Α) Όταν κάποιοι κυβερνούν μια (δημοκρατική) χώρα για το καλό της χώρας και των πολιτών της:

(Α1) Φροντίζουν να ενημερώνονται σωστά και πλήρως για την κατάσταση της χώρας και των πολιτών της. Για το σκοπό αυτό διατηρούν συνεχώς «ανοικτή γραμμή» με τους ειδικούς, τους γνώστες (από «πρώτο χέρι») των προβλημάτων και τους απλούς πολίτες.

(Α2) Προσπαθούν να ικανοποιήσουν τα δίκαια και εύλογα αιτήματα των πολιτών. Για τα μη δίκαια ή παράλογα αιτήματα και γι’ αυτά που δεν μπορούν «εκ των πραγμάτων» να ικανοποιηθούν άμεσα, φροντίζουν να τους εξηγούν με απλό και κατανοητό τρόπο γιατί αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν.

(Α3) Εξυπακούεται ότι πριν τους εκλέξουν οι πολίτες σε κυβερνητικές θέσεις, δεν τους έχουν υποσχεθεί την ικανοποίηση άτοπων και παράλογων αιτημάτων. Καθόσον στην περίπτωση αυτή υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Είτε δεν ήξεραν τι έλεγαν προεκλογικά (άγνοια – ανικανότητα), είτε τους εξαπατούσαν συνειδητά.

(Α4) Έχουν μακροπρόθεσμο «όραμα» – σχέδιο για τη χώρα και τους πολίτες, για το οποίο τους έχουν επαρκώς πληροφορήσει και έχουν εκπονήσει βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο «σχέδιο» υλοποίησης του. Οι πολίτες είναι φυσικά ενήμεροι για όλα τα ενδιάμεσα στάδια και τις επιπτώσεις τους στην καθημερινότητά τους.

(Α5) Το Όραμα αυτό δεν είναι αυθαίρετο ή προϊόν καλπάζουσας φαντασίας, αλλά συμβαδίζει απολύτως με τις δυνατότητες της χώρας και τη «δυναμική» της κοινωνίας. Η δε δυναμική της κοινωνίας δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνισταμένη των προσδοκιών, των προσπαθειών, των νέων τεχνολογιών και συνηθειών και των επιμέρους «οραμάτων» και στόχων του κάθε πολίτη.

(Α6) Οι κυβερνώντες «αφουγκράζονται» τη δυναμική της κοινωνίας και συνακόλουθα προσαρμόζουν το νομοθετικό πλαίσιο ώστε να την διοχετεύσουν σε ατραπούς γενικά επωφελείς και όχι δυνητικά επικίνδυνες. Κάπως έτσι ξαναγυρνάμε στο (1) και «κλείνει ο (ενάρετος) κύκλος» της αλληλεπίδρασης κυβερνώντων και κυβερνωμένων σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Β) Όταν κάποιοι κυβερνούν μια (κατ’ όνομα ή έστω εν μέρει) «δημοκρατική» χώρα με μόνο στόχο να δρέψουν τα οφέλη από την ίδια τη διακυβέρνηση:

(Β1) Φροντίζουν να αποσπάσουν ψήφους πάση θυσία, ακόμη και λέγοντας συνειδητά ψέματα τόσο για την πραγματικότητα όσο και για τις προθέσεις τους, ώστε να αναρριχηθούν στην εξουσία

(Β2) Ο στόχος της διακυβέρνησής τους δεν είναι τίποτα άλλο από τη διατήρησή τους στην εξουσία. Για το σκοπό αυτό δεν διστάζουν να επιλέξουν πολιτικές μακροπρόθεσμα επιζήμιες για τη χώρα και τις προοπτικές της, οι οποίες όμως εξυπηρετούν τον πρωταρχικό τους στόχο. Παρεμπιπτόντως, αν διαθέτουν κάποιες ικανότητες, κάνουν και κάτι καλό για τη χώρα, αν αυτό δεν επιφέρει «πολιτικό κόστος».

