Χαμηλούς τόνους κρατά η Κομισιόν για την Ελλάδα. 

Στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται ότι «η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα έκανε λογική εκκίνηση στο περιβάλλον μετά το μνημόνιο από τον Αύγουστο του 2018, αλλά βρίσκει ότι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων επιβράδυνε τους τελευταίους μήνες και ότι η συνοχή κάποιων μέτρων με δεσμεύσεις που δόθηκαν στους ευρωπαϊους εταίρους δεν είναι εξασφαλισμένη και θέτει κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων».

Όσον αφορά στην κοστολόγηση των μέτρων:

1. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά όσον αφορά στην μέτρηση της επίπτωσης από τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Για την ρύθμιση των ασφαλιστικών ταμείων, οι θεσμοί βλέπουν «τρύπα» η οποία θα κυμαίνεται από 0,3% έως και 0,6% του ΑΕΠ σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά η οποία βλέπει θετική επίδραση της τάξεως του 0,2% του ΑΕΠ για το 2019 και 0,3% για το 2020. Αναλυτικά, οι θεσμοί βλέπουν ότι η ρύθμιση στα ασφαλιστικά ταμεία θα δημιουργήσει δημοσιονομικό κενό 0,1-0,2% και για το 2019 και για το 2020 ενώ η ελληνική πλευρά βλέπει θετικό δημοσιονομικό χώρο 0,1%. Όσον αφορά στην ρύθμιση της εφορίας, το άνοιγμα εκτιμάται από 0,2% έως 0,4% για φέτος και από 0,1% έως 0,3% για του χρόνου με την κυβέρνηση να βλέπει θετική επίδραση 0,1% για το 2019 και 0,2% για το 2020.

2. Για τα μέτρα του ΦΠΑ φαίνεται να υπάρχει συμφωνία ως προς τη δημοσιονομική επίπτωση: 0,3% για το 2019 και 0,4% για το 2020. Βέβαια, ο «λογαριασμός» έτσι όπως αποτυπώνεται στην έκθεση της Κομισιόν είναι πιο βαρύς συγκριτικά με τα όσα είχαν γίνει γνωστά μέχρι τώρα από την κυβέρνηση (η οποία μιλούσε για επίπτωση 440 εκατ. ευρώ για το 2019

3. Σύμπτωση υπάρχει και για τις συντάξεις. Η καταβολή της 13ης σύνταξης και των ευνοϊκών διατάξεων για τις συντάξεις χηρείας θα κοστίσουν 0,5% του ΑΕΠ.

Με αυτά τα δεδομένα, ο συνολικός λογαριασμός των μέτρων ανεβαίνει από το 1,1 έως το 1,4% του ΑΕΠ με βάση τις εκτιμήσεις των θεσμών για το 2019 και στο 1,2-1,5% για το 2020 έναντι 0,6% που είναι η πρόβλεψη της Ελλάδας. Άρα, υπάρχει διαφορά η οποία κυμαίνεται από 0,5% (περίπου 900 εκατ. ευρώ) έως και 0,9% (δηλαδή κοντά στα 1,6 δις. ευρώ). 

Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις τρεις χώρες της ΕΕ με «εκτεταμένες ανισορροπίες». Οι άλλες δυο είναι η Κύπρος και η Ιταλία.

Facebook Comments