ΔΝΤ: Καμπανάκι για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους – η ανάπτυξη και οι κίνδυνοι
Την ανησυχία του για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα διατυπώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Την ανησυχία του για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα διατυπώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Την ανησυχία του για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα διατυπώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μετά την ολοκλήρωση της αποστολής στην Αθήνα στο πλαίσιο του άρθρου 4 του καταστατικού. Όπως αναφέρεται στο κείμενο συμπερασμάτων που δόθηκε στις 13:00 ώρα Ελλάδας στη δημοσιότητα: ««θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί πρόσβαση στις αγορές περισσότερο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους».
Πάντως, όπως ανέφερε σε συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής της αποστολής του Ταμείου στην Ελλάδα Πίτερ Ντόλμαν, «οι αγορές θα είναι ορθάνοικτες το επόμενο διάστημα μετά και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup». Ερωτηθείς για το θέμα της μείωσης των συντάξεων, ο κ. Ντόλμαν απέφυγε να απαντήσει αν η Ελλάδα είναι «υποχρεωμένη» να προχωρήσει στη σχετική μείωση –το ΔΝΤ ασκεί πλέον συμβουλευτικό ρόλο, ανέφερε- ωστόσο τόνισε ότι οι μεταρρυθμίσεις όπως αυτή του συνταξιοδοτικού στέλνουν «πολύ ισχυρό μήνυμα στις αγορές». Ο κ. Ντόλμαν ανέφερε επίσης ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν καλό να επανεξετάσει το θέμα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων» ενώ εξέφρασε την άποψη ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση.
Με βάση τα όσα υποστήριξε ο κ. Ντόλμαν, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2,2% για την περίοδο από το 2023 έως το 2060 είναι εξαιρετικά φιλόδοξος και μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη ενώ με βάση τη θέση του Ταμείου, ο στόχος του 1,5% είναι πολύ πιο «άνετος» για την Ελλάδα. Επίσης, προσδιόρισε τον στόχο της μεσο-μακροπρόθεσμης ανάπτυξης στο 1%, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη δική της έκθεση βιωσιμότητας του χρέους.
«Η Ελλάδα έχει διανύσει σημαντικό δρόμο, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις. Θα εξέλθει από την εποχή των προγραμμάτων έχοντας σε μεγάλο βαθμό εξαλείψει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν εφαρμοστεί, η ανάπτυξη έχει επιστρέψει, η ανεργία μειώνεται, αν και παραμένει πολύ υψηλή, και το πρόσφατο πακέτο ελάφρυνσης του χρέους διασφαλίζει την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα» αναφέρεται στην εισαγωγή της δήλωσης, με το Ταμείο να σημειώνει, ωστόσο πως: «σημαντικές παρακαταθήκες της κρίσης και μία ατζέντα μεταρρυθμίσεων, που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, εμποδίζουν ακόμη την ταχύτερη ανάπτυξη, ενώ η συμμετοχή στη νομισματική ένωση και οι στόχοι των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων περιορίζουν τις επιλογές πολιτικής». Υπό αυτές τις συνθήκες «η τόνωση της ανάπτυξης και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου θα εξαρτηθούν από τη βελτίωση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, την αποκατάσταση των τραπεζικών ισολογισμών, την περαιτέρω απελεύθερωση των αγορών προϊόντος και εργασίας και την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της διακυβέρνησης στον δημόσιο τομέα».
Η ανάπτυξη και οι κίνδυνοι
Το Ταμείο υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να δοθούν τα εύσημα στην Ελλάδα για την εντυπωσιακή προσπάθεια μακροοικονομικής σταθεροποίησης, την δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και την εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια. Αυτές οι προσπάθειες σε συνδυασμό με την ουσιαστική ευρωπαϊκή στήριξη και το πιο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον επέτρεψαν στη χώρα να επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης, αναφέρει το ΔΝΤ, που βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 2% φέτος και 2,4% το 2019. Όσον αφορά στην ανεργία προβλέπεται να μειωθεί κοντά στο 14% έως το 2023.
Ωστόσο εξωτερικοί και εσωτερικοί κίνδυνοι επιμένουν, συμπεριλαμβανομένης της βραδύτερης ανάπτυξης του εμπορίου, των πιο αυστηρών πιστωτικών συνθηκών, της περιφερειακής αστάθειας, της εσωτερικής πολιτικής ατζέντας και της κόπωσης από τις μεταρρυθμίσεις.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Η συμφωνία με τους πιστωτές έχει βελτιώσει αισθητά τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Η Ελλάδα, εκτιμά το Ταμείο, θα έχει πρόσβαση στις αγορές μεσοπρόθεσμα, αλλά το προσωπικό του Ταμείου ανησυχεί ότι «η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα στη βάση υπερβολικά φιλόδοξων υποθέσεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης και την ικανότητα της Ελλάδας να εμφανίζει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα είναι «πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα, χωρίς πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους».
Στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες το 2019 και μείωση φόρων το 2020
«Περαιτέρω προσπάθειες απαιτούνται για να ξεπεραστεί η κληρονομιά της κρίσης και να ενισχυθούν η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η κοινωνική συνοχή» υπογραμμίζει το Ταμείο, καλώντας τη χώρα να επιμείνει στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ «θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα θέτει περιορισμούς στις κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις» προειδοποιεί. Καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στις σχεδιαζόμενες για το 2019 αυξήσεις στη στοχευμένη κοινωνική στήριξη και τις δαπάνες για επενδύσεις, οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν από τα όσα εξοικονομούνται από τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Το 2020, θα πρέπει δε να μειώσει τους φόρους και να διευρύνει την φορολογική βάση. Αυτά τα μέτρα μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας και την άμβλυνση των οικονομικών στρεβλώσεων, ενώ θα στηρίξουν την ανάπτυξη. «Η όποια καθυστέρηση στην προώθηση αυτών των μεταρρυθμίσεων θα υπονομεύει την αξιοπιστία των υποθέσεων, στις οποίες βασίστηκαν τα μέτρα ελάφρυνσης, που συμφωνήθηκαν με τους Ευρωπαίους εταίρους» τονίζει το Ταμείο.
Οι προκλήσεις των τραπεζών
Η αναβίωση της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών και η αντιμετώπιση των πολύ υψηλών μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων είναι καθοριστικής σημασίας για τη στήριξη της οικονομίας, σημειώνει το ΔΝΤ. Αναγνωρίζει ότι έχουν ήδη γίνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση (νομοθετικές ρυθμίσεις, ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς NPEs), αλλά επισημαίνει την ανάγκη για περαιτέρω προσπάθειες, που θα παγιώσουν τα θετικά αποτελέσματα. Απαιτούνται όπως αναφέρει πιο φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση των κόκκινων δανείων, προληπτική δημιουργία κεφαλαιακών μαξιλαριών, περιορισμός των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης και ισχυρότερη εσωτερική διακυβέρνηση. Υπογραμμίζει δε την ανάγκη για άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων με συνετό τρόπο, στη βάση του συμφωνηθέντος οδικού χάρτη, με τον ρυθμό να υποδεικνύεται από τις συνθήκες στην οικονομία και τον τραπεζικό τομέα.
Κριτική για τα σχέδια στα εργασιακά
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε αρκετούς δείκτες ανταγωνιστικές. «Η πρόοδος στην μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντος είναι αργή και άνιση, ενώ η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας έχει συμβάλλει στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η νομοθεσία που θα επαναφέρει την επεκτασιμότητα και τους ευνοικότερους όρους στις συλλογικές συμβάσεις, θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη αυτά» αναφέρεται στην έκθεση. Το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να μην ανατρέψει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει και επισημαίνει ότι η όποια προσαρμογή στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι συνετή και να συνάδει με τα κέρδη στην παραγωγικότητα.
Αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα
Παρά τη σημαντική (αλλά άνιση) πρόοδο σε αυτό το μέτωπο, απαιτούνται περισσότερα για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της νοοτροπίας πληρωμών. Απαιτούνται επίσης καλύτερες διαδικασίες έκδοσης αδειών, βελτίωση της διαχείρισης μετρητών και καλύτερες πρακτικές αναφοράς. Το Ταμείο δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον τομέα της Δικαιοσύνης, υπογραμμίζοντας ότι «ένα πιο αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα είναι αναγκαίο για την επιτυχία των νομικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς».
«Καθώς εξέρχεται από την εποχή των προγραμμάτων, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει τη δυναμική προς τα εμπρός και να συνεχίσει να επιδιώκει πολιτικές που υποστηρίζουν την ευημερία και την συμπερίληψη. Η Ελλάδα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο χάρη στις τεράστιες προσπάθειες κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής» αναφέρει η δήλωση του ΔΝΤ και προσθέτει: «Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν επιδείξει την υποστήριξή τους με την παροχή περαιτέρω δανεισμού και πρόσθετης ελάφρυνσης του χρέους. Η Eλλάδα θα πρέπει τώρα να παγιώσει και να επεκτείνει την επιτυχία της με το να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα τις προκλήσεις που παραμένουν».
Καταλήγει δε εκφράζοντας την ευγνομωσύνη της αποστολής απέναντι στις αρχές για τη φιλοξενία και τις εποικοδομητικές συζητήσεις.
Facebook Comments