Στις 6 Οκτωβρίου του 1998 ο Mathew  Shepard, ομοφυλόφιλος, 21 ετών, φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Wyoming, εξαφανίστηκε από την πόλη  Laramie. Δύο νεαροί ο Aaron Mckinney   και ο Russel Henderson, τον χτύπησαν, τον βασάνισαν και τον άφησαν δεμένο σε έναν φράκτη στο Fort Collins  του Colorado. Αρχικά υποστήριξαν ότι το κίνητρό τους ήταν η ληστεία. Ο Mathew  Shepard βρέθηκε μετά απο 18 ώρες και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Fort Collins. Στο νοσοκομείο  έφτασε ζωντανός και στις 12 Οκτωβρίου του 1998 υπέκυψε στα τραύματά του. Στο πανεπιστήμιο που φοιτούσε, το θύμα, ήταν ιδιαίτερα κοινωνικό και συμμετείχε σε ομάδες που υποστήριζαν τα δικαιώματά της LGBT κοινότητας.

Η δολοφονία  του ανέδειξε την ανάγκη για επέκταση της νομοθεσίας σχετικά με τα εγκλήματα μίσους. Ο  Mathew Shepard Act (2009),  είχε σκοπό να καλύψει τα κενά της νομοθεσίας  και να ορίσει συγκεκριμένες επιθέσεις (οι οποίες έχουν ως κίνητρο τη ταυτότητα των θυμάτων) ως εγκλήματα μίσους.  Οι γονείς του Mathew  μετά το θάνατο του δημιούργησαν  έναν οργανισμό https://www.matthewshepard.org/ ο οποίος έχει ως  αποστολή «την αντικατάσταση του μίσους,  με την κατανόηση, τη συμπόνια και την αποδοχή, μέσα από διάφορες δράσεις και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες». Το έγκλημα αποτέλεσε θέμα δύο τηλεοπτικών ταινιών: «The Mathew Shepard Story» και «The Laramie Project» (2002)[1].

Η δολοφονία σόκαρε την αμερικανική κοινωνία και αποτέλεσε αφορμή για την αλλαγή του νόμου για τα εγκλήματα μίσους. Οι δράστες κατηγορήθηκαν για φόνο πρώτου βαθμού και καταδικάστηκαν σε δύο φορές ισόβια. Δεν κατηγορήθηκαν ως δράστες εγκλημάτων μίσους καθώς δεν το επέτρεπε τότε η νομοθεσία του Wyoming[2].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(https://www.matthewshepard.org/)

Τα  hate crimes ή bias crimes αποτελούν μια σχετικά νέα κατηγορία εγκλημάτων. Είναι πράξεις βίας εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου ή/και  μελών μιας ομάδας. Το κίνητρό τους σχετίζεται με ορισμένα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή/και μιας ομάδας τα οποία θεωρούνται ανεπιθύματα και αποκρουστικά από τους δράστες. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δυνατόν να σχετίζονται με τη φυλή, με το έθνος, με το θρήσκευμα, με τη σεξουαλικότητα κ.α. Στα εγκλήματα μίσους εντάσσονται: η βεβήλωση οίκου λατρείας/ κοιμητηρίου, η επίθεση και η παρενόχληση μειονοτικής ομάδας, η ρατσιστικά υποκινούμενη ανθρωποκτονία, ο ξυλοδαρμός ενός ομοφυλόφιλου κ.α. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι το θύμα- στόχος είναι ευάλωτο. Τα εγκλήματα μίσους σχετίζονται «με βιωμένες προκαταλήψεις κατά ατόμων ή/και ομάδων και χαρακτηρίζονται από αρνητική στερεοτυπική φόρτιση αυτών των ατόμων και ομάδων». Εκδηλώνονται είτε σποραδικά είτε σε μονιμότερη βάση[3].

Τα hate crimes είναι τα εγκλήματα κατά προσώπου και κατά της ιδιοκτησίας προσώπου, αλλά και άλλα που «τελούνται απο δράστες που εμφορούνται απο συναισθήματα έχθρας και έλλειψης ανοχής για επιλεγμένες ομάδες που έχουν- ή θεωρείται ότι έχουν- ορισμένα «αρνητικά» χαρακτηριστικά». Τα κίνητρα καθορίζουν και τη μορφή του εγκλήματος.[4]

