Σε δύο εβδομάδες ακριβώς από σήμερα, διεξάγονται οι εθνικές εκλογές. Εκλογές που για πρώτη φορά θα πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα τον μήνα Ιούλιο, όπερ σημαίνει ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη δημοσκοπική ή στατιστική ιστορία για την εκλογική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Παράλληλα, οι εκλογές αυτές θα λάβουν χώρα 40 ημέρες μετά τις ευρωεκλογές και την συντριπτική νίκη της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε και αφενός μεν οι δημοσκοπήσεις επαληθεύτηκαν, αφετέρου δε έχουμε ασφαλές δείγμα-εκλογικό αποτέλεσμα- και όχι απλώς δημοσκοπήσεις.

Παράλληλα, οι εκλογές αυτές θα διεξαχθούν σε συνθήκες πλήρους εσωστρέφειας για το κόμμα του Κέντρου-Κεντροαριστεράς, ήτοι το ΚΙΝ.ΑΛ, το οποίο φιλοδοξούσε να αποτελέσει ανάχωμα στον δικομματισμό, πλην όμως, καίτοι εξασφάλισε την τρίτη θέση, δεν μπόρεσε να διεκδικήσει ικανό ποσοστό που θα του προσέδιδε το ρόλο του ρυθμιστή.

Στα παραπάνω, ήρθε να προστεθεί η ακατανόητη (ίσως όχι και τόσο) «εκδίωξη» του Βαγγέλη Βενιζέλου από το κόμμα και μια αλλοπρόσαλλη προεκλογική τακτική της ηγετικής ομάδας του ΚΙΝ.ΑΛ, που αναπροσαρμόζεται μέρα με την ημέρα και εκτείνεται από την πλήρη άρνηση συμμετοχής σε μία ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας με την ΝΔ με τη χώρα να οδηγείται σε νέες εκλογές (με απλή αναλογική), την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε νομοθετικής στήριξης σε αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΔ και φθάνει, εσχάτως, έως την υπεύθυνη αντιπολίτευση με παράλληλη στήριξη της ΝΔ σε συγκεκριμένους τομείς και νομοθετικές πρωτοβουλίες.

Αποτελεί κοινό παρονομαστή στην αρθρογραφία και στις αναλύσεις πως ο ενδιάμεσος χώρος απέτυχε να εκφραστεί μαζικά, δυναμικά και κυρίως προοπτικά μέσω του Κινήματος Αλλαγής. Η δυναμική του Νοεμβρίου του 2017 χάθηκε ανεπιστρεπτί, με ευθύνη της ηγετικής ομάδας. Περαιτέρω, το άλλο κόμμα της ευρύτερης παράταξης, το Ποτάμι, τερμάτισε (ευδοκίμως ;) την πολιτική του σταδιοδρομία, μέσα από ένα κυκεώνα αντιφατικών επιλογών και της δικής του ηγεσίας.

Εντέλει, οι ηγεσίες τόσο του ΚΙΝ.ΑΛ όσο και του Ποταμιού αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.

Και τώρα τι μέλλει γενέσθαι στον χώρο του προοδευτικού Κέντρου και της Κεντροαριστεράς;

Μια πρώτη απλοϊκή απάντηση θα μπορούσε να δοθεί σε συνάρτηση με την εκλογική και μόνο επίδοση του ΚΙΝ.ΑΛ, αυτό όμως δεν φαίνεται ότι είναι η μόνη ούτε η πιο ικανή συνθήκη για την (ανα)σύνταξη και (επαν)ίδρυση του χώρου. Και εξηγούμαι:

1. Το κλειδί για τις διεργασίες του ενδιάμεσου χώρου, του προοδευτικού Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το κρατά σε μεγάλο βαθμό στο χέρι του ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Καθαρή και άνετη αυτοδυναμία της ΝΔ θα σημάνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει «λυμένα» τα χέρια του και λιγότερες δεσμεύσεις στο κόμμα του και δη στην καραμανλική πτέρυγα αυτού, επομένως θα μπορεί με μεγαλύτερη άνεση να προβεί σε επιλογές προσώπων από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο τόσο για την στελέχωση του κυβερνητικού σχήματος, όσο και για το πρόσωπο που θα προταθεί ως ΠτΔ στις αρχές του 2020.

Κρίσιμος όμως, αν και όχι τόσο «πιασάρικος» παράγοντας, αποτελεί η επιλογή προσώπων με ευρύτερο θεσμικό, μη κομματικό ρόλο, για την στελέχωση πχ. Ανεξάρτητων Αρχών.

Αντιθέτως, μικρή αυτοδυναμία της ΝΔ, ενδεχομένως να οδηγήσει σε επιλογές κομματικού πατριωτισμού από την ηγεσία της ΝΔ, με παράλληλη απελευθέρωση δυνάμεων του ανέστιου Κέντρου.

2. Η διαφαινόμενη (έως και σίγουρη) εδραίωση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ως του άλλου πόλου του νέου δικομματισμού (η οποία κατά την άποψη του γράφοντος θα εκφραστεί και στις εθνικές εκλογές με αύξηση του ποσοστού τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του δικομματισμού), προφανώς και αδυνατίζει το αφήγημα και την προσδοκία της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ περί διεμβολισμού του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον επαναπατρισμό πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Λησμονούν ότι από το 2009 έως σήμερα έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από τότε που ψήφισαν οι άνθρωποι αυτοί ΠΑΣΟΚ για τελευταία φορά…

Ο κρατισμός, η παροχολογία, η επιστροφή στη ρητορική της δεκαετίας του 1980 και η αντιδεξιά συνθηματολογία εκφράζεται πλέον πολύ πιο αυθεντικά από το ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ να τα αναπαράξει.

