Επιμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στη θέση του ότι δεν υπάρχει το παραμικρό δημοσιονομικό περιθώριο για παροχές τα επόμενα χρόνια κάτι που έρχεται «κόντρα» στις προβλέψεις της κυβέρνησης για υπέρβαση του επίσημου στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Στο Μεσοπρόθεσμο ο πήχης του πλεονάσματος το 2022 ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ ανοίγοντας δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3,5 δισ. ευρώ.

Οι εκτιμήσεις περιλαμβάνονται -χωρίς ανάλυση- στην έκθεση Fiscal Monitor, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου του ΔΝΤ στο Μπαλί.

Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάσθηκε από τον Διευθυντή του Δημοσιονομικού Τμήματος του ΔΝΤ Βίτορ Γκασπάρ, το Ταμείο αναμένει πως το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ και όχι στο 2,9% του ΑΕΠ που ανέμενε τον Απρίλιο. Για τα έτη από το 2019 έως το 2022 το Ταμείο εκτιμά πως το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδος θα ανέλθει στο 3,5% του ΑΕΠ, ωστόσο, χωρίς επιπλέον δημοσιονομικό χώρο για το πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο απειλείται το σχέδιο της κυβέρνησης για την επόμενη πενταετία αλλά και ότι δύσκολα το Ταμείο θα συναινέσει στην κατάργηση η αναβολή του ψηφισμένου μέτρου που προβλέπει την περικοπή των συντάξεων έως και 18% το 2019 αλλά και στη μη εφαρμογή του μειωμένου αφορολόγητου στα 5.685 ευρώ το 2020.

Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση στο προσχέδιο προϋπολογισμού εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι φέτος 3,74% του ΑΕΠ και το 2019 θα φθάσει στο 4,14% του ΑΕΠ, ενώ το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέβει στο 4,15% το 2020, στο 4,53% το 2021 και στο 5,19% το 2022. Σημειώνεται ότι με βάση αυτές τις εκτιμήσεις προκύπτουν τα 3,5 δισ. ευρώ του πακέτου Τσίπρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Ανοιξιάτικες προβλέψεις της εκτιμούσε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ φέτος και το 2019.

Ως προς το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης το Ταμείο εκτιμά πως η Ελλάδα είχε δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2017 το οποίο θα ισοσκελιστεί το 2019.

Το ΔΝΤ αναμένει πως τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης θα μειωθούν σταδιακά έως το 2023 ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα από 49% του ΑΕΠ το 2017, αναμένει πως θα μειωθούν στο 48,7% του ΑΕΠ το 2018, στο 47,1% του ΑΕΠ το 2019, το 2020 στο 46,3% του ΑΕΠ, το 2021 στο 45,7% του ΑΕΠ και θα υποχωρήσουν περαιτέρω στο 45% του ΑΕΠ το 2022 και το 2023. Αυτή η μείωση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης θα εξισορροπηθεί από τη μείωση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης, η οποία πλέον το ΔΝΤ εκτιμά πως θα κινηθεί πιο «επιθετικά» από τι προέβλεπε προ έξι μηνών.

Ειδικότερα, οι δαπάνες από 48,1% του ΑΕΠ εφέτος, το 2019 θα ανέλθουν στο 47,1% του ΑΕΠ, το 2020 στο 46,1% του ΑΕΠ, το 2021 θα μειωθούν στο 45,5% του ΑΕΠ, το 2022 στο 44,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 θα αυξηθούν στο 45,4% του ΑΕΠ.

Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως στο διάστημα 2018 -2023 θα μειωθεί αθροιστικά κατά 37%, όταν τον Απρίλιο έβλεπε μείωση 26,2% του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο. Συγκεκριμένα, το χρέος από 188,1% του ΑΕΠ το 2018 θα μειωθεί στο 176,9% του ΑΕΠ το 2019, θα περιοριστεί στο 169,3% του ΑΕΠ το 2020, θα υποχωρήσει στο 162,7% του ΑΕΠ το 2021, στο 155,1% του ΑΕΠ το 2022 και το 2023 θα μειωθεί στο 151,1% του ΑΕΠ.

Στην έκθεση επιχειρείται ο προσδιορισμός του «δημοσίου πλούτου» μεταξύ 69 ανεπτυγμένων χωρών. Στην άσκηση αυτή, ο δημόσιος πλούτος προσδιορίζεται στη βάση όλων των στοιχείων που έχει στην κατοχή του και όλων όσων οφείλει το δημόσιο σε 69 χώρες.

Ελλάδα και Νορβηγία βρίσκονται στα δύο άκρα της κλίμακας. Στην Ελλάδα ο καθαρός δημόσιος πλούτος, υπό το βάρος ενός τεράστιου δημοσίου χρέους υπολογίζεται σε -111% του ΑΕΠ όταν στη Νορβηγία φτάνει το (+) 348% του ΑΕΠ.

Facebook Comments