι η κρατική παρεμβατικότητα στην οικονομία πρέπει να ελαχιστοποιηθεί διότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι ένα αφήγημα σεβαστό, στο οποίο όμως φρονώ ότι οφείλει να αντιπαρατεθεί μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πρόταση.

Το κεντροαριστερό αφήγημα είναι ή πρέπει να είναι διαφορετικό. Οφείλει να αναδείξει τον χαρακτήρα της φορολογίας ως εργαλείο κοινωνικής συνοχής κι όχι ως έναν απεχθή βρικόλακα που έρχεται να αρπάξει αυτά που μας ανήκουν.

Για μια σύγχρονη κεντροαριστερά πρωταρχικό ζήτημα δεν είναι η ποσότητα των φόρων, αλλά η αποδοτικότητα τους. Το αν πιάνουν τόπο. Το αν συνεπάγονται δηλαδή τη λειτουργία ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους που οι πόροι του φτάνουν στους αληθινά αδύναμους, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μορφώνει με την ίδια επάρκεια τον μαθητή ενός ορεινού χωριού και τον μαθητή της πρωτεύουσας, ένα σύστημα υγείας που καλύπτει όλο τον πληθυσμό σε συνθήκες αξιοπρέπειας, μια δικαιοσύνη όπου μπορεί κανείς να βρει το δίκιο του χωρίς να περιμένει χρόνια, ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που μπορεί να λειτουργήσει επιβοηθητικά για την οικονομική ανάπτυξη πέρα από τον προφανή κοινωφελή του χαρακτήρα.

Προτεραιότητα με άλλα λόγια είναι να αποφασίσουμε ποιες υπηρεσίες οφείλει να παρέχει ένα κράτος στους πολίτες του, ώστε να προσαρμόσουμε ανάλογα τη φορολογική μας πολιτική.

Προφανώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν έχουν καμία θέση ούτε τα καταναλωτικά ελλείμματα συντήρησης μιας επίπλαστης ζήτησης που επιδεινώνει το εμπορικό ισοζύγιο, ούτε συνταξιούχοι των 50 ετών, ούτε κρατικοί οργανισμοί χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, ούτε διατήρηση επίορκων ή ανεπαρκών για τη δουλειά τους δημοσίων υπαλλήλων, ούτε χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό ΔΕΚΟ με τζίρο 1 και μισθοδοσία 5. Όλα αυτά δεν συνιστούν σοσιαλδημοκρατική πολιτική, αλλά πελατειακή φαυλότητα.

Βεβαίως κατανοώ και την κλασική φιλελεύθερη ένσταση, ότι δηλαδή η χαμηλή φορολογία συνιστά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Είναι εν μέρει αληθές, ωστόσο έχουμε τη δυνατότητα να επικεντρωθούμε και σε άλλους παράγοντες ανταγωνιστικότητας, όπως είναι η αντιμετώπιση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, η σταθερότητα των φορολογικών κανόνων, η σαφήνεια και ασφάλεια του νομικού πλαισίου και αρκετά ακόμα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε ούτε στην χαμηλότερη δυνατή φορολογία, ούτε στην υποβάθμιση του κόστους εργασίας.

Μια ώριμη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του φορολογικού ζητήματος οφείλει πριν και πάνω από όλα να κάνει πράξη την συνταγματική επιταγή της συμμετοχής του καθένα στα δημόσια βάρη κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του. Τούτο σημαίνει προοδευτική φορολογία τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις. Δεν είναι δυνατόν εν ολίγοις να πάμε σε λογικές flat tax, να υπάγεται δηλαδή μια μικρομεσαία επιχείρηση στον ίδιο φορολογικό συντέλεστή με μια ανώνυμη εταιρία, ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να φορολογούνται τα διανεμόμενα κέρδη μιας επιχείρησης με τον ίδιο συντελεστή αυτών που επανεπενδύονται για την ανάπτυξή της και άρα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Μια ώριμη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του φορολογικού ζητήματος οφείλει να ανατρέψει την δυσμενή για τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα αναλογία μεταξύ άμεσων κι έμμεσων φόρων, καθώς και την επίσης δυσμενή αναλογία συμβολής στα φορολογικά βάρη των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων του κεφαλαίου.

Αυτές είναι οι βασικές δομικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν στο πεδίο της φορολογικής φιλοσοφίας. Αν συμφωνήσουμε επί της αρχής σε όλα αυτά μπορούμε να καταλήξουμε και στο ακριβές επίπεδο των φορολογικών συντελεστών και φυσικά να εκπονήσουμε προτάσεις ανασύστασης κι εκσυγχρονισμού των φθαρμένων κι εν πολλοίς διεφθαρμένων φοροεισπρακτικών και φοροελεγκτικών μηχανισμών.

Facebook Comments