Στο σημείο αυτό, να σημειωθεί ότι δεν είναι απίθανο, μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, την επιστροφή του στην αντιπολίτευση αλλά και την παράλληλη εδραίωση του (και του Αλέξη Τσίπρα) ως του μεγάλου παίκτη στο χώρο της Κεντροαριστεράς, να δρομολογηθούν εξελίξεις για την μετεξέλιξή του σε ένα νέο κόμμα της ευρύτερης «προοδευτικής» παράταξης, με πλήρη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και με παράλληλη ανανέωση της ηγετικής του ομάδας, προκειμένου να διευκολυνθεί ο στόχος της διεύρυνσης και της συνάντησης με τις εντός ΚΙΝ.ΑΛ δυνάμεις.

Βεβαίως, αυτή η νέα παράταξη της «Ενωμένης Κεντροαριστεράς» θα παραμείνει ουσιαστικά συντηρητική, εξόχως λαϊκιστική, ουδόλως μεταρρυθμιστική, αναπόδραστα αρνητικά διακείμενη στη συνάντηση των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας με τους φιλελεύθερους και τους οικολόγους, για τη διαμόρφωση μιας πραγματικά προοδευτικής ατζέντας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.

3. Το ΚΙΝ.ΑΛ, από τη μεριά του, φαίνεται να επιλέγει (αν και οι παλινωδίες στη «γραμμή» της ηγετικής ομάδας δεν το καθιστούν ξεκάθαρο) ως σημείο συνάντησής του με τον ανανεωμένο (;) ΣΥΡΙΖΑ το χώρο της από κοινού αντιπολίτευσης απέναντι στο «φόβητρο» της Δεξιάς. Με παρωχημένο πολιτικό λόγο, ανεδαφική ρητορική περασμένων δεκαετιών, συνεχή επίκληση του συναισθήματος (σύντροφοι ο Ανδρέας πέθανε πριν 23 χρόνια), χωρίς καμία διάθεση υπεράσπισης του τιτάνιου έργου διάσωσης της χώρας της περιόδου 2009-2014, με διάθεση ανθρωποφαγίας στελεχών που παρέμειναν και σήκωσαν το ιστορικό φορτίο στα δύσκολα χρόνια και ταυτόχρονη επιβράβευση όσων στελεχών το διέσπασαν το 2015 αλλά και με ακατανόητες και προσβλητικές επιλογές υποψηφίων (Παναγούλης, Βάνα Μπάρμπα, Χαρδαβέλλας) οδηγείται σε οριακή διατήρηση ή και περαιτέρω συρρίκνωση των ποσοστών του.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό και μία υπόθεση: Ως πήχης από το ΚΙΝ.ΑΛ για τις εκλογές της 07.07.2019 δεν θα τεθεί το 7,7% των Ευρωεκλογών αλλά το 6,28% των εθνικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, επομένως κάθε αποτέλεσμα μεγαλύτερο από αυτό θα προσπαθήσει να το επικοινωνήσει ως νίκη.  

Ενδεχομένως, ένα κόμμα μικρό, φοβικό, περίκλειστο, ένα ΚΚΕ του Κέντρου, να διευκολύνει την ηγετική ομάδα στον απώτερο στόχο της για την «μεγάλη συνάντηση» με τον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που λησμονείται ότι στις περιπτώσεις αυτές κατά τον θυμόσοφο λαό «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»…

Και μια δεύτερη υπόθεση: η Φώφη Γεννηματά, ακόμη και στην περίπτωση μείωσης του ποσοστού του ΚΙΝ.ΑΛ σε σχέση με το 7,7% των ευρωεκλογών, δεν θα ανοίξει καμία διαδικασία διαδοχής της, το πολύ-πολύ κάποια στιγμή να πραγματοποιηθεί εκείνο το ξεχασμένο εδώ και χρόνια συνέδριο ΠΑΣΟΚ…

Σε θεωρητικό επίπεδο ο μόνος, εντός ΚΙΝ.ΑΛ, που θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτή την στιγμή την Φώφη Γεννηματά είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης, αυτό όμως προϋποθέτει από τον ίδιο διάθεση υπέρβασης του κομματικού πατριωτισμού (ακόμη και του ίδιου του κομματικού υποκειμένου ενδεχομένως) που τον διακατέχει, η διατύπωση ενός σύγχρονου, μεταρρυθμιστικού προγραμματικού λόγου που δεν θα αλληθωρίζει προς τον ΣΥΡΙΖΑ και η εκ μέρους του συνειδητοποίηση ότι οφείλει να πολιτευθεί ως εκφραστής ενός ολόκληρου χώρου και όχι ως επικεφαλής μιας μεγάλης, εντός ΠΑΣΟΚ, μειοψηφίας.   

Καλές εκλογές και τα ξαναλέμε μετά τα τρία κρίσιμα εφτάρια…(Κυριακή 07.07 στις 19.00 που κλείνουν οι κάλπες).

Facebook Comments