(Β3) Δεν ενημερώνουν, αλλά συσκοτίζουν. Δεν λένε δυσάρεστες αλήθειες, προτιμούν να «χαϊδεύουν αυτιά».

(Β4) Φροντίζουν να δημιουργούν «στρατιές» ευνοημένων κατηγοριών πολιτών, οι οποίες θα τους βοηθήσουν στο μοναδικό τους στόχο: την επανεκλογή τους.

(Β5) Επιλέγουν συνεργάτες ή συνομιλητές ή συμβούλους με στόχους είτε να τους «βολέψουν» με κάποιον (παχυλό) μισθό, είτε να παίρνουν από αυτούς εκείνες τις απαραίτητες πληροφορίες, που θα τους επιτρέψουν να εξακολουθήσουν να εξαπατούν ή να χειραγωγούν τους πολίτες.

(Β6) Δημιουργείται με τους παραπάνω τρόπους και πάλι ένας άλλης μορφής «κύκλος αλληλεπίδρασης» με τους πολίτες, που αυτή τη φορά είναι «φαύλος».  Έτσι άλλωστε ταιριάζει και με τον χαρακτήρα τους και με τις πολιτικές που εφαρμόζουν.

Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε και πολύ σε ποια από τις δύο κατηγορίες (Α ή Β) θα εντάσσαμε τους «πολιτικούς» μας (κυβερνώντες και αντιπολιτευομένους). Ούτε γιατί έχουμε φθάσει στο σημείο που φθάσαμε.

Ωστόσο, η Ιστορία έχει διδάξει ότι (εκτός σπανίων εξαιρέσεων) οι λαοί δεν χάνονται και οι κοινωνίες δεν εξαφανίζονται. Πάντα βρίσκεται ένας τρόπος να βγουν από δύσκολες, ακόμη και από τραγικές καταστάσεις. Με αρκετά θύματα και κάποιες «χαμένες γενιές» φυσικά…

Η επιβίωση και η ανόρθωση μιας κοινωνίας είναι ένα πρόβλημα, που σχεδόν πάντα έχει λύση. Αρκεί να γίνονταν τα αυτονόητα:

a) Να διαπιστωνόταν πού ακριβώς βρίσκεται η κοινωνία και τι δυνατότητες υπάρχουν.

b) Να επιστρατεύονταν οι ικανότεροι και οι πλέον αρμόδιοι να δώσουν τις πιο κατάλληλες και λιγότερο οδυνηρές λύσεις.

c) Να βρίσκονταν τρόποι να χρησιμοποιηθεί όλο το έμψυχο δυναμικό της χώρας (δηλαδή και αυτοί που τώρα είναι άνεργοι και αδρανείς) στη συνολική προσπάθεια.

d) Να έφθανε τελικά σε ένα συνολικό σχέδιο, με στόχο να εφαρμοσθεί χωρίς παρεκκλίσεις ή υπαναχωρήσεις, αλλά μόνο με κάποιες διορθωτικές κινήσεις, αν φυσικά αποδεικνύονταν απαραίτητες. 

