Η συμφωνία του Eurogroup βοηθά στη βελτίωση του κλίματος γύρω από την Ελλάδα και αφήνει ένα παράθυρο ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο QE, ωστόσο μακροπρόθεσμα οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί τόσο σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους όσο και σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, σημειώνει η Barclays σε νέα της έκθεση.

Η συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου αντάμειψε την Ελλάδα για τις προσπάθειες που κατέβαλε και παρέχει τη βάση για περαιτέρω βελτίωση της ψυχολογίας της αγοράς. Η Ελλάδα θα βγει από το τρίτο πρόγραμμα με ένα σημαντικό cash buffer, ενώ η τροχιά του δημόσιου χρέους και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κατά την επόμενη δεκαετία φαίνονται βιώσιμα. Αν και πιθανότατα θα χρειαστούν περισσότερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μακροπρόθεσμα, η Barclays θεωρεί ότι η θετική τάση στο κλίμα της αγοράς αναμένεται να συνεχιστεί τους επόμενους μήνες, και θα ενισχυθεί εάν η Ελλάδα ενταχθεί στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με την Barclays, η συμφωνία του Eurogroup έχει αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ίσως στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 26 Ιουλίου,  αν και το παράθυρο είναι αρκετά μικρό. Αν εξαιρεθούν σε αυτό το στάδιο, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στην περίοδο επανεπένδυσης, αν και αυτό μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο. “Κλειδί” θα είναι για αυτό η νέα έκθεση βιωσιμότητας τους ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ εντός του Ιουλίου. Ενώ τα πιθανά ποσά αγορών θα ήταν σχετικά μικρά, το σήμα που θα σταλεί στις αγορές θα είναι ισχυρό, οδηγώντας σε περαιτέρω συμπίεση του risk premium της Ελλάδας.

Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχει χορηγηθεί είναι εμπροσθοβαρές και άνευ όρων, είναι θετικό, κατά την άποψη της Barclays. Ωστόσο, η πορεία του δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι σαφής και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ουσιαστικές, συνεχιζόμενες δημοσιονομικές προσπάθειες και τις αρκετά αισιόδοξες μακροοικονομικές υποθέσεις (που σχετίζονται με την ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις, τη δημοσιονομική πειθαρχία, την πολιτική βεβαιότητα, κ.λπ.).

Ακόμα κι αν το θετικό συναίσθημα είναι πιθανό να κυριαρχήσει τους επόμενους μήνες, οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί γύρω από την Ελλάδα με τη μορφή (ήπιας) μετάδοσης από την Ιταλία, της επιβράδυνσης της ανάπτυξης ως αποτέλεσμα του κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Αυτά θα μπορούσαν να αναβάλουν περαιτέρω την εξομάλυνση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές. Επίσης, σύμφωνα με την Barclays, o πολιτικός κίνδυνος είναι υψηλός και δεν αποκλείει πρόωρες εκλογές την ίδια περίοδο με τις ευρωεκλογές. Όπως επισημαίνει η βρετανική τράπεζα, ο κίνδυνος πρόωρων εκλογών προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο αβεβαιότητας  γύρω από τη χώρα.

Σε ό,τι αφορά το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αυτό δεν έχει ακόμη λυθεί πλήρως, με το Eurogroup να έχει θέσει ήδη την ημερομηνία αναθεώρησης της βιωσιμότητάς του το 2032 πριν από το τέλος της περιόδου χάριτος της αποπληρωμής δανείων του EFSF. Σύμφωνα με την Barclays, το εάν θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές, θα καθοριστεί από τα εξής:

Πρώτον, από τις επιπτώσεις που θα έχουν στην οικονομία οι πολύ υψηλοί στόχοι για τα πλεονάσματα, με τον στόχο για 3% ανάπτυξη μεταξύ του 2023 και του 2060 να είναι πολύ αισιόδοξος ενώ η μακροοικονομική προοπτική της Ελλάδας μπορεί να επηρεαστεί έντονα και από εξωτερικές εξελίξεις όπως οι αναταράξεις στην Ιταλία και ένας εμπορικός πόλεμος. Δεύτερον, από τον ρυθμό εφαρμογής των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, με την ταχύτητα των θεσμικών μεταρρυθμίσεων και των μεταρρυθμίσεων στη διακυβέρνηση να έχουν ήδη σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό δημιουργεί φυσικά αμφιβολίες για την ικανότητα της χώρας να διατηρεί ταχείς ρυθμούς εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων υπό ένα “ελαφρύ” μεταμνημονιακό πρόγραμμα. Τρίτον, σημαντικό ρόλο θα παίξει το εάν θα διεξαχθούν πρόωρες εκλογές την άνοιξη ενώ στρατηγική είναι και η σημασία των προεδρικών εκλογών

Σύμφωνα με την Barclays, η μεταμνημονιακή περίοδος της Ελλάδας δεν διαφέρει πολύ από ένα κανονικό πρόγραμμα. Παρόλο που δεν ορίζει νέες μεταρρυθμίσεις, εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν ορισμένες εκκρεμότητες από προηγούμενες αξιολογήσεις. Η συμπερίληψη της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) και μέτρα όπως η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, η χορήγηση αδειών για επενδύσεις κ.λπ., σημαίνει ότι η συμφωνία στην πραγματικότητα μοιάζει πολύ με ένα κανονικό πρόγραμμα. Επιπλέον, οι αξιολογήσεις θα πραγματοποιούνται σε τριμηνιαία βάση, όπως και στο σχεδιασμό του προγράμματος του ESM.

Ποιοι παράγοντες θα καθορίσουν το επενδυτικό κλίμα

Σύμφωνα με την Barclays, το θετικό κλίμα της αγοράς στην Ελλάδα είναι πιθανό να συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον, με τους εξής παράγοντες να είναι πιθανό να είναι καθοριστικοί:

• Περαιτέρω αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης. Θα καθησυχάσουν τους επενδυτές ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα αυξήσει ταυτόχρονα το πεδίο και τον τύπο των πιθανών επενδυτών και τα επενδυτικά όρια.

• Συμπερίληψη στο πρόγραμμα QE / επανεπένδυσης της ΕΚΤ: Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην πρώτη φάση του QE έχει μικρά χρονικά περιθώρια, ενώ η δεύτερη φάση είναι πιθανή αλλά δύσκολη. Προσθέτοντας στην αύξηση της ζήτησης για ελληνικά ομόλογα, η ΕΚΤ θα στείλει επίσης ένα ισχυρό μήνυμα στους επενδυτές.

• Οι αναταράξει λόγω Ιταλίας, αν και ήταν σχετικά ήπιες, εμπόδισαν τις ελληνικές αρχές να εκδώσουν νέα ομόλογα τον Μάιο / Ιούνιο. Μια εκτεταμένη περίοδος δύσκολων συνθηκών της αγοράς λόγω της Ιταλίας θα μπορούσε να αποτρέψει τους επενδυτές και την έκδοση.

• Εξωτερική ανάπτυξη η οποία θα επηρεαστεί από τον προστατευτισμό. Η ανάκαμψη της Ελλάδας εξαρτάται από τις εξαγωγές (και τις επενδύσεις), και έτσι συνδέεται με την πορεία της οικονομίας εκτός των συνόρων. Ο μεγαλύτερος εξωτερικός κίνδυνος, τονίζει η Barclays, είναι η συνέχιση της τάσης προς τον προστατευτισμό και / ή την περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών πολέμων.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments