Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας υπεχώρησε περαιτέρω στο 19,0% τον Ιούλιο του 2018 έναντι 20,9% τον Ιούλιο του 2017, ενώ κατά μέσο όρο στο πρώτο επτάμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε σε 19,8%.

Όπως επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο, η μείωση του ποσοστού ανεργίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων (κατά 62,4 χιλ. άτομα στην περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2018) που συνεχίζεται για πέμπτο έτος, παράλληλα με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αναμένεται να ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα τονώνοντας περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση στο επόμενο έτος.

Παρά τη δημιουργία, ωστόσο, νέων θέσεων απασχόλησης από το 2014 έως και σήμερα, το εργατικό δυναμικό μειώνεται συνεχώς και διαμορφώθηκε στα 4,73 εκατ. άτομα στο επτάμηνο του 2018. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του φυσικού κεφαλαίου της χώρας από τη μακρά περίοδο αποεπένδυσης συνιστά τροχοπέδη για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγεθύνσεως της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα που είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των ιδιαίτερα φιλόδοξων στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα που έχει αναλάβει η χώρα.

Η τράπεζα, στο τακτικό Δελτίο για την οικονομία, επιχειρεί να εξετάσει την προοπτική των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου, που προσδιορίζουν, σε συνδυασμό με την παραγωγικότητά τους, τον μακροχρόνιο ρυθμό μεγεθύνσεως της ελληνικής οικονομίας.

Εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα: Μεταναστευτικές ροές, δημογραφική γήρανση και δείκτης γονιμότητος

Η παρατηρούμενη βαθμιαία μείωση του εργατικού δυναμικού από το 2010 και μετά αποδίδεται στην παύση αναζητήσεως εργασίας λόγω απογοητεύσεως για τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας και αμοιβές καθώς και την αναζήτηση εργασίας στην αλλοδαπή. Η καθαρή εκροή ανθρώπινου δυναμικού σε συνδυασμό με δημογραφικούς παράγοντες που αναλύονται στη συνέχεια, προσδιορίζουν την παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας και επηρεάζουν κατ’ επέκταση το δυνητικό ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας.

Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλε στην μείωση του εργατικού δυναμικού κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσεως είναι η εκροή αρχικά μεταναστών που είχαν εισέλθει στην χώρα μας αναζητώντας εργασία στην περίοδο της οικονομικής ανθήσεως από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως το 2007 και μετέπειτα Ελλήνων με υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων προς αναζήτηση ευνοϊκότερων συνθηκών εργασίας και υψηλότερων αμοιβών, απόρροια της πτώσεως του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίοδο 2010-2013, καθώς οι εκροές εργατικού δυναμικού συνοδεύθηκαν από σημαντική μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε όλη την περίοδο του δείγματος διαφαίνεται η παρουσία θετικής συσχέτισης μεταξύ των μεταβολών κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των μεταναστευτικών εισροών. Η οικονομική ύφεση έπληξε τους κλάδους, όπως οι κατασκευές, που εργάζονταν οι οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα και σε δεύτερο χρόνο επηρέασε τους Έλληνες εργαζόμενους, μέσω της επιδράσεως της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων.

Ο δείκτης ροών μεταναστεύσεως (ο οποίος εκφράζεται ανά 1000 άτομα) είναι αρνητικός κατά το διάστημα 2010-2015, αντανακλώντας μεγάλες εκροές εργατικού δυναμικού την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και της υφέσεως. Η μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 20,6%, μεταξύ των ετών 2009-2015, συνοδεύτηκε από μια σημαντική αύξηση των εκροών εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα ο δείκτης ροών μεταναστεύσεως να λάβει αρνητικό πρόσημο. Διαχρονικά, ο δείκτης ήταν επίσης αρνητικός στην περίοδο 1960-1974. Ωστόσο, η εκροή ανθρωπίνου δυναμικού στην περίοδο εκείνη αφορούσε κυρίως ανθρώπινο δυναμικό χαμηλής ειδίκευσης, το οποίο μάλιστα συνέβαλε σημαντικά στην σταδιακή αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μέσω των μεταναστευτικών εμβασμάτων.