Τα παραπάνω αυτονόητα όχι μόνο δεν συμβαίνουν, ούτε καν βρίσκονται στους σχεδιασμούς των «πολιτικών» μας, αλλά συμβαίνει και κάτι ακόμα: Βρισκόμαστε σε μια πλήρη ασάφεια: Ουδείς γνωρίζει τι του επιφυλάσσουν οι επόμενοι μήνες, ούτε καν οι επόμενες μέρες. Συνακόλουθα η «δυναμική» της κοινωνίας έχει χαθεί εντελώς και οι πολίτες της είναι παραζαλισμένοι, αμήχανοι, αδρανείς και γεμάτοι ερωτηματικά και αγωνία. Κανείς δεν μπορεί σοβαρά να υπολογίσει το παραμικρό και να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Εδώ λοιπόν θα χρειαζόταν πριν από ο,τιδήποτε άλλο η σωτήρια παρέμβαση κάποιων Πολιτικών. Εγχώριων και όχι κάποιων άλλων από «έξω» (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση – Τρόϊκα). Ακριβώς γιατί οι άλλοι είναι «απέξω». Ούτε καλή γνώση των προβλημάτων και των δικών μας  ιδιαιτεροτήτων έχουν, ούτε μπορούν (ούτε και θέλουν) να αποκτήσουν, ούτε επιθυμούν «πάση θυσία» (δηλαδή και με δική τους θυσία και παραχωρήσεις) να μας βοηθήσουν. Θέλουν πράγματι να μας βοηθήσουν, αλλά όσο κρίνουν ότι έτσι βοηθούνται και οι ίδιοι. Το ενδεχόμενο να μας εγκαταλείψουν στην τύχη μας είναι υπαρκτό. Και η έως τώρα δική μας στάση (τόσο των κυβερνώντων όσο και των επίδοξων μελλοντικών κυβερνητών) μάλλον τους εξωθεί στο ενδεχόμενο αυτό.

Θα χρειαζόμασταν επομένως Πολιτικούς της κατηγορίας Α.

Αντ’ αυτών, τι έχουμε;  

Β7) Η Κυβέρνηση επιμένει ότι έχει πετύχει τους περισσότερους από του στόχους της, χωρίς να έχει πείσει ούτε τους πολίτες της χώρας (εξ ου και η αποδοκιμασία που εισπράττει στις δημοσκοπήσεις), ούτε τους «εταίρους» (εξ ου και το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με την Τρόϊκα). Σε μια προσπάθεια να «ξεκαθαρίσει το τοπίο» επισπεύδει τη διαδικασία εκλογής προέδρου δημοκρατίας, προτείνοντας μάλιστα ένα πρόσωπο, τον κ. Σταύρο Δήμα, ο οποίος παρά το θετικό και σοβαρό παρελθόν του, είναι μάλλον απίθανο να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ψήφους. Στην περίπτωση που δεν εκλεγεί τελικά πρόεδρος, τινάζονται κυριολεκτικά στον αέρα οι όποιες (λίγες) προσπάθειες που έως τώρα έχει κάνει για να σταθεροποιήσει την οικονομία της χώρας.

Οι αντιδράσεις των «αγορών» και του ίδιου του χρηματιστηρίου δείχνουν ότι το «τίναγμα στον αέρα» έχει ήδη αρχίσει.

 

Β8) Η Αντιπολίτευση προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ατέλεια του Συντάγματος (διάλυση της βουλής, αν δεν συγκεντρωθούν 180 ψήφοι [1]) παραβιάζοντας κατάφωρα το πνεύμα του, για να προκαλέσει πρόωρη διάλυση της βουλής με την ευκαιρία της εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να καταγγέλλει εκ των προτέρων όσους βουλευτές ψηφίσουν τελικά για πρόεδρο, ως «αποστάτες» (με κατάχρηση του όρου) από την γραμμή των κομμάτων, με τα οποία είχαν εκλεγεί βουλευτές. Το να καταγγέλλεται κάποιος επειδή επιτελεί το συνταγματικό του καθήκον, θα ήταν αδιανόητο σε οποιαδήποτε σοβαρή και προηγμένη πολιτικά κοινωνία, όχι όμως στην Ελλάδα…

Και όλα αυτά τα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια να ανέλθει στην εξουσία ΧΩΡΙΣ σοβαρή πρόταση εξουσίας. Το «κυβερνητικό πρόγραμμα» που εξήγγειλε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη απέχει πολύ από το να θεωρηθεί στοιχειωδώς σοβαρό και ολοκληρωμένο. Ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του παραμένει το αίτημα προς του «εταίρους» για σβήσιμο μεγάλου μέρους του χρέους και η αποπληρωμή του υπολοίπου με «ρήτρα ανάπτυξης», η οποία όμως δεν διευκρινίζεται πώς θα επέλθει. Δεν μας λέει όμως ποιό είναι το «σχέδιο Β», στο οποίο κατ’ανάγκην θα καταφύγει αν οι εταίροι αρνηθούν.