Το φαινόμενο της διάπραξης εγκλημάτων μίσους δεν είναι νέο αλλά  ο όρος είναι σχετικά «νεοπαγής». Μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου υπήρξαν  στη Γαλλία από το 1970,  στις Η.Π.Α. από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, στη Σουηδία τη δεκαετία του 1980 και στη Γερμανία το 1990. Το 1999 η Σουηδή εγκληματολόγος Eva Tiby,  σε έρευνά της, χρησιμοποίησε πρώτη φορά τον όρο «εγκλήματα μίσους». Ωστόσο οι νομικές διεργασίες και διατυπώσεις αντίστοιχων ορισμών, είχαν ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ[5]. Γενικότερα έχει υποστηριχθεί και η άποψη πως η αυστηροποίηση των ποινών δεν έχει ως αποστέλεσμα απαραίτητα τη μείωση των σχετικών εγκλημάτων διαπροσωπικής βίας. Επιπλέον η εμπειρία της φυλακής «απομειώνει ελάχιστα τα κίνητρα της βίας». Ως μέτρα πρόληψης έχουν προταθεί και προγράμματα όπως: τα neighborhood watch  programs, ο αστυνομικός της γειτονιάς, η ιδιωτική αστυνόμευση, ο έλεγχος επιλεγμένων χωρών- στόχων των δραστών καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα[6].

Στην ελληνική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν.4139/2013, ο όρος «έγκλημα μίσους» ορίζεται ως: «Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται». Επίσης στον ν.4285/2014 «Για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L328) και άλλες διαταξεις», το άρθρο 1 του ν. 927/1979 αντικαθίσταται ως εξής:«Άρθρο 1 Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους: 1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 20.000) ευρώ.»

Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  δημοσίευσε (2008) δύο εκθέσεις σχετικά με τα εγκλήματα μίσους: «Καθιστώντας ορατά τα εγκλήματα μίσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η αναγνώριση των δικαιωμάτων των θυμάτων» (Making hate crime visible in the European Union: acknowledging victims’ rights) και «EU-MIDIS Εστίαση στα Δεδομένα 6: οι μειονότητες ως θύματα εγκληματικών ενεργειών» (EU-MIDIS Data in Focus 6: Minorities as victims of crime). Σε αυτές παρουσιάζονται, η διάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θίγονται από τα εγκλήματα μίσους καθώς και  στοιχεία σχετικά «με τις εμπειρίες θυματοποίησης των ερωτηθέντων σε πέντε τύπους εγκλημάτων, οι οποίοι ποικίλλουν από αυτό της κλοπής έως τη σοβαρή παρενόχληση». Σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών αυτών, τα θύματα και οι μάρτυρες εγκλημάτων μίσους δεν καταγγέλουν τα εγκλήματα, τόσο στους επίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου, όσο και σε Μ.Κ.Ο. ή σε ομάδες υποστήριξης θυμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό σκοτεινού αριθμού  εγκληματικότητας[7].

Όταν τα θύματα γίνονται στόχοι λόγω της φυλής ή του γενετήσιου προσανατολισμού τους, είναι πιθανό να εμπλέκονται περισσότεροι από ένας δράστες. Αντίθετα, τα περιστατικά που βασίζονται στο φύλο και στην αναπηρία διαπράττονται συχνότερα από μεμονωμένα άτομα. Οι δράστες είναι στην πλειοψηφία τους άρρενες. Ωστόσο η συμμετοχή σε εγκλήματα μίσους με κίνητρο τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία και την αναπηρία περιλαμβάνει τη συμμετοχή των γυναικών σε περίπου 18% των περιπτώσεων.   Το ένα τρίτο περίπου των παραβατών είναι ηλικίας κάτω των 24. «Αποτελεί εξαίρεση το γεγονός ότι όταν το κίνητρο έχει  βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό,  το 77% των δραστών είναι  ηλικίας άνω των 25.»[8]

Σύμφωνα με τους Mark A. Walters, Rupert Brown, Susann Wiedlitzka (University of Sussex ,2016, Equality and Human Rights Commission), αν θέλαμε να σημειώσουμε κάποια κύρια χαρακτηριστικά των hate crimes θα έπρεπε να αναφέραμε μεταξύ άλλων  τα εξής:

  • Οι δράστες εγκλημάτων μίσους δεν υποκινούνται πάντοτε από ένα είδος προκατάληψης  (μπορούν να επηρεαστούν από έναν συνδυασμό διαφορετικών προκαταλήψεων).
  • Οι έρευνες δείχνουν ότι για να κατανοήσουμε πλήρως τη φύση των  εγκλημάτων  μίσους, θα πρέπει να εκτιμηθούν όλοι οι παράγοντες του εγκλήματος .
  • Δεν υπάρχει ενιαίο είδος- κατηγορία,  εγκλημάτων μίσους.
  • Τα εγκλήματα μίσους μπορεί επίσης να είναι προϊόν των κοινωνικών μας περιβάλλοντων. Κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι τα εγκλήματα μίσους είναι πιο πιθανό να συμβούν όπου η κοινωνία είναι δομημένη κατά τρόπο που να ωφελεί ορισμένα χαρακτηριστικά ταυτότητας σε σχέση με άλλα (π.χ. λευκό, αρσενικό, ετεροφυλόφιλο). «Οι συστημικές διακρίσεις, που συνήθως κωδικοποιούνται σε πολιτικές ή νόμους, μπορεί να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου οι δράστες έχουν την αίσθηση της ατιμωρησίας».
  • Οι δράστες εγκλημάτων μίσους μπορούν να κινητοποιηθούν από διάφορους παράγοντες. Ορισμένες έρευνες ( ΗΠΑ) υποδηλώνουν ότι υπάρχουν τέσσερις «τύποι» δραστών: οι αναζητούντες συγκίνηση, εκείνοι που υποκινούνται από την επιθυμία να προστατεύσουν αυτόν που θεωρούν «τόπο» τους, αυτοί που στόχο έχουν τα  αντίποινα για «επίθεση» ή κάποια δραστηριότητα που θεώρησαν επιθετική εναντίον της δικής τους ομάδας και οι δράστες οι οποίοι θεωρούν ότι επιτελούν συγκεκριμένη αποστολή.[9]

Οι εγκληματολογικές θεωρίες περιλαμβάνουν εξηγήσεις για ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών και παραβατικών συμπεριφορών. Τα εγκλήματα μίσους είναι μοναδικά εγκλήματα, δεδομένου ότι το έγκλημα επικεντρώνεται συχνά στο νόημα και την επίδραση που προκαλεί το ίδιο το αδίκημα (Perry, 2002). Οι δράστες των hate crimes γενικά, δεν αποκτούν απτά κέρδη, οικονομικά ή άλλα. Όσον αφορά τα εγκλήματα προκατάληψης που διαπράττονται εναντίον  μελών της ομοφυλοφιλικής κοινότητας, το κύριο κίνητρο συχνά υποδηλώνει αποδοκιμασία του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός άλλου ατόμου ενώ ταυτόχρονα ο δράστης θεωρεί  ότι η ίδια η σεξουαλικότητά του απειλείται. Μελετητές όπως ο Allport (1954) συμφωνούν ότι οι απλές προκαταλήψεις μπορούν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να εξελιχθούν σε επιθετικότητα και βία. Αλλά η σεξουαλική προκατάληψη από μόνη της δεν οδηγεί άτομα ή ομάδες στην διάπραξη εγκλημάτων  κατά των σεξουαλικών μειονοτήτων[10].

Σύφωνα με πολλές εγκληματολογικές θεωρίες η παραβατική συμπεριφορά βασίζεται στους  ισχυρούς δεσμούς των δραστών  με μια μικρή κοινωνική ομάδα (υπο-ομάδα) ή  δίκτυο ομοτίμων ομάδων και στους αδύναμους δεσμούς με το σύνολο της κοινωνίας (Sutherland, 1947, Hirschi, 1969, Akers, 1985). Σε αντίθεση με αυτές τις θεωρίες, οι δράστες των εγκλημάτων μίσους νίώθουν ότι έχουν  έχουν ισχυρούς δεσμούς με το σύνολο της  κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, οι δράστες εγκλημάτων μίσους ισχυρίζονται ότι σέβονται  τις κυρίαρχες ιδεολογίες και μιλούν για αυτή την προσκόλληση  προκειμένου να εξουδετερώσουν σε συνειδησιακό επίπεδο τις  πράξεις τους.  Η χρήση ορισμένων «τεχνικών εξουδετέρωσης» (Sykes και Matza, 1957) συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση τόσο της ενοχής όσο και της ευθύνης που συνήθως συνδέεται με τέτοιες πράξεις σωματικής βίας. Τέτοιου είδους  «τεχνικές  εξουδετέρωσης» οι οποίες χρησιμοποιούνται απο τους δράστες ως «δικαιολογίες» για την  εγκληματική συμπεριφοράς τους είναι :

  • η άρνηση της ευθύνης,
  • η άρνηση της βλάβης,
  • η άρνηση του θύματος,
  • η καταδίκη όσων καταδικάζουν το έγκλημα (των κατηγόρων του εγκληματία και της πράξης)  και
  • η επίκληση σε ανώτερες αξίες.