Το φαινόμενο εκροής ανθρωπίνου κεφαλαίου που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως σε συνδυασμό με τις δημογραφικές εξελίξεις, δηλαδή τη γήρανση του πληθυσμού και το χαμηλό ποσοστό γονιμότητας προσδιορίζουν την σύνθεση του εργατικού δυναμικού μακροχρόνια. Συγκεκριμένα, ο λόγος εξαρτήσεως ηλικιωμένων ατόμων (το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού 15-64 ετών), έχει αυξηθεί στη χώρα μας στο 33,1% το 2016, από 27,4% το 2010, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2040 ο λόγος αυτός θα ανέλθει στο 58,4%.

Παράλληλα, ο δείκτης γονιμότητας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ελαφρά το 2040, ωστόσο θα παραμείνει σε πολύ χαμηλό επίπεδο (1,46) σε σχέση με την Ευρωζώνη (1,71). Το 2005, οι δύο ανωτέρω δείκτες για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη ήταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι δημογραφικές εξελίξεις για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα δυσχερείς μελλοντικά καθώς και ο δείκτης γονιμότητας αλλά και ο λόγος εξαρτήσεως ηλικιωμένων παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση έναντι των αντιστοίχων δεικτών της Ευρωζώνης.

Επιπροσθέτως, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού σταδιακά αυξάνει και αναμένεται να ανέλθει στο 74,2% το 2040. Ωστόσο, η αύξηση του λόγου αποδίδεται στη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, καθώς το εργατικό δυναμικό σε απόλυτα μεγέθη τείνει να μειωθεί (κατά 920 χιλ. άτομα στην περίοδο 2016-2040).

Σύμφωνα συνεπώς με τις μακροχρόνιες προβλέψεις για την πορεία δημογραφικών μεταβλητών, όπως η μικρή σχετικά άνοδος των γεννήσεων η οποία δεν μπορεί να αντισταθμίσει την σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, το μέγεθος και η σύνθεση του εργατικού δυναμικού στη χώρα αναμένεται να δυσχεράνει την αναπτυξιακή δυναμική της. Επιπλέον, η μεγάλη διαρροή εργατικού δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων τα προηγούμενα έτη στερεί από την οικονομία το αναγκαίο επίπεδο ανθρωπίνου κεφαλαίου που απαιτείται για να στηριχθεί η αναπτυξιακή της δυναμική.

Σχηματισμός παγίου κεφαλαίου και παραγωγικότητα

Οι ανωτέρω προβλέψεις μακροχρόνιου ορίζοντα για περιορισμένη συμβολή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στο ρυθμό μεγεθύνσεως της ελληνικής οικονομίας καθιστούν αναγκαία την προσέλκυση νέων επενδύσεων ώστε να επιτευχθεί υψηλή συσσώρευση φυσικού κεφαλαίου και αύξηση της παραγωγικότητας σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που προβλέπουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην περίοδο 2020 – 2040.

Η συρρίκνωση της επενδυτικής δαπάνης στη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως εξασθένησε σημαντικά το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς από το 2011 το ποσοστό αποσβέσεων υπερβαίνει το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου.

Μεσοπρόθεσμα, δηλαδή στην περίοδο 2019-2021, αναμένεται ισχυρή άνοδος της επενδυτικής δαπάνης ως αποτέλεσμα της ανάγκης αντικαταστάσεως του υφιστάμενου μηχανολογικού εξοπλισμού και των αποθεμάτων. Η επιστροφή, ωστόσο, των επενδύσεων στα επίπεδα πριν από την κρίση απαιτεί την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, την επάνοδο της μέσης ροπής προς αποταμίευση στο μακροχρόνιο μέσο όρο καθώς και την ενίσχυση της ρευστότητος μέσω της επιστροφής σημαντικού μέρους των αποταμιευτικών πόρων που διοχετεύθηκαν τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό.

Ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγεθύνσεως αναμένεται να προσδιορισθεί από την άνοδο της παραγωγικότητας που δύναται να στηριχθεί στην εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και το υψηλής ποιότητας και εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Κατά συνέπεια, είναι αδήριτη η ανάγκη για μεταστροφή του κύματος φυγής και επιστροφής του επιστημονικού και εξειδικευμένου δυναμικού της χώρας προκειμένου να στηριχθεί η καινοτομία και οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής με σημαντικό αναπτυξιακό αποτύπωμα. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η μείωση του φορολογικού βάρους και η παροχή κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων και ανθρωπίνου κεφαλαίου, αντισταθμίζοντας εν μέρει την μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Facebook Comments