Την περασμένη Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου η Eurostat ανακοίνωσε τα οικονομικά αποτελέσματα των κρατών-μελών της ΕΕ για το τέταρτο τρίμηνο του 2014.

Το ποσοστό ανάπτυξης έκλεισε στο 0,9% κατά μέσο όρο. Όμως αυτός ο αριθμός κρύβει μεγάλη αύξηση των ενδοευρωπαϊκών αποκλίσεων: για να μείνουμε στις μεγάλες εθνικές οικονομίες, η Γερμανία αναπτύχθηκε με 1,6%, η Γαλλία πέτυχε ένα αναιμικό 0,4% και η Ιταλία παραμένει σε ύφεση 0,4%.

Αν συγκρίνουμε το ΑΕΠ της ευρωζώνης συνολικά, αλλά και κάθε χώρας ξεχωριστά, με εκείνο που είχαν πριν από την αρχή της κρίσης το 2008, θα διαπιστώσουμε ότι οι επιδόσεις είναι απογοητευτικές. Η ευρωζώνη βρίσκεται ακόμα 2% κάτω απ’ το επίπεδο ανάπτυξης που είχε τότε και δεν θα το ανακτήσει, σε κανονικές συνθήκες, παρά μόνο την άνοιξη του 2016.

Η περιφέρεια της ευρωζώνης έχει φτωχύνει σημαντικά από το 2008 (-26% για την Ελλάδα, -10,3% για την Κύπρο, -9,5% για την Ιταλία, -6,9% για την Πορτογαλία), παγιώνοντας έτσι την απόκλιση μεταξύ των οικονομικών κύκλων του Βορρά και του Νότου της Ευρώπης. Το ρήγμα που χωρίζει την Ευρώπη στα δύο ολοένα και βαθαίνει λόγω των ακολουθούμενων περιοριστικών πολιτικών και της έλλειψης μέτρων μεταβίβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αρκεί να αναφερθεί συγκριτικά ότι για την ίδια περίοδο το ΑΕΠ των ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά 9,6%.

Η ποιοτική ανάλυση των αριθμών γεννά ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση, καθώς οι βασικές αιτίες και αυτής ακόμα της ισχνής ανάπτυξης της ευρωζώνης είναι δύο: η πτώση της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου κατά 15% από τον περασμένο Σεπτέμβριο και η κατακρήμνιση της τιμής του πετρελαίου. Ενώ η πρώτη κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστεί λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η δεύτερη είναι επισφαλής και εξαρτάται από μια σειρά αστάθμητων διεθνών παραγόντων.

Ένα πρώτο συνολικό συμπέρασμα είναι κάτι που δεν θα ακούσουμε ποτέ από τα χείλη του Γερούν Ντάισελμπλουμ ή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: οι χώρες που ενεργοποίησαν δυναμικά τον μοχλό των δημοσίων επενδύσεων ως μέσον αντικυκλικής πολιτικής τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από τις άλλες.

Οι ΗΠΑ του Ομπάμα, που μαζί με το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών κινητοποίησαν το μεγαλύτερο πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης απ’ την εποχή του New Deal στη δεκαετία του 1930, βγήκαν πανηγυρικά από την κρίση: η οικονομία αναπτύσσεται με πολύ ικανοποιητικούς ρυθμούς και η ανεργία έχει πέσει στο 5,5%, προσεγγίζοντας γοργά το καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

Η Γαλλία, η οικονομία της οποίας βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, κατάφερε να απορροφήσει το σοκ (το 2009 έχασε μόνο 2,9% του ΑΕΠ της, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη ήταν 4,5%, και ανέκτησε το επίπεδο που είχε το 2008 ήδη στο τέλος του 2011) για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, ενεργοποιήθηκαν οι σημαντικοί αυτόματοι σταθεροποιητές της, δηλαδή οι κοινωνικές δαπάνες που αντισταθμίζουν την πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών σε περίοδο ύφεσης και, δεύτερον, οι δημόσιες δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται κατά τη διάρκεια της κρίσης, αντιθέτως από ό,τι συνέβη στις χώρες του Νότου. Σήμερα μπορεί η συνολική οικονομική επίδοση της Γαλλίας να είναι χλομή, ωστόσο το ΑΕΠ της είναι κατά 1,4% υψηλότερο αυτού που είχε το 2008.

Όμως ο μεγάλος ασθενής της ευρωζώνης είναι αναμφισβήτητα η Ιταλία. Εδώ συγκλίνουν όλοι οι δυσμενείς παράγοντες, δομικοί και συγκυριακοί: η υπογεννητικότητα, η διαρκής μείωση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης, η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και η συνεχιζόμενη αποεπένδυση είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ιταλικής οικονομίας και την υπερχρέωση της χώρας (το δημόσιο χρέος βρίσκεται ήδη στο 136,7% του ΑΕΠ και σε απόλυτες τιμές έχει υπερβεί τα 2 τρισ. ευρώ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιταλία είναι η μοναδική χώρα της ευρωζώνης όπου το βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλότερο, και μάλιστα κατά πολύ (-4,3%), από αυτό που είχε το 1999, έτος δημιουργίας της ευρωζώνης! Παλαιότερα, οι ιταλικές κυβερνήσεις ανακτούσαν τη χαμένη ανταγωνιστικότητα με υποτιμήσεις και συνεχιζόμενη διολίσθηση της ιταλικής λιρέτας.

Σήμερα όμως αυτό δεν είναι πια δυνατό, ενώ, αν εξαιρέσει κανείς τα διαρθρωτικά ταμεία, δεν υπάρχει κανένας ευρωπαϊκός μηχανισμός μεταβίβασης πόρων και ανακύκλωσης επενδυτικών κεφαλαίων προς όφελος των υπολειπόμενων χωρών. Γι’ αυτόν τον λόγο, πάνω από ένας στους δύο Ιταλούς ψηφίζουν κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν πια ταχθεί ανοιχτά κατά του ευρώ.

Μπορεί οι ματιές όλων να έχουν επικεντρωθεί στην Ελλάδα, όμως πίσω από το απευκταίο ενδεχόμενο μιας ρήξης με τους εταίρους μας πέφτει βαριά η σκιά της Ιταλίας, που νιώθει ολοένα και περισσότερο τον πειρασμό να βγει από το ευρώ για να ανακτήσουν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της το χαμένο τους μερίδιο στη διεθνή οικονομία.

Facebook Comments