 

Τι λοιπόν θα έπρεπε να γίνει αν οι πολιτικοί μας μετατρέπονταν (δύσκολο) από την κατηγορία Β στην κατηγορία Α, ή αν αντικαθίσταντο από άλλους (ακόμη πιο δύσκολο) που να ανήκουν στην κατηγορία αυτή;

Θα έπρεπε να προσπαθήσουν να συνεννοηθούν επιδιώκοντας την αντιπροσωπευτικότερη δυνατή βουλή καθώς και μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» που να περιλαμβάνει τους πλέον άξιους και ικανούς πολιτικούς, ακόμη και πολίτες, που έχουν διακριθεί στον τομέα τους.

Για να γίνει αυτό όμως θα έπρεπε να ακολουθήσουν τα ακόλουθα 4 βήματα:

  1. Να ζητήσουν από την Τρόϊκα 6 μηνών παράταση του προγράμματος (αντί των 2)
  2. Να συμφωνήσει η κυβέρνηση με την αντιπολίτευση στο ότι η επόμενη βουλή θα είναι αναθεωρητική (του Συντάγματος)
  3. Να συμφωνήσουν σε εκλογικό νόμο απλής αναλογικής, χωρίς το «κατώφλι» του 3%, που οδηγεί στη λογική της «χαμένης ψήφου» και χωρίς κανένα «μπόνους» για το πρώτο κόμμα. Έτσι κι’ αλλιώς, αυτοδυναμία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να υπάρξει, ούτε το κατώφλι του 3% εμπόδισε τους τουρκογενείς της Θράκης να «αλωνίζουν». Το ζητούμενο είναι, όπως είπαμε παραπάνω, να έχουμε αντιπροσωπευτική βουλή. (Η αλλαγή του εκλογικού νόμου, μπορεί να ισχύσει αμέσως αν ψηφιστεί από τα 2/3 των βουλευτών).
  4. Να εκλέξουν πρόεδρο της δημοκρατίας.
  5. Μετά από όλα αυτά, να κάνουν εκλογές για νέα βουλή.

Αντί για τα παραπάνω, αρχίζουν από το (4) με όλα τα υπόλοιπα κυριολεκτικά «στον αέρα». Έχει φθάσει η χώρα ολόκληρη να κρέμεται κυριολεκτικά από τις διαθέσεις μιας ομάδας βουλευτών.

Λες και έχουμε την πολυτέλεια και για άλλους πειραματισμούς, για μερικές ακόμα αερολογίες, για περαιτέρω κοροϊδία, υποκρισία να εξαπάτηση ημεδαπών και αλλοδαπών.

Λες και η αδήριτη πραγματικότητα έχει αποφασίσει να «μας κάνει τα χατίρια» στον αιώνα τον άπαντα.

Μακάρι να πιστεύαμε τόσο πολύ στη Θεία Πρόνοια, ώστε να πούμε την ευχή: «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Αλλά ακόμα και αν υπήρχε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο Θεός μάλλον θα αδιαφορούσε για μας. Θα μας είχε σιχαθεί κι’ αυτός.

Ή, απλά θα μας υπενθύμιζε: «Κύριοι Έλληνες πολίτες και πολιτικοί, σας Έχω εφοδιάσει με Όλα τα Απαιτούμενα. Εσείς πρέπει να τα χρησιμοποιήσετε και όχι Εγώ. Κυβερνήστε επιτέλους αυτή τη χώρα»!

Facebook Comments