Οι δράστες βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται κατά των ανθρώπων συχνά αρνούνται την ύπαρξη του θύματος. Η Presser (2003)  διαπίστωσε τη τεχνική αυτή της εξουδετέρωσης στις συνεντεύξεις 27 βίαιων ανδρών- παραβατών. Αντί να εκφράσουν τη λύπη τους, οι δράστες συνήθως απαξίωναν τα θύματα υποστηρίζοντας ότι άξιζαν ό,τι έπαθαν[11].

Η μελέτη των παραγόντων και των αιτιών των εγκλημάτων μίσους είναι ένα πεδίο που απασχολεί και θα απασχολεί τους επιστήμονες και τους επίσημους φορείς κοινωνικού ελέγχου. Είναι κρίσιμο πέρα απο μέτρα καταστολής και πέρα απο τις ποινικές κυρώσεις κατά των δραστών να διερευνηθούν και να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα πρόληψης του φαινομένου. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί αν δεν αντιληφθούμε σε μεγάλο βαθμό τους παράγοντες γένεσης των εγκλημάτων μίσους.

  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δημόπουλος Χ., ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, «Εισηγήσεις Εγκληματολογίας», 2008
  • Δημόπουλος Χ., ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, «Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας», 2012
  • Σπινέλλη Κ., ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ,  «Εγκληματολογία. Σύγχρονες και Παλαιότερες κατευθύνσεις», 2014
  • FRA – Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, HELPING TO MAKE FUNDAMENTAL RIGHTS A REALITY FOR EVERYONE IN THE EUROPEAN UNION, « Εγκλήματα μίσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση   
  •  https://www.vanityfair.com/news/1999/13/matthew-shepard-199903
  •  https://www.britannica.com/biography/Matthew-Shepard
  • https://www.theguardian.com/world/2014/oct/26/the-truth-behind-americas-most-famous-gay-hate-murder-matthew-shepard
  • «Understanding who commits hate crime and why they do it», Social research  Number: 38/2013, AUTHORS : Dr Colin Roberts, Cardiff University Prof Martin Innes, Cardiff University Dr Matthew Williams, Cardiff University Dr Jasmin Tregidga, Cardiff University Prof David Gadd, University of Manchester, Welsh Government Social Research, 2013
  • Causes and motivations of Equality and Human Rights Commission Research report 102 Mark A. Walters and Rupert Brown with Susann Wiedlitzka, University of Sussex hate crime, 2016 Equality and Human Rights Commission First published July 2016
  • International Journal of Criminology and Sociological Theory, Vol. 6, No. 4, December 2013, 164-170, Micropanics: A Theoretical Explanation for Anti-Gay Hate Crime Perpetration, Nicholas A. Guittar

[3] Δημόπουλος Χ., (2008), «Εισηγήσεις Εγκληματολογίας», σ. 748-749

[4]Σπινέλλη Κ., (2014), «Εγκληματολογία. Σύγχρονες και Παλαιότερες κατευθύνσεις», σ. 87- 88

[5] Σπινέλλη Κ., (2014), «Εγκληματολογία. Σύγχρονες και Παλαιότερες κατευθύνσεις», σ. 86

[6]Δημόπουλος Χ., (2012), «Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας», σ.157-158

[7] FRA – Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, HELPING TO MAKE FUNDAMENTAL RIGHTS A REALITY FOR EVERYONE IN THE EUROPEAN UNION, « Εγκλήματα μίσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

[8] «Understanding who commits hate crime and why they do it», Social research  Number: 38/2013, AUTHORS : Dr Colin Roberts, Cardiff University Prof Martin Innes, Cardiff University Dr Matthew Williams, Cardiff University Dr Jasmin Tregidga, Cardiff University Prof David Gadd, University of Manchester, Welsh Government Social Research, 2013

[9] Causes and motivations of Equality and Human Rights Commission Research report 102 Mark A. Walters and Rupert Brown with Susann Wiedlitzka, University of Sussex hate crime, 2016 Equality and Human Rights Commission First published July 2016

[10] International Journal of Criminology and Sociological Theory, Vol. 6, No. 4, December 2013, 164-170, Micropanics: A Theoretical Explanation for Anti-Gay Hate Crime Perpetration, Nicholas A. Guittar

[11] International Journal of Criminology and Sociological Theory, Vol. 6, No. 4, December 2013, 164-170, Micropanics: A Theoretical Explanation for Anti-Gay Hate Crime Perpetration, Nicholas A. Guittar

 

 

Facebook Comments