Η Κυβέρνηση παραμένει, δυστυχώς, εντελώς αποκομμένη από την ελληνική πραγματικότητα και, αντί να αναλάβει τη ευθύνη μιας ειλικρινούς αποτίμησης της οικονομικής κατάστασης της χώρας, προτιμά, σε βάρος των πολιτών, να ακολουθεί μια καθαρά επικοινωνιακή δημοσιονομική πολιτική.

Η υπερφορολόγηση, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, η ανάληψη δεσμεύσεων για τερατώδη πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, η διατήρηση ή ακόμα και αύξηση του ΕΝΦΙΑ, σε αντίθεση με τις υποσχέσεις της, είναι κάποια μόνο από τα στοιχεία του μείγματος αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής.

Ο καταιγισμός των πολιτών με φόρους έχει διογκώσει το ιδιωτικό χρέος, τόσο που αυτοί δεν μπορούν από καιρό τώρα να ανταποκριθούν στα υπερβολικά βάρη που συνεχώς τους επιβάλλονται. Οι συνολικές οφειλές προς την Εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία υπερβαίνουν πλέον τα 130 δις ευρώ, ενώ τα καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού διαμορφώνονται χαμηλότερα από τους στόχους, σχεδόν 244 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου για την πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού. Το τελευταίο τρίμηνο μάλιστα είχαμε νέα χρέη προς την εφορία ύψους 3,5 δις ευρώ.

Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου μόνο το α΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν κατά 95 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η Κυβέρνηση συνέχισε το «σκούπισμα» των ταμειακών διαθέσιμων των φορέων του Δημοσίου, με το βραχυπρόθεσμο δανεισμό του Δημοσίου από φορείς της γενικής κυβέρνησης (ρέπος) να αγγίζει στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2018 τα 22, 5 δις ευρώ, έναντι των 14,9 δις ευρώ στο τέλος του 2017. Με τη δημιουργία αυτού του «μαξιλαριού ασφαλείας» μπορεί τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου να έφτασαν τα 12,3 δις ευρώ στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2018, από μόλις 934,2 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017, αλλά, ταυτοχρόνως, η αγορά «στέγνωσε». Όπως πολύ σωστά επεσήμανε το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην αξιολόγησή του για τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022, «είναι εύλογο ότι η όποια συγκράτηση των δαπανών δεν μπορεί να προκύπτει από νέα συσσώρευση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης».

Η Κυβέρνηση, που δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτήν την άποψη, δεν πρόκειται ούτε και στο μέλλον να αφήσει τους πολίτες να «αναπνεύσουν», αφού στο ΜΠΔΣ 2019-2022 έχει δεσμευτεί για πρωτογενή πλεονάσματα πολύ υψηλότερα από το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, τα οποία φτάνουν έως και το 5,19% του ΑΕΠ το 2022. Συγκεκριμένα, ο «δημοσιονομικός χώρος» των συνολικά 7,9 δις ευρώ, η υπέρβαση δηλαδή σχεδόν κατά 2% έναντι του στόχου για πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, αναμένεται να φτάσει τα 111 εκατομμύρια ευρώ φέτος, τα 866 εκατομμύρια ευρώ το 2019, στο 1,287 δις το 2020, στα 2,112 δις το 2021 και στο ιλιγγιώδες ποσό των 3,582 δις ευρώ το 2022. Συνολικά τα πλεονάσματα για το 2019 και 2020 θα είναι 7,7 και 8,2 δις αντίστοιχα, δηλαδή 16,05 δις, από τα οποία θα «επιστραφούν» με τη μορφή διαφόρων ειδών παροχών τα 1,9 δις. Ένα τμήμα μικρό λοιπόν από τα υπερπλεονάσματα αυτά, σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του Πρωθυπουργού, αλλά Υπουργών, θα δοθεί για φοροελαφρύνσεις κα φιλολαϊκές πολιτικές και μάλιστα προσδιορίστηκε ότι αυτό θα γίνει με αναλογία 75%-25% και 50%-50% τον πρώτο και δεύτερο χρόνο αντίστοιχα. Πρόκειται για ακόμα ένα τρανταχτό παράδειγμα της επικοινωνιακής στρατηγικής των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, που αφού πρώτα στραγγαλίζει οικονομικά τους πολίτες με «ασήκωτους» φόρους και με μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, μετά θα τους «επιστρέψει», με τη μορφή «παροχών», ένα ελάχιστο τμήμα των χρημάτων που τους στέρησε.

Η σκληρή λιτότητα από τη μια μεριά και η παροχολογία από την άλλη μόνο σε όφελος της οικονομίας μας δεν αποβαίνουν. Η Κυβέρνηση οφείλει να πάψει να δρα με βάση το κομματικό συμφέρον και με ορίζοντα τις εκλογές και να ακολουθήσει μια δημοσιονομική πολιτική βασισμένη στην εξωστρέφεια και την ανάπτυξη, για να μπορέσει επιτέλους η ελληνική οικονομία να «πάρει εμπρός».

Facebook Comments